|
76. Εις τον ήσυχον αιθέρα Τώρα αθώα δεν αντηχεί Τα λαλήματα η φλογέρα, Τα βελάσματα το αρνί. | 77. Τρέχουν άρματα χιλιάδες Σαν το κύμα εις το γιαλό Αλλ’ οι ανδρείοι παλληκαράδες Δεν ψηφούν τον αριθμό. | 78. Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε Και ξανάλθετε σ’ εμάς Τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε Πόσο μοιάζουνε με σας. |
79. Όλοι εκείνοι τα φοβούνται Και με πάτημα τυφλό Εις την Κόρινθο αποκλειούνται Κι’ όλοι χάνουνται απ’ εδώ. | 80. Στέλνει ο άγγελος του ολέθρου Πείναν και Θανατικό Που με σχήμα ενός σκελέθρου Περπατούν αντάμα οι δύο. | 81. Και πεσμένα εις τα χορτάρια Απεθαίνανε παντού Τα θλιμμένα απομεινάρια Της φυγής και του χαμού. |
82. Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία, Που ό,τι θέλεις ημπορείς, Εις τον κάμπο, Ελευθερία, Ματωμένη περπατείς. | 83. Στη σκιά χεροπιασμένες, Στη σκιά βλέπω κι’ εγώ Κρινοδάκτυλες παρθένες Οπού κάνουνε χορό. | 84. Στο χορό γλυκογυρίζουν Ωραία μάτια ερωτικά, Και εις την αύρα κυματίζουν Μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά. |
85. Η ψυχή μου αναγαλλιάζει Πώς ο κόρφος καθεμιάς Γλυκοβύζαστο ετοιμάζει Γάλα ανδρείας και ελευθεριάς. | 86. Μες στα χόρτα, τα λουλούδια, Το ποτήρι δεν βαστώ Φιλελεύθερα τραγούδια Σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ. | 87. Απ’τα κόκαλα βγαλμένη Των Ελλήνων τα ιερά, Και σαν πρώτα ανδρειωμένη, Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά! |
88. Πήγες εις το Μεσολόγγι Την ημέρα του Χριστού, Μέρα που άνθισαν οι λόγγοι Για το τέκνο του Θεού. | 89. Σούλθε εμπρός λαμποκοπώντας Η Θρησκεία μ’ ένα σταυρό, Και το δάκτυλο κινώντας Οπού ανεί τον ουρανό. | 90. Σ’αυτό, εφώναξε, το χώμα Στάσου ολόρθη, Ελευθεριά Και φιλώντας σου στο στόμα Μπαίνει μες στην εκκλησιά. |
91. Εις την τράπεζα σιμώνει Και το σύγνεφο το αχνό Γύρω γύρω της πυκνώνει Που σκορπάει το θυμιατό. | 92. Αγρικάει την ψαλμωδία Οπού εδίδαξεν αυτή Βλέπει τη φωταγωγία Στους Αγίους εμπρό χυτή. | 93. Ποιοι είν’ αυτοί που πλησιάζουν Με πολλή ποδοβολή, Κι’ άρματ’, άρματα ταράζουν; Επετάχτηκες εσύ. |
94. Α! Το φως που σε στολίζει, Σαν ηλίου φεγγοβολή, Και μακρόθεν σπινθηρίζει, Δεν είναι, όχι, από τη γη. | 95. Λάμψιν έχει όλη φλογώδη Χείλος, μέτωπο, οφθαλμός Φως το χέρι, φως το πόδι Κι’ όλα γύρω σου είναι φως. | 96. Το σπαθί σου αντισηκώνεις, Τρία πατήματα πατάς, Σαν τον πύργο μεγαλώνεις, Και εις το τέταρτο κτυπάς. |
97. Με φωνή που καταπείθει Προχωρώντας ομιλείς «Σήμερ’, άπιστοι, εγεννήθη Ναι, του κόσμου ο Λυτρωτής. | 98. Αυτός λέγει... Αφοκρασθήτε: Εγώ είμ’ Aλφα, Ωμέγα εγώ Πέστε, που θ’ αποκρυφθήτε Εσείς όλοι, αν οργισθώ; | 99. Φλόγα ακοίμητην σας βρέχω, Που μ’ αυτήν αν συγκριθή Κείνη η κάτω οπού σας έχω Σαν δροσιά θέλει βρεθή. |
