22.5.16

ΓΙΩΡΓΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ, ο εισηγητής του πεζογραφήματος

Γιώργος Ιωάννου

Γράφει ο συνεργάτης μας  Γιώργος Μακρίδης.*

Το πιο σπουδαίο είναι ν’ ανατρέψεις  
                                            τη σειρά της ζωής

                                               Άντον Τσέχωφ

Τον θεσσαλονικιό λογοτέχνη Γιώργο Ιωάννου (1927 – 1985), δεν τον είχα μόνο φιλόλογο σ' ένα νυχτερινό αχούρι, στην Καλλιθέα της Αθήνας, αλλά και καλό φίλο. Μέχρι που τα πίναμε μαζί. Επικοινωνούσα, λοιπόν, τηλεφωνικώς μαζί του, βρισκόμενος στην Αυστραλία, μέχρι και τις τελευταίες μέρες του, όταν νοσηλευόταν στο Σισμανόγλειο νοσοκομείο, στην Αθήνα.

Μόνο δυο λόγια γι’ αυτά τα τηλεφωνήματα. Λοιπόν, μια φορά τηλεφώνησα στον Ιωάννου, εκεί κατά τα Χριστούγεννα του ΄84. Σήκωσε το τηλέφωνο η σπιτονοικοκυρά του και μου έδωσε τα κακά μαντάτα (Μια εγχείριση στον προστάτη.., του γύρισε στην αθεράπευτη αρρώστια, τη σηψαιμία...).
- Μπορώ να του τηλεφωνήσω στο νοσοκομείο; της είπα.
- Ασφαλώς μπορείτε. Και μάλιστα θα χαρεί. Ολημερίς στο τηλέφωνο είναι, καλαμπουρίζοντας με τους φίλους του.
Βαρύς κι ασήκωτος, λοιπόν, μέχρι να ξεθαρρέψω και να του τηλεφωνήσω – Τι να του έλεγα; “Άιντε καλοτάξιδος;” – του ’στειλα ένα ογκωδέστατο βιβλίο με τ’ αξιοθέατα του Σύδνεϋ, και απ’ τη στεναχώρια μου θα έκανα μια μεγάλη γκάφα. Θα του έγραφα: “Χρόνια πολλά για τη γιορτή σου κτλ”. Μα δεν ήταν Γιάννης. Ευτυχώς, που κάνω πολλά ορθογραφικά λάθη κι αυτά τα λίγα τα έγραψα πρώτα σ’ ένα τηλεγραφικό δελτάριο και βρήκα το λάθος μου. Του έβαλα, λοιπόν, γι’ αφιέρωση:
“Καλή χρονιά και περαστικά. Γύριζε και μύριζε. Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια”. (Το “γύριζε και μύριζε”, προέρχεται, κάπως διαφοροποιημένο βέβαια, από ένα πεζογράφημα του Ιωάννου, που λεει: “Μ’ αρέσει να περιφέρομαι σε πολυσύχναστους δρόμους, αγγίζοντας μέχρι και μυρίζοντας τους περαστικούς”. Και “Τα δέντρα πεθαίνουν όρθια” είναι το θεατρικό έργο – αριστούργημα θα έλεγα – του Ισπανού, Αλεχάνδρο Κασόνα, (1903 – 1965).
Ευτυχώς που μπήκε στη μέση αυτό το βιβλίο... και μετά από καμιά δεκαριά μέρες μου τηλεφώνησε ο Ιωάννου. Εγώ, ίσως, να μην εύρισκα το θάρρος να του τηλεφωνήσω. Απίστευτο... κι όμως αληθινό. Συνέχεια καλαμπούριζε ο Ιωάννου, ξεροβήχοντας. Έπασχε από φαρυγγίτιδα βαριάς μορφής και κάθε τόσο μιλώντας, πέταγε και τα σχετικά “κιχ” “κουχ”.  “Δεν τον φοβάμαι τον θάνατο. Έχω μάθει να μη στεναχωριέμαι για πράγματα που δεν εξαρτιόνται από μένα. Τους δικούς μου λυπάμαι, που ακόμα δεν πέθανα κι άρχισαν τα κλαψουρίσματά τους”, μου είπε γελώντας χορταστικά και “κουχίζοντας”.    
