Το ερώτημα είναι αμείλικτο και το θέτει η δυναμική των πραγμάτων, η δυναμική της ίδιας της ζωής, όσο και αν δεν είναι «πολιτικά ορθό»: τι νόημα μπορεί να έχει μια λύση διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας; Πολλές φορές προσπάθησα να κάνω «αντιπολίτευση» του εαυτού μου και να τον πείσω ότι υπάρχει ένα νόημα. Δύσκολο εγχείρημα, και παρ’ όλες τις παραχωρήσεις μου, τα αποτελέσματα υπήρξαν πάντα πενιχρά.
Του Χρήστου Αλεξάνδρου
Ιστορικού-Πολιτικού Επιστήμονα
Υποψήφιου βουλευτή με την ΕΔΕΚ στη Λεμεσό
Ιστορικού-Πολιτικού Επιστήμονα
Υποψήφιου βουλευτή με την ΕΔΕΚ στη Λεμεσό
Άλλο οι ιδέες, που εύκολα μπορεί να μετατραπούν σε φαντασιώσεις, και άλλο η σκληρή πραγματικότητα. Η πραγματικότητα είναι πάντα σκληρή για αυτό ίσως και «οι φανταστικές αλήθειες φθείρονται πολύ πιο δύσκολα» (Οδ. Ελύτης, Ο Μικρός Ναυτίλος). Το πλάσιμο στο μυαλό μιας δικοινοτικής διζωνικής Κύπρου, ειρηνικής ευημερούσας, δίκαιης όπου όλα θα βαίνουν καλώς είναι μια φανταστική αλήθεια, άσχετη με την πραγματικότητα.
Δυστυχώς όχι μόνο δεν διδαχθήκαμε από την Ζυρίχη, αντίθετα, με την απλόχερη βοήθεια των ξένων, ενοχοποιήσαμε τους εαυτούς μας για το ό,τι ακολούθησε. Αυτό δεν είναι ασυνήθιστο στις περιπτώσεις όταν ένας είναι αδύνατος και προ πάντων παρηκμασμένος. Αν η αποδοχή όμως της Ζυρίχη είχε νόημα «αρνητικό», δηλαδή έγινε αποδεκτή προκειμένου να αποφευχθεί η διχοτόμηση, ποιο πραγματικό νόημα μπορεί να έχει σήμερα η αποδοχή της διζωνική ομοσπονδίας;
Δύο δεδομένα της συζητούμενης λύσης μπορεί να αξιολογηθούν πράγματι ως θετικά. Η απομάκρυνση των τουρκικών στρατευμάτων και η επιστροφή λίγων εδαφών στην ελληνική πλευρά. Το μέγα ζητούμενο όμως είναι τι παραχωρούμε, τι υποθηκεύουμε με αυτή η την λύση; Κατά την γνώμη μου την ίδια την ύπαρξη μας.
Βέβαια μένουν ακόμα αναπάντητα τα ερωτήματα ως προς το θέμα των εποίκων σε συνδυασμό με το τι δυνατότητες θα έχουν μελλοντικά Τούρκοι πολίτες να εγκαθίστανται στην Κύπρο, η εκ περιτροπής προεδρία για την οποία μόλις πρόσφατα ο Ακκιντζί δήλωσε ότι είναι εξαιρετικά σημαντική για την τουρκική πλευρά, το περιουσιακό, η απονομή δικαιοσύνης κ.ά. Αν τα θέματα αυτά ακόμα να κλείσουν (;) και συζητούνται, γνωρίζοντας τις πάγιες τουρκικές επιδιώξεις και την πολιτική «φιλοσοφία» της ηγεσίας μας δεν έχουμε πολλά να περιμένουμε.
Ποιες είναι όμως οι μείζονες παραχωρήσεις και υποθήκες που βάζει η ελληνική πλευρά θέτοντας σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη της; Στο περιορισμένο χώρο αυτού του άρθρου θα σταθούμε σε δύο μόνο. Το πρώτο το οποίο ρισκάρουμε, με απρόβλεπτες συνέπειες, είναι η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, του μόνου προστατευτικού κελύφους του κυπριακού ελληνισμού.
