ΜΟΝΗ ΛΥΣΗ Η ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΤΟΜΕΑ ΤΩΝ ΤΡΟΦΙΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ
Ζοφερά χρόνια θα περάσει η Ελλάδα ακόμα και αν οι δανειστές της δώσουν κάποια ελάφρυνση χρέους καθώς το νέο Μνημόνιο θα συνεχίσει την καταστροφή των προηγούμενων και θα εξοντώσει ολοκληρωτικά την ήδη εξαθίωμένη ελληνική οικονομία, όπως αναφέρει το αμερικανικό New Yorker.
Mόνος τρόπος επιβίωσης κατά το αμερικανικό έντυπο είναι να τραφεί η χώρα στον πρωτογενή τομέα, κάτι που φαντάζει αδύνατο από τη στιγμή που οι δανειστές και η κυβέρνηση σκέφτονται να επιβάλουν εξοντωτική φορολογία στους αγρότες, για να είναι οι Γερμανοί πάντα σίγουροι ότι η Ελλάδα δεν θα έχει ποτέ αρκετά τρόφιμα και άρα θα είναι πάντα εκβιαζόμενη, με κάποιο Grexit.
Υπολογίζεται, και αυτό είναι το καλό σενάριο, πώς η ύφεση φέτος θα είναι της τάξεως του 4%, ενώ στα σενάρια τρόμου αγγίζει το 10%, ισοπεδώνοντας μικρομεσαίες επιχειρήσεις, απογειώνοντας την ανεργία πάνω από το 30% και προκαλώντας ένα κύμα δευτερογενών επιπτώσεων το μέγεθος του οποίου είναι αδύνατο να προβλεφθεί.
Και αυτή η μείωση αφορά συνολικά το 2015 και όχι το δεύτερο εξάμηνο του έτους, όπου εκτιμάται πώς η ύφεση θα είναι διπλάσια, δηλαδή 8-20%. Σε μία τέτοια περίπτωση, δεν πρόκειται όχι να εφαρμοστούν τα μέτρα που ψήφισε η κυβέρνηση, αλλά δεν θα μείνει τίποτα όρθιο με το Grexit να θεωρείται δεδομένο. Mόνο που εδώ που έφτασαν τα πράγματα το Grexit ίσως είναι η μόνη πραγματική λύση για να σωθούν οι Έλληνες.
Τους τρόπους με τους οποίους η Ελλάδα μπορεί να ανακάμψει εντός ευρωζώνης, αλλά στηριζόμενη στα δικά της μέσα, αναλύει ο James Surowiecki στο περιοδικό «The New Yorker».
«Αν υπάρχει ένα μήνυμα που πρέπει η Ελλάδα να λάβει από την πρόσφατη αντιμετώπισή της με την ευρωζώνη, είναι ότι δεν πρόκειται ποτέ να πάρει τη βοήθεια που πραγματικά χρειάζεται» σχολιάζει ο Αμερικανός οικονομικός αναλυτής και εξηγεί τον συλλογισμό του ως εξής:
«Με την υπόθεση ότι η συμφωνία θα προχωρήσει, η Ελλάδα θα μπορέσει να ξανανοίξει τις τράπεζες πλήρως και να συγκρατήσει την οικονομία από την ολοκληρωτική καταστροφή. Ομως, με αυτή την οικονομία που έχει συρρικνωθεί κατά ένα τέταρτο μέσα σε πέντε χρόνια και τον δείκτη ανεργίας να είναι πάνω από το 25%, χρειάζεται πραγματικά τονωτικές δαπάνες και πολύ πιο χαλαρή νομισματική πολιτική.
Τίποτα από τα δύο δεν προσφέρθηκε. Ακόμα κι αν η Ελλάδα, καταφέρει να αποσπάσει μια ελάφρυνση χρέους που το ΔΝΤ προτείνει, τα επόμενα χρόνια θα είναι ζοφερά».
Ακόμα κι αν αναδιαρθρωθεί το ελληνικό χρέος, τα επόμενα χρόνια θα είναι ζοφερά
Ετσι, κατά τον Surowiecki, η Ελλάδα «έχει στην πραγματικότητα μόνο μία επιλογή: να κάνει την οικονομία πιο παραγωγική και πάνω από όλα, πιο εξαγωγική». Οπως αναφέρει στο αμερικανικό περιοδικό, ο καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Ταφτς, Γιάννης Ιωαννίδης, «το χρέος είναι εν τέλει το μικρότερο πρόβλημα. Η παραγωγικότητα και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας στις εξαγωγές είναι πολύ πιο σημαντικά».
