Η παράδοση, στις 27 Αυγούστου 1997, των τριών πρώτων Φρεγατών Κατευθυνόμενων βλημάτων (FFG) τύπου Oliver Hazard Perry του Ναυτικού των ΗΠΑ (USN) στο Τουρκικό Ναυτικό (TDK), προσέδωσε σ’ αυτό, για πρώτη φορά, την ικανότητα Αντιαεροπορικού Πολέμου (AAW):
Με το συγκεκριμένο όρο, προέλευσης USN, υπονοείται το σύνολο των ενεργειών που απαιτούνται με σκοπό την καταστροφή ή τον περιορισμό σε αποδεκτό επίπεδο της εχθρικής εναέριας και βληματικής απειλής. Ο Αντιαεροπορικός Πόλεμος ολοκληρώνει αμυντικές και επιθετικές ενέργειες κατά εχθρικών αεροσκαφών, με χρήση όπλων επιφανείας-αέρος και βλημάτων άμυνας θεάτρου, σε ένα ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο επιχειρήσεων.[1] Oι φρεγάτες τύπου Oliver Hazard Perry διαθέτουν εκτοξευτή Mk13 Mod4, με μείγμα 40 βλημάτων RGM-84 Harpoon και SM-1MR. Το βεληνεκές των τελευταίων, από τα οποία μεταφέρονται έως 34, είναι της τάξης των 46 km, με αποτέλεσμα τα πλοία να μπορούν να προσβάλουν εναέριους στόχους σε εκτεταμένη ακτίνα, προστατεύοντας με τον τρόπο αυτό συνοδευόμενες μονάδες και συνεπώς διαθέτοντας αντιαεροπορική ικανότητα που υπερβαίνει την απλή αυτοάμυνα. Σε υπηρεσία τέθηκαν συνολικά οκτώ πλοία, τα οποία το TDK όχι μόνο δεν άφησε στην τύχη τους, αλλά τα υπέβαλε σε διαδοχικά προγράμματα αναβάθμισης: Αρχικά επιμηκύνθηκε το κατάστρωμα πτήσης ελικοπτέρου κατά 2,4 m, με αποτέλεσμα να αποκτήσουν ολικό μήκος ίσο με εκείνο των φρεγατών του Flight II (135,9 m) του USN και ακολούθως εγκαταστάθηκε Ολοκληρωμένο σύστημα Ασφάλισης και Διάβασης Αεροσκάφους Πλοίου (ASIST), με σκοπό την υποδοχή ελικοπτέρου S-70B Seahawk. Ακολούθως, σε όλα εγκαταστάθηκε σύγχρονο Σύστημα Διαχείρισης Μάχης (CMS) GENESIS, το οποίο αναπτύχθηκε από κοινού από το TDK και τις εταιρίες Havelsan, Ayesaş, Milsoft, Vestel και Yaltes και, ακολούθως, στα τέσσερα πλοία που αποκτήθηκαν τελευταία, το κύριο ραντάρ επιτήρησης AN/SPS-49(V)4 αντικαταστάθηκε από σύγχρονο τρισδιάστατο SMART-S Mk2 και το σύστημα ελέγχου βολής Mk92 Mod2 αναβαθμίσθηκε σε Mod12. Επιπλέον, στο πρόστεγο των τεσσάρων αυτών πλοίων εγκαταστάθηκε Σύστημα Κατακόρυφης Εκτόξευσης(VLS) Mk41 Mod2 Baseline VII, με 32 Εξελιγμένα Βλήματα Sea Sparrow (ESSM) RIM-162B, μέγιστου βεληνεκούς της τάξης των 50 km. Επομένως, οι τέσσερις φρεγάτες κλάσης Gabya, όπως αποκαλούνται στο TDK, παρά τη σχετικά μεγάλη ηλικία τους, η οποία κυμαίνεται μεταξύ 22 και 24 ετών, διαθέτουν σύγχρονο σύστημα AAW. Αλλά και οι υπόλοιπες τέσσερις επιδεικνύουν σημαντική ικανότητα AAW, διαθέτοντας σύγχρονο CMS και μεγάλο αριθμό βλημάτων SM-1MR. Παρά