Οι σχέσεις μας, βέβαια, δεν ήταν “πονηρές”. Άλλος είναι ο λογοτέχνης Ιωάννου, όπως βγαίνει απ’ τα γραψίματά του – η χρησιμοποίηση στα γραψίματά τους του πρώτου προσώπου καίει τη γούνα πολλών λογοτεχνών - κι άλλος ήταν ο άνθρωπος Ιωάννου. Ήταν πολύ αυστηρώς τύπος ανθρώπου και ποτέ δεν αναφερόταν στα προσωπικά του. 
Έχω κάνει, λοιπόν, εδώ στο Σύδνεϋ αρκετά μνημόσυνα, στον Ιωάννου, μιλώντας για τη ζωή και το έργο του. Μόνο πέρσι, για τα εικοσάχρονα, απ’ το θάνατό του,  δεν έκανα τίποτε. Γιατί; Ε, γιατί δεν είχα κέφια. Έχω, επίσης,  να γράψω πολλά για τον άνθρωπο Ιωάννου. Κι αυτά που θα πω –  “μου ’πε” και “του ’πα” - δεν μπορεί να τα βρει πουθενά κανείς γραμμένα, αφού είναι δικές μου εμπειρίες. Ήταν λεβέντης, ο Ιωάννου. Αγαπούσε και πονούσε την εργατιά και τους αδικημένους. Γινόταν αστροπελέκι... όταν έπρεπε. Ήταν αφιλοχρήματος στο έπακρο. Ήταν εργατικός και φιλότιμος, όσο δε γίνεται άλλο. Ήταν πολύ θαρραλέος και τολμηρός. Ήταν δυνατός ψυχολόγος, μα και καλός ηθοποιός. Όταν γύριζε απότομα το κεφάλι, όπως κάνουν τα λαγωνικά, και σε κατακεραύνωνε με τη ματιά του – παρίστανε το θυμωμένο -  κατουριόσουν στα παντελόνια σου.
Θα πω δυο λόγια και για το επίθετό του, το “Ιωάννου”. Μερικοί κριτικοί της τέχνης λένε: “Γιώργος Ιωάννου, το ψευδώνυμο του Γιώργου Σορολόπη κτλ, κτλ”. Μα αυτοί οι άνθρωποι, είναι τόσο ξεκομμένοι απ’ τη ζωή – χαράμι τα πτυχία που έχουν – ώστε να μην ξέρουν, πως απ’ τη στιγμή που αλλάξει κανείς επίσημα το επίθετό του, το νέο επώνυμό του δεν είναι ψευδώνυμο;  Πράγματι το επίθετο του πατέρα του Γιώργου Ιωάννου ήταν Σορολόπης. Επειδή όμως, αυτό προέρχεται απ’ την τουρκική λέξη sorolop (σορολόπ), που σημαίνει χαζομάρα, βλακεία, ή ανευθυνότητα, το άλλαξαν και το έκαναν Ιωάννου. Απόδειξη αυτού είναι πως κάποιος άλλος Γιώργος Ιωάννου, που ήταν μάλιστα κι αυτός εκπαιδευτικός και μικρολογοτέχνης έκανε μήνυση στον Ιωάννου, υποστηρίζοντας πως ο λογοτέχνης μας χρησιμοποιούσε παράνομα το δικό του όνομα. Η υπόθεση, όμως, δεν έφτασε στο δικαστήριο. Ο Ιωάννου απαλλάχτηκε με βούλευμα, που έλεγε πως το “Ιωάννου” δεν ήταν ψευδώνυμο, αλλά το νόμιμο επίθετό του. (Μου φαίνεται πως μερικοί φιλόλογοί μας το έχουν ρίξει στο σορολόπ...)
Σημειώνω, επίσης, πως ο Ιωάννου πέθανε φτωχός. Ούτε ένα σπίτι δεν είχε. Για χρόνια έμενε με νοίκι σ' ένα σπίτι στην Αθήνα, κοντά στο Μουσείο. Το “πώς” και “γιατί” θα το δούμε, όταν αναφερθώ στον άνθρωπο Ιωάννου. Για την ώρα θα πω δυο πραγματάκια γι' αυτά που μου έλεγε για τα ιδιωτικά κολέγια και τα φροντιστήρια:
“Απ' το δημόσιο σκολειό θα φύγω μόνο αν με διώξουν, και ούτε τους υπολογίζω. Ας το κάνουν. Δε μ’ ενδιαφέρει ακόμα κι αν χάσω τα συντάξιμά μου χρόνια. Δε κάνω εγώ για τα ιδιωτικά. Δε μπορώ να κανακεύω μαμμόθρεφτα, κι ας μου δίνουν δυο φορές περισσότερα, απ' αυτά που παίρνω απ' το δημόσιο. Στα φροντιστήρια; Μου δίνουν περισσότερα. Δεν μπορώ, όμως, να δουλέψω σ' αυτά τα κέντρα απάτης, παραπαιδείας κι αμορφωσιάς”.
