6.7.15

Γη Αιτωλική, γη του τόπου μου




Υπό  του συνεργάτου μας, κ.Δημητρίου Π. Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ Δρος Παν/μίου Αθηνών

       Πολλές φορές αντίκρισα θλιμμένα και μελαγχολικά το λυκόφως απ’ τα γεφύρια του Αιτωλικού και ακόμη περισσότερες απέπεμψα το νου μου, τον αποδέσμευσα να εμβαθύνει στη νοσταλγική αύρα αλλοτινών θυμησών και σκέψεων, πάντοτε υπό την κυριαρχία της ακόρεστης δίψας του πνεύματός μου· δίψας ασίγαστης να συμπορευθώ και να βηματίσω ξανά στα γραφικά βαθυκόκκινα από το σούρουπο σοκάκια του, ν’ αγγίξω την ανάλαφρη ανάδυση του χωροχρόνου και να ζωντανέψω τις στιγμές, τον παιδικό απόηχο από τις γειτονιές που μεγάλωσε και ανδρώθηκε ο μακαριστός πατέρας μου, Παντελεήμων Λυκούδης.

Τη νοσταλγική επιθυμία μου διαδέχθηκε η εμβριθής επιστημονική ιστορική έρευνα. Πέρα από συναισθηματικές εξάρσεις και δικαιολογημένους πνευματικούς ρομαντισμούς, με διακατείχε επίμονα η αστείρευτη προτροπή να εντρυφήσω στην ιστορική αναδρομή του τόπου μου, να ψηλαφίσω νοερά εκείνα τα πνευματικά αναστήματα και παράλληλα να υπογραμμίσω τις πολιτιστικές – τοπικιστικές συνήθειες και διατάξεις που δόμησαν και δόξασαν συνάμα την “Αιτωλική Γη”.
Αυτό και έκανα. Σύντομο απόσπασμα ιστορικής αναφοράς, από το αρχείο της προσωπικής μου επιστημονικής έρευνας για την Αιτωλική ιστορία, παραθέτω με το παρόν άρθρο. Το παραδίδω στην φιλική και αγαπητική διάκριση των συγχωριανών μου και αναμοχλεύοντας τις χρωματιστές εκφάνσεις από τις απολαμπυρίζουσες αποχρώσεις της λίμνης, αντικρίζοντας με δακρύβρεχτους οφθαλμούς το ηλιοβασίλεμα από το “γιοφύρι” της δικής του ζωής, το αφιερώνω υιικά και νοσταλγικά στη μνήμη του…
«Η γραφή «Αἰτωλικόν» επικράτησε μετά την αποκατάσταση, κατά την αναθεώρηση των τοπωνυμιών. Σήμερα λογίζεται αυθαίρετη, διότι μετέβαλε, χωρίς να την αποκαταστήσει στο ορθό, την ακόμη και σήμερα διατηρημένη στο λαό ονομασία «Ἀντελικό». Πρώτος προβαίνει στη μνεία της πολίχνης ο Ισπανοευραίος περιηγητής του 12ου αιώνα Βενιαμίν, ο “εκ Τουδέλλης”, απλώς αναφέροντας την τοπωνυμία “Νατολικό”, πιθανόν ως παράφραση του “Ανατολικού”. Ο Αναστάσιος Γόρδιος, χρονογράφος του 18ου αιώνα, στο βίο του Ευγενίου του Αιτωλού, το αναφέρει ως “Ανατολικόν”, υπαγόμενο σε γενικές γραμμές στην “Άνω Αιτωλία”.
Το 1405 κατακτήθηκε υπό του κόμητος Κεφαλληνίας Καρόλου του τόκου απ’ το όνομα του οποίου λέγεται ότι το μεγαλύτερο μέρος της Αιτωλοακαρνανίας ονομάστηκε Κάρλελι ή Κάρελη. Το 1410 παραχωρήθηκε στους Ενετούς. Έκτοτε ακολούθησε την τύχη της υπόλοιπης Αιτωλίας, από πολιτικής απόψεως, πότε υπαγόμενοι στην Ενετική διοίκηση και πότε στην τουρκική εξουσία. Είναι χαρακτηριστικό, ότι από το 1370 έως την Επανάσταση του 1821 πέρασε στην εξουσία, διαδοχικά, τον ελληνοβλάχων δεσποτών Μπούα, Σπάτα, Γρίβα, των Ενετών, των Τούρκων, του Μοροζίνη και μετά τα Ορλωφικά στον Αλή πασά.