τη θεαματική βελτίωση των επιδόσεων ταχύτητας και βεληνεκούς του ESSM σε σύγκριση με το προγενέστερο RIM-7M/P Sea Sparrow και παρά την οριακή υπεροχή μέγιστου βεληνεκούς έναντι του SM-1MR, το τελευταίο είναι πολύ ογκωδέστερο βλήμα, με βάρος 621 kgέναντι 280 kg και εξακολουθεί να επιδεικνύει υπέρτερες κινηματικές επιδόσεις, όπως προκύπτει από την οροφή των 24,4 km, έναντι 11 km του ESSM. Παράλληλα, με σκοπό τη μεταφορά και εκτόξευση 16 βλημάτων RIM-162B ESSM, παραγγέλθηκαν δύο ακόμη VLS Mk41 Mod2 Baseline VII, προκειμένου να εγκατασταθούν στις ισάριθμες φρεγάτες κλάσης Barbaros, καθώς και δύο σύνολα αναβάθμισης στο ίδιο επίπεδο των VLS Mk41 Mod2 Baseline IV των δύο φρεγατών κλάσης Salihreis, στις οποίες το ραντάρ SMART-S Mk2 ήδη αντικατέστησε το προγενέστερο AWS-9. Στόχος του TDK είναι να διαθέτει οκτώ φρεγάτες με πλήρη ή επαρκή ικανότητα AAW, τέσσερις φρεγάτες με εκτεταμένης ακτίνας ικανότητα αυτοάμυνας και τέσσερις φρεγάτες γενικών καθηκόντων.
Η αντίστοιχη ικανότητα AAW του ΠΝ, την οποία μάλιστα είχε αποκτήσει πρώτο, χάθηκε στις 17 Ιουνίου 2004, με τον παροπλισμό του D218 ΚΙΜΩΝ, τελευταίου από τα τέσσερα Αντιτορπιλικά Κατευθυνόμενων βλημάτων (DDG) τύπου Charles F. Adams, τα οποία παραχωρήθηκαν από το USN σε εκτέλεση της οκταετούς διάρκειας Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας (DCA), του Ιουλίου 1990. Η σχετικά σύντομη υπηρεσία των πλοίων στο ΠΝ εξηγείται από την ηλικία τους, καθ’ όσον είχαν τεθεί σε υπηρεσία με το USN μεταξύ των ετών 1962-1964, τις υψηλές απαιτήσεις συντήρησης του προωστήριου σκεύους ατμού υψηλής πίεσης και το τεράστιο πλήρωμα των 340 ανδρών. Προηγουμένως, στις 9 Οκτωβρίου 1998, το Κυβερνητικό Συμβούλιο Εξωτερικών και Άμυνας (ΚΥΣΕΑ) είχε εγκρίνει την υποβολή αίτησης διάθεσης στοιχείων κόστους και διαθεσιμότητας (LOR), για έκδοση προτεινόμενων σχεδίων σύμβασης (LOA) από τις αμερικανικές αρχές, αναφορικά με την απόκτηση των τεσσάρων DDG τύπου Kidd του USN. Ως αποτέλεσμα, την 1η Δεκεμβρίου 1998, το αμερικανικό υπουργείο Άμυνας (DoD) ανακοίνωσε την αίτηση της ελληνικής κυβέρνησης για συνδυασμένη πώληση και μίσθωση των τεσσάρων DDG, 62.000 βλημάτων των 20 mm, 4.800 βλημάτων για πυροβόλα των 5 in/54 cal, 64 ανθυποβρυχιακών ρουκετών, 320 κανίστρων αεροφύλλων Mk36 SRBOC, 32 κατευθυνόμενων βλημάτων Harpoon, 48 τορπιλών Mk46 Mod5, λοιπών πυρομαχικών, υπηρεσιών επανενεργοποίησης και εκτεταμένου εξοπλισμού υποστήριξης, έναντι του ποσού των $741 εκατ. Κύριοι ανάδοχοι της σύμβασης θα ήταν οι εταιρίες BAV, Hughes Missile Systems Company, Boeing Corporation και Alliant Techsystems.