Επίσης σε μια συνέντευξή του λεει: “Δεν είμαι πλούσιος. Εργάζομαι και μάλιστα σκληρά για να βγάζω τον επιούσιο”. Και: “Μα κι εγώ τί έχω; Αυτό το πτυχίο. Κι αν χάσω τη δουλειά μου, ίσως να πεινάσω” (Εφημ. “Καθημερινή”, 6 Απρίλη. 1975).
Ας δούμε τώρα το πεζογράφημα, εισηγητής του οποίου είναι ο Γιώργος Ιωάννου. Ο κριτικός και ιστορικός της Τέχνης, Απόστολος Σαχίνης (1918 – 1997), λεει για τον Ιωάννου: “Ο Γιώργος Ιωάννου καλλιέργησε μια προσωπική πεζογραφία, έναν ατομικό τρόπο αφηγηματικής γραφής, μοναδικό και ιδιόμορφο”.
Πολύ λυπήθηκα όταν σε μια ομιλία μου, εδώ στο Σύδνεϋ, για τον Ιωάννου, με πλησίασε ένας μεταπτυχιακός φιλόλογος και μου είπε:  “Μα αφού είχαμε πεζογράφους και πριν απ’ τον Ιωάννου – τον Γρηγόρη Ξενόπουλο, τον Θέμο Κορνάρο, τον Γιώργο Θεοτοκά και τόσους άλλους – πώς γίνεται να είναι ο Ιωάννου ο εισηγητής του πεζογραφήματος;” 
Μια άλλη φορά ένας πανεπιστημιακός – πολύ λυπηρό το φαινόμενο... – μου έβαλε “κατσάδα” και μάλιστα μπροστά σε κόσμο, πατώντας τις φωνές:  “Τι είναι αυτά που λέτε; Δεν είναι εισηγητής του πεζογραφήματος ο Γιώργος Ιωάννου, αλλά ο Γιώργος Βιζυηνός”.  Εγώ που δεν είμαι καθόλου χαιρέκακος τον τράβηξα στην άκρη και του είπα στ’ αυτί: “Μη φωνάζεις γιατί θα εκτεθείς. Ο Βιζυηνός είναι ο θεμελιωτής του νεοελληνικού διηγήματος. Δεν έγραψε ούτε ένα πεζογράφημα”. Και οι δυο τους, δυστυχώς,  μπέρδεψαν τον πεζό λόγο με το πεζογράφημα, δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα. 
Λοιπόν, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄60 χρησιμοποιούσαμε τον όρο πεζογράφημα, μιλώντας για τον πεζό λόγο. Μετά τον Ιωάννου, όμως, δημιουργήθηκε η ανάγκη της χρησιμοποίησης αυτού του όρου, για το μικρό εκείνο κείμενο, που βρίσκεται μεταξύ ποιήματος, διηγήματος και δοκιμίου, και που αποτελεί  ξεχωριστό είδος στα Νεοελληνικά Γράμματα. Οι κατατοπισμένοι, βέβαια,  το ήξεραν το πεζογράφημα. Είχαν γραφτεί μερικά κομμάτια απ’ τον Κώστα Ταχτσή (1927 - 1988),  ίσως και τον Κώστα Καρυωτάκη (1896 – 1928). Η μεγάλη παραγωγή, όμως, άρχισε απ’ τον Ιωάννου.
Ποια, όμως, είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πεζογραφήματος; Επειδή δε σκοπεύω να γράψω και κάνα βιβλίο θα τα πω με λίγα λόγια και πολύ καταλαβίστικα.