Ομως, για να γίνουν αυτά πρέπει να ληφθούν υπόψη κάποια διαρθρωτικά θέματα:
- Πρώτον, «η Ελλάδα δεν θα γίνει ποτέ ένα φυτώριο εργοστασίων», καθώς περισσότερες από τις μισές ελληνικές βιομηχανίες δεν απασχολούν πάνω από 50 εργαζόμενους, γεγονός που περιορίζει την παραγωγικότητα και την αποτελεσματικότητα.
- Δεύτερον, «η Ελλάδα διαθέτει ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που αποθαρρύνει τις επενδύσεις, κυρίως από το εξωτερικό». Οι γραφειοκρατικές της διαδικασίες μπορεί να διαρκέσουν ακόμη και δύο φορές περισσότερο από τον μέσο όρο στην ΕΕ.
«Η κλίμακα τέτοιων προβλημάτων κάνουν την Ελλάδα να φαίνεται πως δεν έχει καμία ελπίδα, αλλά απλές μεταρρυθμίσεις θα μπορούσαν να έχουν μία μεγάλη επίδραση» σχολιάζει ο Surowiecki ο οποίος επισημαίνει ταυτόχρονα «πως εν αντιθέσει με την κυρίαρχη εικόνα της στην Ευρώπη, η Ελλάδα έχει ήδη κάνει κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση μεταξύ 2013 και 2014».
Επίσης, στο άρθρο του New Yorker τονίζεται ότι «μεταρρύθμιση δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει αυτά που την κάνουν ξεχωριστή», αλλά να εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις ήδη υπάρχουσες εξαγωγές των πολύ ξεχωριστών της προϊόντων της, όπως το ελαιόλαδο, τη φέτα και το γιαούρτι. Χαρακτηριστικό, κατά τον δημοσιογράφο του περιοδικού, είναι το παράδειγμα του λαδιού το οποίο εξάγεται χύμα στην Ιταλία, η οποία το συσκευάζει και το ξαναπωλεί, αποκομίζοντας σημαντικά κέρδη.
Μεταρρύθμιση δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει αυτά που την κάνουν ξεχωριστή
Μια έρευνα του McKinsey το 2012 ανέφερε ότι τα τρόφιμα θα μπορούσαν να προσθέσουν δισεκατομμύρια στο ΑΕΠ της Ελλάδας, αντάξια του ύψους του τουρισμού.
Επίσης, κατά τον Αμερικανό αναλυτή, η Ελλάδα πρέπει επίσης να συγκρατήσει το brain drain, αυτό το μαζικό κύμα μετανάστευσης νέων μορφωμένων ανθρώπων. Οπως σχολιάζει, η Ελλάδα, αν και παράγει έναν τεράστιο αριθμό επιστημόνων και μηχανικών, ξοδεύει ελάχιστα στην έρευνα και την ανάπτυξη, έτσι τα ταλέντα μεταναστεύουν στο εξωτερικό, την ώρα που σύμφωνα με Αμερικανούς καθηγητές πανεπιστημίων που μιλούν στο New Yorker, η χώρα αποτελεί το ιδανικό μέρος για πολλές περιβαλλοντικές έρευνες.
Ομως, «για να υλοποιήσει αυτές τις αλλαγές, η Ελλάδα θα πρέπει να ξεπεράσει άλλα προβλήματα» κι ένα βασικό είναι ότι πρέπει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στους φορείς του Δημοσίου. «Το ελληνικό κράτος έχει πολύ κακή φήμη μεταξύ των πολιτών που το βλέπουν ως ένα πιόνι ειδικών συμφερόντων». Αλλωστε, ο δημοσιογράφος προσθέτει ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης στο κράτος είναι μια ακόμη αιτία για την εκτεταμένη φοροδιαφυγή στη χώρα. Σε όλο αυτό έρχεται να προστεθεί και «η μισητή Τρόικα», «της οποίας η επιμονή με τη λιτότητα έχει μετατρέψει την απλή έννοια της μεταρρύθμισης σε ανάθεμα».
Από το άνοιγμα της οικονομίας θα επωφεληθούν οι απλοί πολίτες
Ομως, ο δημοσιογράφος του New Yorker τονίζει ότι «από το άνοιγμα της ελληνικής οικονομίας θα επωφεληθούν οι απλοί πολίτες, από τη στιγμή που οι δαιδαλώδεις μυριάδες κανόνες και νόμοι εξυπηρετούν κυρίως τους πλούσιους και τους αργόμισθους. Αλλα αυτό είναι δύσκολο να το πωλήσεις στον κόσμο όταν ανησυχεί για να διατηρήσει τα κεκτημένα του».
Ωστόσο, κατά τον Surowiecki, «όπως και να 'χει, ο Αλέξης Τσίρπας θα πρέπει να το προσπαθήσει [...] και να ξεχάσει για το τι δεν κάνει η Ευρώπη, αλλά να επικεντρωθεί στο τι πρέπει η Ελλάδα να κάνει για τον εαυτό της».