[2] Η μεταβίβαση των αντιτορπιλικών εξαρτήθηκε κυρίως από την αποδέσμευση των κατευθυνόμενων βλημάτων SM-2MR από την αμερικανική κυβέρνηση, όμως αυτή δεν πραγματοποιήθηκε ούτε κατά την επίσκεψη του Προέδρου των ΗΠΑ Bill Clinton στην Αθήνα, στις 19 Νοεμβρίου 1999, ούτε μεταγενέστερα, με συνέπεια τα πλοία να καταλήξουν στο Ναυτικό της Ταϊβάν (ROCN), ως κλάση KeeLung. Παρ’ όλα αυτά, η ανάκτηση της ικανότητας AAW απασχολούσε έντονα το ΠΝ, με αποτέλεσμα η σχετική απαίτηση να εισαχθεί στο σχεδιαζόμενο πρόγραμμα απόκτησης κορβετών και να προκύψει η επονομαζόμενη «φρεγατοκορβέτα». Επρόκειτο για κατ’ επίφαση κορβέτα, στην ουσία όμως φρεγάτα, σχεδίασης Vosper Thornycroft, εξοπλισμένη με το ραντάρ SEAPAR, μικρότερη έκδοση του Ραντάρ Ενεργού Διάταξης Φάσης (APAR) της Thales Nederland και βλήματα ESSM. Όμως, πέραν της τουλάχιστον αμφιλεγόμενης σχεδίασης, επρόκειτο για πλοίο που δεν είχε υιοθετηθεί από καμία άλλη ναυτική δύναμη, με κόστος συγκρίσιμο ή και υψηλότερο των εξειδικευμένων και ήδη διαθέσιμων φρεγατών AAW!
Κατόπιν τούτων, το σχετικό πρόγραμμα ακυρώθηκε και το 2003 το ΠΝ υπέγραψε την υπ’ αριθμ. 010Β/03 σύμβαση, με αντικείμενο τον Εκσυγχρονισμό Μέσης Ζωής (ΕΜΖ) έξι φρεγατών κλάσης ΕΛΛΗ, ύψους 381.578.580 ευρώ, με κύριο ανάδοχο την εταιρία «ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΑΥΠΗΓΕΙΑ Α.Ε.» και κύριο υποκατασκευαστή την εταιρία Thales Nederland. Τα έξι πλοία είναι οι φρεγάτες F450 ΕΛΛΗ, F451 ΛΗΜΝΟΣ, F459 ΑΔΡΙΑΣ, F460 ΑΙΓΑΙΟΝ, F461 ΝΑΥΑΡΙΝΟΝ και F462 ΚΟΥΝΤΟΥΡΙΩΤΗΣ. Στο πλαίσιο του προγράμματος εγκαταστάθηκαν CMS τύπου TACTICOS, τερματικό ζεύξης δεδομένων Link 11 τύπου MDM 2002, ηλεκτροπτικό σύστημα ελέγχου βολής και επιτήρησης MIRADOR, ραντάρ έρευνας επιφανείας Χαμηλής Πιθανότητας Υποκλοπής (LPI) SCOUT Mk2, σύστημα Μέτρων Ηλεκτρονικής Υποστήριξης (ESM) CS-3701, εξοπλισμός Αυτόματης Εξαπόλυσης Αναλωσίμων (ALEX) και δύο μονάδες Mk137 των έξι φυσιγγίων 130 mmστα τέσσερα τελευταία πλοία, ενώ εκσυγχρονίσθηκαν το κύριο ραντάρ επιτήρησης LW 08 και τα ραντάρ ελέγχου βολής WM 25 και STIR 180, καθώς και τα συστήματα επικοινωνίας. Εντούτοις, λόγω της μη εγκατάστασης του βλήματος RIM-162D ESSM στον οκταπλό περιστροφικό εκτοξευτή Mk29 Mod1, η αντιαεροπορική ικανότητα των πλοίων εξακολουθεί να περιορίζεται σε Άμυνα Σημείου (Point Defence). Αξιολογώντας το πρόγραμμα από τεχνικοοικονομική άποψη, παρατηρείται ότι ήταν προσιτού κόστους (63,6 εκατ. ευρώ ανά πλοίο), όμως συνέβαλε έμμεσα μόνο στην ενίσχυση της συνολικής ισχύος των φρεγατών, επειδή δεν έθιξε τα εγκατεστημένα οπλικά συστήματά τους. Ως αποτέλεσμα, η μαχητική ικανότητα των πλοίων υπολείπεται εκείνης ενδεικτικά των φρεγατών τύπου M του Βασιλικού Ολλανδικού Ναυτικού (KM), οι οποίες κατά το χρόνο εκείνο ήταν διαθέσιμες προς μεταβίβαση.[3]