Όταν γράφω ή μιλάω ικανοποιούμαι σε βαθμό ηδονής, όταν με καταλαβαίνουν και τα γερόντια εκείνα, που ξέρουν πέντε κολλυβογράμματα, έστω κι αν κάνω επαναλείψεις, ή γίνομαι σχολαστικός. Δεν φταίνε αυτοί, αλλά κάποιοι άλλοι που τους κρατάνε μες στα σκοτάδια.
Λοιπόν, μιλώντας μια δόση για τον Ιωάννου, εδώ στο Σύδνεϋ, είπα:
“Τι είναι λυρική ποίηση;” και παρακάτω: “Τι είναι το δοκίμιο;”. Ας ξόδεψα ένα λεπτό στην κάθε περίπτωση. Στο τέλος μου είπε στ’ αυτί ένας πανεπιστημιακός: “Μα γιατί μας υποτιμάτε; Λέτε να μην ξέρουμε τι είναι λυρική ποίηση και δοκίμιο...  Κι εγώ του είπα: “Κύριε καθηγητή, στη αίθουσα ήταν κάπου 300 άτομα. Εγώ είμαι σίγουρος πως ζήτημα αν 5 – 10 ήξεραν το δοκίμιο και τη λυρική ποίηση. Χάλασε ο κόσμος που έδωσα μερικές εξηγήσεις; Αυτό σας προσβάλει; Μα το ίδιο πρέπει να κάνετε κι εσείς, όταν απευθύνεστε σε μετανάστες που δεν μπόρεσαν να μάθουν καλά τα ελληνικά και δεν μπόρεσαν, πάλι, να μάθουν καλά και τ’ αγγλικά”. Έρχομαι στο πεζογράφημα:                                            
1. Το πεζογράφημα είναι γραμμένο πάντοτε στο πρώτο πρόσωπο. Έβαλα το “πάντοτε”, γιατί και διηγήματα γράφονται στο πρώτο πρόσωπο. Κυρίως αυτά που έχουν βιωματικό χαραχτήρα. Τολμάω να πω πως δε γίνεται διαφορετικά. Δεν μπορούμε, δηλαδή, να κάνουμε κουβέντα για πεζογράφημα, όταν είναι γραμμένο στο δεύτερο ή τρίτο πρόσωπο.
2. Το πεζογράφημα είναι “δύσκολο” και δεν μπορεί ο οιοσδήποτε λογοτέχνης να καταπιαστεί μ' αυτό, όσο ταλέντο κι αν έχει. Για να τα καταφέρει πρέπει να είναι και κομμάτι “φιγουράκιας”, φιλάρεσκος, δηλαδή, άνθρωπος των εντυπωσιασμών. Όλα αυτά τα “κουσούρια” τα είχε πάνω του ο Ιωάννου. Γι' αυτό έδινε συνέχεια συνεντεύξεις σ' εφημερίδες και περιοδικά, ραδιοφωνικούς και τηλεοπτικούς σταθμούς. Επίσης του άρεσε να μιλάει και σ' ανοιχτές συγκεντρώσεις. Έγραφε και σ' εφημερίδες. Ξέχωρα το περιοδικό που έβγαζε, το “Φυλλάδιο”, που το έγραφε απ' την αρχή μέχρι το τέλος ο ίδιος. Μα γι' αυτό καταπιάστηκε και με το πεζογράφημα. Όταν διαβάζουμε ένα πεζογράφημα δε μας μένει σχεδόν τίποτε, απ’ την υπόθεση. Γιατί; Γιατί δεν έχει υπόθεση. Το συγγραφέα έχουμε στο νου μας. Αυτόν θαυμάζουμε, ή κατηγορούμε. Γι' αυτό, ικανοποιώντας, θα έλεγα, μια εσωτερική του ανάγκη, ο Ιωάννου – το λέω αλλού πως είχε προβλήματα με την υγεία του - αρπαζόταν πολύ εύκολα και με τους προϊστάμενούς του. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, κι έτσι ακουγόταν τ’ όνομά του. Γι' αυτό, πάλι, σχεδόν ηδονιζόταν ακόμα κι όταν το κατηγορούσαν, ή έβριζαν. Γιατί έτσι του δινόταν η ευκαιρία, όχι ν' αμυνθεί – δεν ήταν άνθρωπος της άμυνας – αλλά να επιτεθεί. Κοντολογίς, ο Ιωάννου, επειδή αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους, ήθελε κι αυτοί να τον αγαπούν. Ν' ασχολούνται μαζί του. Να βρίσκεται συνέχεια στον “αφρό”. “Αυτά είπε (“αυτά πιστεύει”, “αυτά κάνει”), ο Ιωάννου”, να λένε συνέχεια οι εφημερίδες και τα περιοδικά.