100. Κατατρώγει, ωσάν τη σχίζα, Τόπους άμετρα υψηλούς, Χώρες, όρη από τη ρίζα, Ζώα και δένδρα και θνητούς. | 101. Και το πάν το κατακαίει, Και δεν σώζεται πνοή, Πάρεξ του άνεμου που πνέει Μες στη στάχτη τη λεπτή. | 102. Κάποιος ήθελε ερωτήσει: Του θυμού του είσαι αδελφή; Ποιός είν’ άξιος να νικήση, Ή με σε να μετρηθή; |
103. Η γη αισθάνεται την τόση Του χεριού σου ανδραγαθιά, Που όλην θέλει θανατώσει Τη μισόχριστη σπορά. | 104. Την αισθάνονται, και αφρίζουν Τα νερά, και τ’ αγρικώ Δυνατά να μουρμουρίζουν Σαν να ρυάζετο θηριό. | 105. Κακορίζικοι, που πάτε Του Αχελώου μες στη ροή, Και πιδέξια πολεμάτε Από την καταδρομή. |
106. Να αποφύγετε! Το κύμα Έγινε όλο φουσκωτό Εκεί ευρήκατε το μνήμα Πριν να ευρήτε αφανισμό. | 107. Βλασφημάει, σκούζει, μουγκρίζει Κάθε λαρυγγας εχθρού, Και το ρεύμα γαργαρίζει Τες βασφήμιες του θυμού. | 108. Σφαλερά τετραποδίζουν Πλήθος άλογα, και ορθά Τρομασμένα χλιμιτρίζουν Και πατούν εις τα κορμιά. |
109. Ποίος στον σύντροφον απλώνει Χέρι, ωσάν να βοηθηθή Ποίος τη σάρκα του δαγκώνει Όσο οπού να νεκρωθή. | 110. Κεφαλές απελπισμένες, Με τα μάτια πεταχτά, Κατά τ’άστρα σηκωμένες Για την ύστερη φορά. | 111. Σβιέται -αυξαίνοντας η πρώτη Του Αχελώου νεροσυρμή- Το χλιμίτρισμα, και οι κρότοι, Και του ανθρώπου οι γογγυσμοί. |
112. Έτσι ν’ άκουα να βουίξη Τον βαθύν Ωκεανό, Και στο κύμα του να πνίξη Κάθε σπέρμα Αγαρηνό. | 113. Και εκεί πούναι η Αγία Σοφία, Μες στους λόφους τους επτά, Όλα τ’άψυχα κορμία Βραχοσύντριφτα, γυμνά. | 114. Σωριασμένα να τα σπρώξη Η κατάρα του Θεού, Κι απ’ εκεί να τα μαζώξη Ο αδελφός του Φεγγαριού. |
115. Κάθε πέτρα μνήμα ας γένη, Και η θρησκεία κι’ η Ελευθεριά Μ’ αργοπάτημα ας πηγαίνη Μεταξύ τους, και ας μετρά. | 116. Ένα λείψανο ανεβαίνει Τεντωτό, πιστομητό, Κι’ άλλο ξάφνου κατεβαίνει Και δεν φαίνεται και πλιό. | 117. Και χειρότερα αγριεύει Και φουσκώνει ο ποταμός Πάντα πάντα περισσεύει Πολυφλοίσβισμα και αφρός. |
118. Α! Γιατί δεν έχω τώρα Τη φωνή του Μωυσή; Μεγαλόφωνα, την ώρα Οπού εσβηούντο οι μισητοί. | 119. Τον Θεόν ευχαριστούσε Στου πελάου τη λύσσα εμπρός, Και τα λόγια ηχολογούσε Αναρίθμητος λαός. | 120. Ακλουθάει την αρμονία Η αδελφή του Ααρών, Η προφήτισσα Μαρία, Μ’ ένα τύμπανο τερπνόν. |
121. Και πηδούν όλες οι κόρες Με τις αγάλες ανοικτές, Τραγουδώντας, ανθοφόρες, Με τα τύμπανα τερπνόν. | 122. Σε γνωρίζω από την κόψη Του σπαθιού την τρομερή, Σε γνωρίζω από την όψη Που με βία μετράει τη γη. | 123. Εις αυτήν, είν’ ξανουσμένο, Δεν νικιέσαι εσύ ποτέ Όμως, όχι, δεν είν’ ξένο Και το πέλαγο για σε. |
124. Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει Κύματ’ άπειρα εις τη γη, Με τα οποία την περιζώνει, Κι’ είναι εικόνα σου λαμπρή. | 125. Με βρυχίσματα σαλεύει Που τρομάζει η ακοή Κάθε ξύλο κινδυνεύει Και λιμιώνα αναζητεί. | 126. Φαίνετ’ έπειτα η γαλήνη Και το λάμψιμο του ηλιού, Και τα χρώματα αναδίνει Του γλαυκότατου ουρανού. |