Την 1η Ιουλίου 2004 εκδόθηκε η Μελέτη Καθορισμού Προγράμματος (ΜΚΠ) για την πρόσκτηση φρεγατών AAW, στην οποία περιλαμβάνονταν οι απαράβατοι όροι επιδόσεων, ηλεκτρονικού εξοπλισμού και οπλικών συστημάτων, τους οποίους έπρεπε να πληροί ο προς απόκτηση τύπος πλοίων. Περίπου τέσσερα έτη αργότερα, στις 8 Απριλίου 2008, εισήχθη στο Ανώτατο Ναυτικό Συμβούλιο η Μελέτη Γενικών Επιχειρησιακών Απαιτήσεων (ΜΓΕΑ), στην οποία οι προδιαγραφές της ΜΚΠ τροποποιούνταν φωτογραφικά, προκειμένου να καλύπτονται οι επιδόσεις και τα εγκατεστημένα ηλεκτρονικά και οπλικά συστήματα, γαλλικής κυρίως προέλευσης, της Ευρωπαϊκής Φρεγάτας Πολλαπλών Αποστολών (FREMM), η έναρξη διαδικασιών για την απόκτηση της οποίας πραγματοποιήθηκε, με απόφαση του ΚΥΣΕΑ, εντελώς συμπτωματικά, λίγο αργότερα, τον Ιανουάριο του 2009, χωρίς να προηγηθεί η εξέταση των αντίστοιχων χαρακτηριστικών των εξειδικευμένων και… ακόμη διαθέσιμων, φρεγατών AAW. Σε τιμές 2010, το κόστος κάθε φρεγάτας FREMM γαλλικής διαμόρφωσης ανερχόταν σε 710,7 εκατ. ευρώ, συνεπώς το τίμημα για τη σχεδιαζόμενη απόκτηση έξι φρεγατών θα υπερέβαινε το αστρονομικό ποσό των 4 δισ. ευρώ![4] Η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης είχε ως αυτονόητη συνέπεια τη ματαίωση του προγράμματος, το οποίο όμως νεκραναστήθηκε το Φεβρουάριο του 2013, με τη μορφή της πρότασης εκμίσθωσης δύο πλοίων του Γαλλικού Ναυτικού (MN),[5] έναντι του εξωπραγματικού ετήσιου μισθώματος των 100 εκατ. ευρώ,[6] η οποία διατυπώθηκε από τη γαλλική πλευρά, παρά τις συντονισμένες προσπάθειες να μεταμφιεσθεί σε ελληνικό αίτημα. Και πάλι, εντελώς συμπτωματικά, η εν λόγω πρόταση προέκυψε όταν άρχισε να διακινείται η υπόθεση της παραχώρησης στο ΠΝ δύο Καταδρομικών Κατευθυνόμενων βλημάτων (CG) τύπου Ticonderoga του USN. Το ενδεχόμενο αυτό προκάλεσε πανικό στους υποστηρικτές της με κάθε τρόπο απόκτησης των φρεγατών FREMM, με αποτέλεσμα την εμφάνιση σχεδόν πανομοιότυπων δημοσιευμάτων στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, τα οποία, καλόπιστα υποτίθεται, προειδοποιούσαν το ΠΝ για το υψηλότατο κόστος λειτουργίας των… «αντιτορπιλικών-σαράβαλων», τεχνολογίας Aegis, σε σύγκριση με τις «φρεγάτες νέας γενιάς». Ταυτόχρονα, άλλα μέσα ενημέρωσης διαβεβαίωναν ότι το όλο ζήτημα δεν αποτελούσε παρά «διαδικτυακή συζήτηση» και «τρελή ιδέα για την άμυνα». Πλέον, έχει γίνει γνωστό ότι η «τρελή ιδέα» συζητήθηκε κατά την επίσημη επίσκεψη του τότε Α/ΓΕΝ Κοσμά Χρηστίδη στις ΗΠΑ, τον Ιανουάριο του 2013.