3. Το πεζογράφημα ανήκει στη βιωματική λογοτεχνία. Βέβαια, δεν είναι απαραίτητο αυτά που λεει ο πεζογράφος  να είναι εμπειρίες του. Δηλαδή, ο πεζογράφος δεν παραθέτει τα βιώματά του όπως ακριβώς έγιναν - τότε δε θα κάναμε κουβέντα για τέχνη –  αλλά τα μεταπλάθει μέσα του. Και παίρνουν μια μορφή, που πολλές φορές δεν εξαρτιέται απ' τον ίδιον. Ο Λεον Τολστόι (1828 – 1910), μιλώντας γύρω απ' αυτό το θέμα – το πώς δηλαδή, έβγαιναν τα γραψίματά του – λεει κάπου: “Οι ήρωες των έργων μου δεν κάνουν αυτά που θέλω εγώ, αλλά αυτά που γίνονται στην πραγματικότητα της ζωής”. Γι’ αυτό κι ο Ιωάννου λεει σε μια απ’ τις τελευταίες συνεντεύξεις του: “Μπορεί να μην είναι βιώματά του, αλλά ακόμα κι έντονες επιθυμίες του” (Εγώ προσθέτω: πως μπορεί να είναι και δυνατές φαντασιώσεις του). Επίσης λεει για τη βιωματική λογοτεχνία: “Ο λογοτέχνης που αντλεί το υλικό του απ’ τα βιώματα και τις εμπειρίες του, ακόμα κι αν δεν έχει μεγάλο ταλέντο, ποτέ δεν πετάει κούφια λόγια”.
4. Το πεζογράφημα είναι, κατά κανόνα, πολύ μικρό κείμενο. Μερικές φορές δεν πιάνει ούτε τη μισή σελίδα μικρού σχήματος βιβλίου. Άλλες φορές πάλι, πιάνει τέσσερις και πέντε σελίδες, αλλά χωρίζεται σ’ αυτόνομα μικρά κεφάλαια. Δηλαδή, ας πούμε, πως έχουμε πέντε πεζογραφήματα χωμένα μέσα σ’ ένα. Έχει γράψει ένα τέτοιο ο Ιωάννου, “Τα κελιά”.
5. Το πεζογράφημα μοιάζει με διήγημα αλλά δεν είναι. Δεν έχει, δηλαδή, τις πολυλογίες του διηγήματος: περιγραφές τοπίων, εξωτερικεύσεις συναισθημάτων  κτλ. Ας δούμε τι λεει ο Ιωάννου για τα γραψίματά του:
“ ....... Είναι ίδιο του χαραχτήρα μου και των συγγραφικών μου αρχών, να αποφεύγω τις περιγραφές πραγμάτων αυτονόητων. .................. Αυτά εγώ τα βαριέμαι. Δεν μπορώ να μιλάω για δύσεις, για τρικυμίες, για συννεφιές”  (Συνέντ. Με το Γιάννη Εμίρη, περ. “Πολιορκία”, Απρίλης 1985, σ. 51. Δημοσιεύτηκε μετά το θάνατο του).
6. Επίσης, δεν βρίσκεις, πολλές φορές την αρχή, τη μέση, ή το τέλος ενός πεζογραφήματος. Μα ούτε και κεντρική ιδέα έχει. Αν πάλι έχει μια κάποια κεντρική ιδέα δεν είναι και τόσο εμφανής. Μπαίνουν στη μέση και οι γνώμες των αναγνωστών, που το πάνε κατά κει που θέλουν το πράγμα, ανάλογα με τις πολιτικές και θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Και μπορεί οι γνώμες τους να είναι όλες σωστές μα κι όλες λαθεμένες. Διαφορετικά πρέπει να έχουν απέναντί τους τον πεζογράφο και να τον ανακρίνουν. Αυτά είναι τα πεζογραφήματα που μοιάζουν με ποιήματα. Εξάλλου, εκεί που έχει φτάσει η ποίηση – η μοντέρνα – “τείνει να συγχωνευτεί με τον πεζό λόγο”, όπως λεει ο Ιωάννου, σε μια συνέντευξή του.