Όλοι γνωρίζουν ότι αυτή καταλύεται και όσοι το αρνούνται λένε συνειδητά ψέματα. Το γεγονός ότι το νέο κράτος δεν θα ξαναχρειαστεί να υποβάλει αίτηση ένταξης στον ΟΗΕ και στην Ε.Ε. είναι φύλο συκής, και εξάλλου κάτι τέτοιο είναι αχρείαστο και κανένα δεν θα βόλευε. Αν όμως δεν θα καταλυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία όπως ισχυρίζονται, γιατί θα πρέπει τότε να αλλάξει αναγκαστικά όνομα, σημαία και έμβλημα;
Ας πείσουν τους Τούρκους, οι οποίοι δήλωσαν επανειλημμένα ότι αυτό που θα προκύψει θα είναι νέο κράτος, να μείνουν τα πιο πάνω ως έχουν, προκειμένου να αισθανθεί και η ελληνική πλευρά πιο ασφαλής και να αυξηθεί η προοπτική για αποδοχή της συμφωνίας. Δεν υπάρχει όμως καμία αμφιβολία, ούτε μία τοις χιλίοις, ότι οι Τούρκοι θα συναινέσουν σε κάτι τέτοιο.
Τι θα γίνει σε περίπτωση που το νέο οικοδόμημα θα καταρρεύσει, κάτι το οποίο θεωρώ εξαιρετικά πιθανόν. Θα μείνουμε εκτεθειμένοι, αιωρούμενοι, και χωρίς καμία κάλυψη, ενώ πιθανότατα να μας αποδοθούν και οι ευθύνες. Αυτοί που διαπραγματεύονται τις τύχες μας, αν ήταν πραγματικά ρεαλιστές (ο ρεαλιστής έχει πάντα και μια δόση εύλογης απαισιοδοξίας) και η λύση δεν τους είχε γίνει ιδεολόγημα, θα ήταν πολύ ψηλά στις προτεραιότητες τους αυτή η πιθανότητα και θα επεξεργάζονταν διάφορα σενάρια.
Για να μη βρεθούμε στη θέση που βρίσκεται εδώ και χρόνια η Βοσνία-Ερζεγοβίνη στη οποία επιβλήθηκε λύση παρόμοια με αυτήν που συζητείται για εμάς. Πλην όμως κανένας δεν την θέλει αυτή, και ενώ όλα τα μέρη επιθυμούν να πάρουν τα κρατίδια τους και να ακολουθήσει ο καθένας το δρόμο του δεν το επιτρέπουν οι ξένοι (ΝΑΤΟ και Ε.Ε.) που ουσιαστικά την διοικούν.
Το δεύτερο διακύβευμα, το οποίο θα οδηγήσει πιθανότατα στη διάλυση της συμφωνίας, θα είναι ο καθημερινός και συνεχής ανταγωνισμός, που ως εκ της φύσεως της συμφωνίας, θα προκύπτει. Ο «απέναντι» Ελληνοκύπριος ή Τουρκοκύπριος (ή έποικος) θα καταστεί εν δυνάμει ο αντίπαλος και η κάθε πλευρά θα θεωρεί ότι αδικείται από τι θέλει η άλλη.
Από την ανώτατη εξουσία μέχρι το πιο χαμηλό επίπεδο διοίκησης, η ισότιμη (ποιοτικά αλλά και σχεδόν ποσοτικά) παρουσία και κατανομή εξουσιών σε Ελληνοκυπρίους και Τουρκοκυπρίους, όπου στην λήψη αποφάσεων, εν μέρει ή εν όλω, θα πρέπει να συμφωνούν και οι Τουρκοκύπριοι, θα εμφανίσει το φαινόμενο των συνεχών διαφωνιών παραλύοντας το κράτος. Θα πρόκειται για ένα ανταγωνισμό ίσως πολύ πιο έντονο απ’ ότι με τη Ζυρίχη.
defence-point