Στις 6 Απριλίου του 1941 εκδηλώθηκε στις 5:15 το πρωί -45 λεπτά πριν από την προβλεπόμενη ώρα σύμφωνα με τη γερμανική διακοίνωση- η επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας κατά της χώρας μας, στα οχυρά της Θράκης και της Ανατολικής Μακεδονίας.
Η γερμανική διακοίνωση είχε επιδοθεί νωρίτερα στον Πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κορυζή από τον Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα,
πρίγκιπα Έρμπαχ. Ο Κορυζής είπε το δεύτερο ΟΧΙ, αυτή τη φορά στην ιταμή ναζιστική πρόκληση. Η γερμανική επίθεση κατά της Ελλάδας αποτελεί συνέχεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, που ξεκίνησε την 28η Οκτωβρίου 1940 με την ιταλική επίθεση στα ελληνοαλβανικά σύνορα.
Η γερμανική επίθεση είχε την κωδική ονομασία «Μαρίτα» και η εντολή για τη σχεδίασή της είχε δοθεί από τον Χίτλερ στις 13 Δεκεμβρίου 1940.
Ηρωική χαρακτηρίστηκε από όλους –ακόμα και από τον εχθρό- η μάχη των Ελλήνων στρατιωτών στα οχυρά, ενώ δεν είναι λίγες και οι ιστορίες ανδρείας, γενναίων στρατιωτών και αξιωματούχων που συγκινούν μέχρι και σήμερα. Μία από αυτές, είναι και η ιστορία του έφεδρου λοχία Δημήτρη Ίτσιου, ο οποίος ήταν επικεφαλής της αντίστασης στο πολυβολείο, Π8 στην Ομορφοπλαγιά του Μπέλες πάνω από το χωριό Άνω Πορρόια Σερρών.
Ο Ίτσιος, μαζί με πέντε φαντάρους, αποφάσισαν να πολεμήσουν μέχρι το τέλος, καθώς το συγκεκριμένο πολυβολείο κάλυπτε την υποχώρηση των Ελλήνων στρατιωτών και η αποστολή τους ήταν να αντέξουν όσο περισσότερο μπορούσαν, προκειμένου να κερδίσουν όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο.
Στους Γερμανούς, είχε απομείνει μόνο μία λύση για να τους αφοπλίσουν: Να πάνε οι ίδιοι και να πάρουν τα όπλα τους.
Ο Ίτσιος άντεξε, παραμένοντας στη θέση του, μέχρι να τελειώσουν τα πυρομαχικά. Περίπου 33.000 σφαίρες στοίχισαν τη ζωή σε 232 Γερμανούς, μεταξύ των οποίων και ενός συνταγματάρχη που τέθηκε επικεφαλής της επίθεσης. Ο Έμπελινγκ και οι στρατιώτες του έπεσαν νεκροί σοκάροντας τους υπόλοιπους Γερμανούς.
Ο αριθμός ήταν ασύλληπτος, ως αποτέλεσμα αντίστασης έξι ατόμων, καθώς σύμφωνα με σχετικές έρευνες, τόσους σκότωσε ολόκληρος ο στρατός της Γιουγκοσλαβίας στη διάρκεια της γερμανικής εισβολής τον Απρίλιο 1941.
Ο Ίτσιος έχει εντολή να υποχωρήσει, αφού κερδίσει τον απαιτούμενο χρόνο, ωστόσο οι Γερμανοί κατάφεραν να τον εγκλωβίσουν. Ο έφεδρος λοχίας, αντιλαμβανόμενος τη δυσκολία της κατάστασης, έδωσε την εντολή στους στρατιώτες να φύγουν και να τον αφήσουν μόνο του να συνεχίσει την αντίσταση. Οι φαντάροι υπάκουσαν εκτός από δύο άνδρες, που κατάγονταν από το διπλανό χωριό. Οι τρεις άνδρες έμειναν για να πεθάνουν αγωνιζόμενοι. Κατορθώνοντας το… ακατόρθωτο, τους νίκησε τελικά το αναπόφευκτο. Δεν τους εξόντωσαν ούτε οι βολές των Στούκας, ούτε το πυροβολικό των Γερμανών, ούτε οι επιθέσεις των επίλεκτων χερσαίων δυνάμεων της Βέρμαχτ, αλλά η εξάντληση των πυρομαχικών τους. Μην έχοντας στη διάθεσή τους άλλες σφαίρες, αναγκαστικά παραδόθηκαν. Οι Γερμανοί διστακτικά και με χίλιες προφυλάξεις τους πλησίασαν και ο επικεφαλής τους άνοιξε διάλογο με τον λοχία. Ο διάλογος έφτασε στις μέρες μας με διάφορες παραλλαγές ωστόσο το πνεύμα είναι πάντα ίδιο.
Ο Στρατηγός Σόρνερ
– Στρατηγός Σόρνερ: Που είναι ο αξιωματικός σου;
– Λοχίας Ίτσιος: Δεν υπάρχει, εγώ είμαι επικεφαλής.
– Στρατηγός Σόρνερ: Εσύ;
– Λοχίας Ίτσιος: Ναι!
– Στρατηγός Σόρνερ: Συγχαρητήρια, με την αντίσταση σου ζωντάνεψες το πνεύμα των προγόνων σου.
– Λοχίας Ίτσιος: Έκανα το καθήκον μου.
– Στρατηγός Σόρνερ: Τώρα θα πρέπει να κάνω και εγώ το δικό μου. Μου στοίχισες πάνω από διακόσιους άνδρες.
Μετά από αυτό ο Σόρνερ έδωσε εντολή παρουσίασης όπλων σε μια διμοιρία Γερμανών στρατιωτών προς τιμήν του Ίτσιου, και αμέσως μετά έδωσε διαταγή να εκτελεστεί ο Ίτσιος, κατά παράβαση της συνθήκης της Γενεύης. Άφησε ελεύθερους ωστόσο τους δύο στρατιώτες που ήταν μαζί του.
Πρόκειται για το πρώτο έγκλημα πολέμου των Γερμανών στην Ελλάδα. Οι φωτογραφίες της Βέρμαχτ επιβεβαιώνουν τις μαρτυρίες των στρατιωτών του λοχία Ίτσιου που ήταν αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του, ότι πυροβολήθηκε εξ επαφής στο κεφάλι με περίστροφο, ενώ είχε ήδη παραδοθεί.
Ο σημερινός επισκέπτης του Π.8 μπορεί μέχρι και σήμερα να εντοπίσει τον βράχο όπου ο λοχίας έπεσε και ξεψύχησε όταν πυροβολήθηκε.
Ο Ίτσιος παρασημοφορήθηκε και το στρατόπεδο πήρε το όνομα του.