7. Το πεζογράφημα πολλές φορές είναι ακαταλαβίστικο. Πρέπει να πιαστείς από μερικές λέξεις. Τα υπόλοιπα είναι καρυκεύματα, μια και δεν μπορεί να γίνει πεζογράφημα με δέκα - είκοσι, ας πούμε, λέξεις. Αν λοιπόν, δεν μπορέσει να βρει κανείς αυτές τις λέξεις δε θα καταλάβει τίποτε... και θ’ απορεί, λέγοντας: “Μα γιατί το έγραψε αυτό το κείμενο, ο βλογημένος; Τι θέλει να μας πει;” Αυτά έχουν οι πρωτοπορίες. Ο Ιωάννου, δηλαδή, είναι λογοτέχνης του μέλλοντος. Κι ας λένε μερικοί πολυξερίτες, γενικολόγοι κι αοριστολόγοι πως τον καταλαβαίνουν. Ούχου.., τίποτε δεν καταλαβαίνουν. Έπεσαν με τα μούτρα να γράφουν γι’ αυτόν, μόνο και μόνο για ν’ ακουστούν οι ίδιοι, επειδή έχει πέραση η μπογιά του κι ας είναι πεθαμένος. Όπως, δηλαδή, είχαμε τον Καρυωτακισμό – εκείνη την μπόρα, την επιδημία – έτσι έχουμε και τον Ιωαννουσμό. Έλα, όμως, που τίποτε το ουσιώδες δε μας λένε.     
8. Απ’ αυτά που είπα, μέχρι τα τώρα, φαίνεται πως ο πεζογράφος είναι στο έπακρο λακωνικός. Γι’ αυτό κι ο σπουδαίος φιλόλογος, ιστορικός και κριτικός της τέχνης ο Γιώργος Βαλέττας (1907 – 1989),  που έβγαζε και το περιοδικό “Αιολικά Γράμματα”, και που στην Καλλιθέα της Αθήνας, υπηρετούσε στη Μέση Εμπορική Σχολή, και τον είχα σχεδόν γείτονα, λεει για τον Ιωάννου: “Μα πώς μπορεί ο Ιωάννου και μας λεει τόσα πολλά, με τόσα λίγα;” 
Δε σκοτίζεται, λοιπόν, ο πεζογράφος  για το τι καταλαβαίνει ο αναγνώστης. Αυτό δεν κάνουν και πολλοί ποιητές μας; Γι’ αυτό αν κι αγαπούσα τον Ιωάννου κι αγαπώ και τα γραψίματά του, μερικά πολύ ακαταλαβίστικα πεζογραφήματά του δε μου αρέσουν. Ο λογοτέχνης πρέπει ν’ απευθύνεται σ’ όλους τους συνάνθρωπούς του. Να καταλαβαίνει, δηλαδή, τα γραψίματά του κι ένας που ξέρει μόνο γραφή κι ανάγνωση. Διαφορετικά κάνει σαλονολογία. Ο Χιλιανός νομπελίστας ποιητής και λαϊκός αγωνιστής, ο Μπάμπλο Νερούντα (1904 – 1973), μιλώντας γύρω απ’ αυτό το θέμα, λεει στο ποίημά του, “Η μεγάλη χαρά”
 Δε γράφω για να φυλακιστώ μες στα βιβλία. / Δε γράφω γι’ αυτούς που μυρίζουν τα κρίνα. /  Γράφω για το λαό. / Γράφω για τον απλό άνθρωπο της γης, / κι ας μην μπορεί να διαβάζει τα ποιήματά μου, /  με τα επαρχιώτικα μάτια του. Ας δούμε, όμως, τι λεει κι ο Ιωάννου για την ποίηση: “Δε θέλω να θίξω τους ποιητές. ......... Η ποίηση είναι βέβαια, ένα επίτευγμα μαγικό, αλλά κατά κοινή ομολογία, δεν απασχολεί πολύ το γράψιμό της. ................ Η πεζογραφία είναι τρομερά χρονοβόρα” (Συνεντ. Με τη Μαρία Θερμού, εφημ. “Τα Νέα”, 20 Γενάρη 1985. Ένα μήνα πριν απ’ το θάνατό του).