[7] Τελικά, η συστηματική προσπάθεια αποτροπής κάθε συζήτησης για τα καταδρομικά τύπου Ticonderoga τελεσφόρησε, σε συνδυασμό με την αποστρατεία του Α/ΓΕΝ το Μάρτιο του 2013, όμως το ετήσιο μίσθωμα των 100 εκατ. ευρώ για δύο φρεγάτες FREMM παρέμεινε! Το ποσό αυτό, σε ορίζοντα τετραετίας, ισούται με το προβλεπόμενο για τον ΕΜΖ των τεσσάρων φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ του ΠΝ, όπως αυτός εντάχθηκε στη 19η θέση του πίνακα 31 προγραμμάτων του Μακροπρόθεσμου Προγράμματος Προμηθειών Αμυντικού Υλικού 2011-2025, το οποίο έχει εγκριθεί από την αρμόδια Επιτροπή της Βουλής και το ΚΥΣΕΑ.[8] Eίναι προφανές ότι το εν λόγω πρόγραμμα είναι κατά πολύ κρισιμότερο της μίσθωσης δύο φρεγατών FREMM, επειδή, σε διαφορετική περίπτωση, ελλοχεύει ο κίνδυνος να απομείνει το ΠΝ με μόλις δύο σύγχρονα πλοία. Δεδομένου ότι οι φρεγάτες κλάσης ΥΔΡΑ εντάχθηκαν στο ΠΝ μεταξύ Οκτωβρίου 1992 και Δεκεμβρίου 1998 και επομένως στα τέλη του 2014 συμπληρώνουν από 16 έως 22 έτη υπηρεσίας, η καθυστέρηση στη λήψη της σχετικής απόφασης θα έχει ως αποτέλεσμα τον οικονομικά ασύμφορο εκσυγχρονισμό… τέλους και όχι μέσης ζωής, καθ’ όσον πρέπει να προηγηθούν η υποβολή προσφορών, η επιλογή αναδόχου και υπεργολάβων, η εκτέλεση δοκιμών του υποδείγματος εφαρμογής και τελικά η εφαρμογή του προγράμματος, διαδοχικά σε κάθε πλοίο. Επομένως το πρόγραμμα αναβάθμισης των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ πρέπει πλέον να αποκτήσει επείγοντα χαρακτήρα.
Ο συνήθως προτεινόμενος ΕΜΖ των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ περιλαμβάνει αντικατάσταση του CMS STACOS Mod2 με το TACTICOS, του ραντάρ DA 08 με το SMART-S Mk2, αναβάθμιση του ραντάρ ένδειξης στόχων MW 08 και των ραντάρ ελέγχου βολής STIR 180, του πυροβόλου Mk45 Mod2A σε Mk45 Mod4 με κάνη 62 αντί 54 διαμετρημάτων, των Εγγύς Οπλικών Συστημάτων (CIWS) Mk15 PhalanxBlock 1 Baseline I σε Phalanx Διαμόρφωσης Επιφανείας (PSuM) Block 1B, εγκατάσταση ηλεκτροπτικού συστήματος ελέγχου βολής και επιτήρησης MIRADOR, πυροβόλων μικρού-μεσαίου διαμετρήματος (25-30 mm), ολοκληρωμένου συστήματος ηλεκτρονικού πολέμου με δυνατότητες ESM, ELINT, ECM, COMINT/DF, δέκτη προειδοποίησης ακτινοβολίας laser, αυτοματοποιημένου συστήματος εξαπόλυσης αναλώσιμων αντιμέτρων και προηγμένων συστημάτων επικοινωνιών. Η σύνθεση του εν λόγω ΕΜΖ επιφυλάσσει χαμηλό τεχνολογικό κίνδυνο, επειδή τα προτεινόμενα