127. Δεν νικιέσαι, είν’ ξακουσμένο, Στην ξηρά εσύ ποτέ Όμως, όχι, δεν είν’ ξένο Και το πέλαγο για σε. | 128. Περνούν άπειρα τα ξάρτια, Και σαν λόγγος στριμωχτά Τα τρεχούμενα κατάρτια, Τα ολοφούσκωτα πανιά. | 129. Συ τες δύναμές σου σπρώχνεις, Και αγκαλά δεν είν’ πολλές, Πολεμώντας, αλλά διώχνεις, Aλλα παίρνεις, αλλά καις. |
130. Με επιθύμια να τηράζης Δύο μεγάλα σε θωρώ, Και θανάσιμον τινάζεις Εναντίον τους κεραυνό. | 131. Πιάνει, αυξάνει, κοκκινίζει, Και σηκώνει μια βροντή, Και το πέλαο χρωματίζει Με αιματόχροη βαφή. | 132. Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι Και δεν μνέσκει ένα κορμί Χάρου, σκιά του Πατριάρχη, Που σ’ επέταξαν εκεί. |
133. Εκρυφόσμιγαν οι φίλοι Με τς εχθρούς τους τη Λαμπρή, Και τους έτρεμαν τα χείλη Δίνοντάς τα εις το φιλί. | 134. Κειες τες δάφνες που εσκορπίστε Τώρα πλέον δεν τες πατεί, Και το χέρι οπού εφιλήστε Πλέον, α! Πλέον δεν ευλογεί. | 135. Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος Ο αρχηγός της Εκκλησιάς Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος Ωσάν νάτανε φονιάς. |
136. Έχει ολάνοικτο το στόμα Π’ ώρες πρώτα είχε γευθή Τ’ Aγιον Αίμα, τ’ Aγιον Σώμα Λες πως θε να ξαναβγή. | 137. Η κατάρα που είχε αφήσει Λίγο πριν να αδικηθή Εις οποίον δεν πολεμήση Και ημπορεί να πολεμή. | 138. Την ακούω, βροντάει, δεν παύει Εις το πέλαγο, εις τη γη, Και μουγκρίζοντας ανάβει Την αιώνιαν αστραπή. |
139. Η καρδιά συχνοσπαράζει... Πλην τι βλέπω; σοβαρά Να σωπάσω με προστάζει Με το δάκτυλο η θεά. | 140. Κοιτάει γύρω εις την Ευρώπη Τρεις φορές μ’ανησυχιά Προσηλώνεται κατόπι Στην Ελλάδα, και αρχινά: | 141. Παλληκάρια μου! Οι πολέμιοι Για σας όλοι είναι χαρά, αι το γόνα σας δεν τρέμει Στους κινδύνους εμπροστά.. |
142. Απ’ εσάς απομακραίνει Κάθε δύναμη εχθρική Αλλά ανίκητη μια μένει Που τες δάφνες σας μαδεί. | 143. Μία, που όταν ωσάν λύκοι Ξαναρχόστενε ζεστοί, Κουραμένοι από τη νίκη, Αχ! Τον νουν σας τυραννεί. | 144. Η Διχόνοια που βαστάει Ενα σκήπτρο η δολερή Καθενός χαμογελάει, Πάρ’ το, λέγοντας, και συ. |
145. Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει Έχει αλήθεια ωραία θωριά Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει Εισέ δάκρυα θλιβερά. | 146. Από στόμα οπού φθονάει, Παλληκάρια, ας μην ‘πωθή, Πως το χέρι σας κτυπάει Του αδελφού την κεφαλή. | 147. Μην ειπούν στο στοχασμό τους Τα ξένα έθνη αληθινά: Εάν μισούνται ανάμεσό τους Δεν τους πρέπει ελευθεριά. |
148. Τέτοια αφήστενε φροντίδα Όλο το αίμα οπού χυθή Για θρησκεία και για πατρίδα Όμοιαν έχει την τιμή. | 149. Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε Για πατρίδα, για θρησκειά, Σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε Σαν αδέλφια γκαρδιακά.. | 150. Πόσον λείπει, στοχασθήτε, Πόσο ακόμη να παρθή Πάντα η νίκη, αν ενωθήτε, Πάντα εσάς θ’ ακολουθή. |
|