Στη διάρκεια της επανάστασης του 1821, οι κάτοικοι του Αιτωλικού διακρίθηκαν στα διάφορα μέτωπα και κυρίως για τη συμπαράστασή τους στο πολιορκημένο Μεσολόγγι. Από τις ηρωικότερες όμως σελίδες της ιστορίας του Αιτωλικού είναι η αντίσταση του 1823 στην πολιορκία του, από τον Ομέρ Βρυώνη και από τον πασά της Σκόρδας  Μουσταή, όταν υποχρέωσε τους πολιορκητές να αποχωρήσουν. Πιο συγκεκριμένα, Βρυώνης  και Μουσταή πολιόρκησαν σκληρά την πολίχνη του Αιτωλικού, προκειμένου να τιμωρήσουν τους κατοίκους του για την αρωγή που προσέφεραν στο πολύπαθο Μεσολόγγι. Οι πολιορκητές είχαν καταλάβει την πηγή απ’ όπου υδρευόταν ολόκληρη η κωμόπολη και είχαν διακόψει κάθε επαφή των πολιορκημένων με τον υδάτινο ανεφοδιασμό. Επιπρόσθετα, συνεχείς βομβαρδισμοί έτειναν να κάμψουν την αμυντική αντίσταση των ηρωικών κατοίκων.
Τότε όμως έλαβε χώρα ένα θαυμαστό γεγονός που αποκάλυψε τη Θεϊκή συνεπικουρία και συμπαράσταση της Θείας Πρόνοιας προς του πολιορκημένους. Μια από τις εχθρικές βόμβες ενέπεσε και εξεράγη στο χώρο του ιερού ναού των Παμμεγίστων Ταξιαρχών (στο κέντρο περίπου της πολίχνης). Αμέσως δημιούργησε ρήγμα και βαθιά οπή στη γη  απ’ όπου ανέβλυσε γλυκό – πόσιμο νερό. Οι πολιορκημένοι με αναπτερωμένο το ηθικό και εδραιωμένη την χριστιανική τους πίστη, έχοντες ισχυρή συμπαράσταση από άλλους φιλέλληνες (Άγγλος Μάρτινς, Χιώτης Μιχαήλ Κοκκίνης κ.α.), καθώς και με το παράλληλο επικείμενο πυρετό, που ως επιδημία κατακερμάτισε τους Τούρκους εξαιτίας των ραγδαίων βροχοπτώσεων, ανάγκασαν τις εχθρικές ορδές σε υποχώρηση και σε ταπεινωτική και άτακτη φυγή.
Εξίσου ηρωική ήταν και η μάχη του Ντολμά (γειτονική νησίδα του Ντολμά), κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου το 1825. Η πτώση του Ντολμά και ο θάνατος του φρουράρχου του Γρηγόρη Λιακατά (1826) έκριναν και την τύχη της κωμόπολης. Το 1826 κάτοικοι του Αιτωλικού αναγκάστηκαν να το εγκαταλείψουν.
Ακολούθως, η εκστρατεία του αρχιστράτηγου Τζούρτζ προς ανάκτηση της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας (Αύγουστος 1827), στέφθηκε χωρίς επιτυχία. Ο πλοίαρχος Άστιγξ με το θρυλικό ατμοκίνητο πλοίο του “Καρτερία”, κατέλαβε στις 15/12/1827 το Βασιλάδι και εκδίωξε τους Τουρκαλβανούς τυράννους του. Στη συνέχεια προχώρησε με τη σύμπραξη άλλων πλοίων προς το Αιτωλικό για να το απελευθερώσει από τους Τούρκους του Κιουταχή. Συνάντησε ισχυρή αντίσταση και υποχώρησε. Επιχείρησε όμως νέα πολιορκία τον Απρίλιο του 1828 από τη θάλασσα και τραυματίστηκε σοβαρά. Τέλος, υπέκυψε στα τραύματά του στις 20 Μαΐου / 1 Ιουνίου 1828, λύνοντας την πολιορκία και σηματοδοτώντας την ταυτόχρονη υποχώρηση, του από την ξηρά επιτιθέμενου Αρχιστράτηγου Τζούρτζ, με την αβάσιμη δικαιολογία της έλλειψης τροφών και ύδατος.
Στις 2 Μαΐου (στις 14 σύμφωνα με άλλες πηγές) το 1829 υπεγράφη συνθήκη παραδόσεως ταυτόχρονα του Μεσολογγίου και του Αιτωλικού (με υπογραφή του Γεωργίου Νικολάου του Βορνουκιώτη). Το Αιτωλικό περιήλθε στην ελληνική κυριαρχία. Ήταν οριστικά ελεύθερο».