9. Στο πεζογράφημα, επειδή μιλάει συνέχεια ο ίδιος ο λογοτέχνης πετάει και πολλούς αφορισμούς (γνώμες πάνω σε σπουδαία θέματα της ζωής, που εμπεριέχουν μεγάλη δόση αλήθειας). Εδώ χρειάζεται συγγραφική μαεστρία. Τα φέρνει, δηλαδή, έτσι βόλτα ο πεζογράφος, ώστε να δικαιολογήσει το θυμό του, κι αφού προδιαθέσει και τον αναγνώστη, ρίχνει τις μπόμπες του.
10. Στο πεζογράφημα δεν υπάρχουν διάλογοι. Ακόμα κι όταν μεσολαβούν ήρωες, τα λεει όλα γι’ αυτούς ο ίδιος ο λογοτέχνης.
{Μια που έκανα κουβέντα για διάλογους και ήρωες, μου ήρθε  στο νου κάτι από μια διάλεξή μου. Μιλούσα για το Νίκο Καζαντζάκη και φαίνεται πως δεν άρεσαν αυτά που έλεγα σε μια πανεπιστημιακό, που μου είπε: “Μα αυτά που μας είπατε δεν τα λεει ο ίδιος ο Καζαντζάκης, αλλά οι ήρωες του μυθιστορήματός του”. (Μωρίας... έπαινος...) Κι εγώ που δεν μπορούσα να συμφωνήσω μαζί της, της είπα: “Ασφαλώς τα λένε, κυρία καθηγήτρια,  οι ήρωες. Ποιος, όμως, τα βάζει στο στόμα τους; Ποιος κουμαντάρει την κουβέντα τους;”}.
11. Και τέλος μπορεί να γραφτεί ακόμα και μυθιστόρημα σε μορφή πεζογραφήματος. Αυτό το έκανε ο Ιωάννου με το “μυθιστόρημά” του, “Πολλαπλά κατάγματα”, που αναφέρεται στο σακάτεμά του από ένα αυτοκίνητο που τον έστειλε στο νοσοκομείο για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τέτοια “μυθιστορήματα” έχει γράψει κι ο Αργεντινός Ερνέστο Σάμπατο, (1911 – 2011). Tον λένε μεγάλο λογοτέχνη, αλλά σε μένα δεν αρέσει. Ίσως να μην έχω πολλά φόντα... και να μην μπορώ να τον καταλάβω... Ίσως..., ίσως..., ίσως...
Αυτά τα φτωχά βρήκα να πω για το φίλο και δάσκαλό μου, το Γιώργο Ιωάννου, και το πεζογράφημά του. Έχω γράψει πολλά βέβαια και για ολάκερο το έργο του. Ασφαλώς θα μιλήσω ξεχωριστά και για τον άνθρωπο Ιωάννου και το πόσο επηρεάστηκα απ' τη ζωή του. Θ' αναφερθώ βέβαια μόνο σ' αυτά που ξέρω από πρώτο χέρι, στα κάπου δυο χρόνια, πριν τον ξεπατρισμό μου – τι τον ήθελα; - που του είχα γίνει “στενός κορσές”. Μέχρι που τα πίναμε με τον Ιωάννου – του άρεσαν τα θαλασσινά και το ουζάκι – κι αφού κατέβαζε μερικά ποτήρια, επίτηδες του άνοιγα κουβέντες, για να μάθω περισσότερα για τη ζωή και τις ιδέες του. Μια προκαταβολή: Ο Ιωάννου δεν παραδεχόταν κανέναν άλλο λογοτέχνη εκτός απ’ τον  εαυτό του. Για τον Διονύσιο Σολωμό (1798 - 1857) μου ’λεγε: “Δεν αξίζει και τόσο κτλ”. Επίσης για το Γρηγόρη Ξενόπουλο (1867 - 1951): “Έχει γράψει κάτι νεροζούμια κι αυτός κτλ”. (Α, ρε αξέχαστε δάσκαλε μέχρι πότε θα με πιάνουν τα σιρόπια, όταν σε φέρνω στο νου, ή όταν μιλάω ή γράφω για σένα;)


* Ο συνεργάτης μας  Γιώργος Μακρίδης είναι Λογοτέχνης-Θεατρικός Συγγραφέας
     και κάτοικος Αυστραλίας.