συστήματα είτε βρίσκονται ήδη σε υπηρεσία με το ΠΝ, είτε αποτελούν την εξέλιξή τους. Το συνολικό κόστος στην περίπτωση αυτή δεν αναμένεται να υπερβεί το ποσό των 50 εκατ. ανά πλοίο, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται το απαιτούμενο για επιθεώρηση, συντήρηση και επιλεκτική επισκευή του προωστήριου σκεύους και του μηχανολογικού εξοπλισμού και για αναβάθμιση του Ναυτικού Συστήματος Αυτοματισμού (NAUTOS). Η εκδοχή αυτή φαίνεται πραγματοποιήσιμη, επειδή ο ΕΜΖ είχε εγγραφεί στην πέμπτη θέση του ΕΜΠΑΕ 2011-2016, έναντι κόστους 200 εκατ., στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνονταν η δαπάνη για απόκτηση νέων οπλικών συστημάτων, η οποία καλυπτόταν από ανεξάρτητα προγράμματα. Βεβαίως, το ΕΜΠΑΕ 2011-2016 ουσιαστικά δεν εφαρμόσθηκε ποτέ, ενώ η πρόβλεψη του σχετικά χαμηλού ποσού εξηγείται από το γεγονός ότι κατά την ίδια περίοδο αναμενόταν η σύναψη και εκτέλεση της σύμβασης για την απόκτηση έξι φρεγατών FREMM, με συνέπεια ο σχεδιασμός να προβλέπει ότι οι αναβαθμισμένες φρεγάτες MEKO και S δε θα αποτελούν πλέον τις μονάδες αιχμής του ΠΝ. Στο σημείο αυτό παρατηρείται ότι, υπό αυτή την εκδοχή, το ποσό που προβλέπεται για τον ΕΜΖ κάθε φρεγάτας κλάσης ΥΔΡΑ είναι χαμηλότερο από εκείνο που δαπανήθηκε για κάθε φρεγάτα κλάσης ΕΛΛΗ, παρά τη διαφορά τιμών μεταξύ των ετών 2003 και 2014. Αυτό μάλιστα παρά το γεγονός ότι, όταν συνάφθηκε η υπ’ αριθμ. 010Β/03 σύμβαση, οι φρεγάτες κλάσης ΕΛΛΗ συμπλήρωναν από 21 έως 25 έτη υπηρεσίας. Είναι τουλάχιστον παράδοξο να αφιερώνεται μεγαλύτερο ποσό για τον εκσυγχρονισμό πλοίων μεγαλύτερης ηλικίας και όχι νεότερων πλοίων, τα οποία μάλιστα ναυπηγήθηκαν κατά παραγγελία για το ΠΝ και αποτέλεσαν το απόσταγμα της τεχνογνωσίας και της εμπειρίας που είχαν αποκτήσει τα στελέχη του με τις φρεγάτες S, με αποτέλεσμα να αποφευχθούν τα αλλεπάλληλα σφάλματα που διέπραξε το TDK με τον ίδιο τύπο πλοίων και να προκύψει η καλύτερη διαμόρφωση πλοίου MEKO διεθνώς, ειδικά κατά το χρόνο επιλογής της.[9]
Πέραν όμως των δυσανάλογων οικονομικών μεγεθών, ο συγκεκριμένος ΕΜΖ επιτυγχάνει αναβάθμιση επιδόσεων στους τομείς επιτήρησης και διαχείρισης στόχων, ηλεκτρονικού πολέμου και αυτοάμυνας, όμως, όπως και στην περίπτωση του EMZ των φρεγατών S, η συνολική μαχητική ισχύς των φρεγατών MEKO δεν αναβαθμίζεται. Το βλήμα RIM-162C ESSM έχει ήδη εγκατασταθεί στο VLS Mk48 Mod2 των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ, όμως η διατήρηση ανέπαφων των δύο πομπών Συνεχούς Κύματος (CW) X-δέσμης Raytheon Mk73 Mod1 και των ραντάρ STIR 180 συνεπάγεται τη διατήρηση του περιορισμού ταυτόχρονης κατεύθυνσης μόλις δύο βλημάτων ESSM εναντίον ισάριθμων εναέριων στόχων, ενώ δύο ακόμη Βλήματα Εναντίον Πλοίων (ASM) μπορούν να αναχαιτισθούν από τα ισάριθμα Phalanx. Η αντίστοιχη ικανότητα των φρεγατών κλάσης ΕΛΛΗ είναι μειωμένη κατά ένα ASM, εκτός από τις φρεγάτες F450 ΕΛΛΗ και F451 ΛΗΜΝΟΣ, στις οποίες έχουν εγκατασταθεί δύο συστήματα Phalanx, ενώ η ταυτόχρονη αναχαίτιση πρόσθετων ASM επαφίεται πλέον στα αναλώσιμα ή τα ενεργά Ηλεκτρονικά Αντίμετρα (ECM) των πλοίων.Στον ίδιο περιορισμό υπόκεινται οι φρεγάτες των τύπων Oliver Hazard Perry και MEKO 200TN του TDK. Συνεπώς, ο προτεινόμενος ΕΜΖ θα αφήσει αναξιοποίητο το κορυφαίο πλεονέκτημα του ESSM: την ικανότητα Καθοδήγησης Διεύθυνσης (Command Guidance) του βλήματος εναντίον πολλαπλών στόχων, η οποία επιτυγχάνεται με τη διαβίβαση εντολών κατεύθυνσης μέσω ζεύξης δεδομένων και την Καταύγαση Διακοπτόμενου Συνεχούς Κύματος (ICWI), στο ενδιάμεσο και το τερματικό στάδιο πτήσης, αντίστοιχα. Δεδομένου ότι σταδιακά η συμμετοχή μη εκσυγχρονισμένων φρεγατών τύπου S σε επιχειρήσεις υψηλής έντασης θα πάψει να υπολογίζεται, το αθροιστικό αποτέλεσμα των δύο ΕΜΖ θα είναι να προκύψουν 10 εκσυγχρονισμένες φρεγάτες γενικών καθηκόντων, με ικανότητα αυτοάμυνας, εκτεταμένης ή όχι ακτίνας, εναντίον εναέριων απειλών και χωρίς πραγματική ικανότητα AAW. Εντούτοις, οι διαδοχικές και ενίοτε απεγνωσμένες απόπειρες του ΠΝ να αποκτήσει πλοία με αντιαεροπορική ικανότητα που υπερβαίνει την απλή αυτοάμυνα, εδράζονται στη βάσιμη παραδοχή ότι, σε περίπτωση σύρραξης, οι κύριες μονάδες στόλου που θα επιχειρούν στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο θα εκτεθούν σε εναέρια απειλή ανεπανάληπτης έντασης και συχνότητας. Ειδικά για τις μονάδες του ΠΝ, η έννοια της τελευταίας δεν περιλαμβάνει μόνο τα βλήματα SOM, AGM-84H/K SLAM-ER, AGM-88 HARM και AGM-65G Maverick της Τουρκικής Αεροπορίας (THK), αλλά, κυρίως, τα βλήματα RGM-84 Harpoon, UGM-84 Sub-Harpoon, MM38 Exocet, Penguin Mk2 και Mk2 Mod7 των φρεγατών, κορβετών, Ταχέων Περιπολικών Κατευθυνόμενων (ΤΠΚ) βλημάτων, υποβρυχίων και ελικοπτέρων του TDK. Ενδεικτικά, το διαδεδομένο Σύστημα Ελέγχου Εκτόξευσης Harpoon-Διοίκησης Πλοίου (HSCLCS) AN/SWG-1, επιτρέπει, μεταξύ άλλων, επιλογή σημείων διαδρομής και κατατομής πτήσης του βλήματος, συγχρονισμό άφιξης περισσότερων βλημάτων από το πλοίο εκτόξευσης ή άλλα πλοία του σχηματισμού, ρύθμιση της διεύθυνσης και του ύψους τερματικής επίθεσης, απόκρυψη του σημείου εκτόξευσης, αποφυγή ξηράς ή πλοίων και προσαρμογή του υποδείγματος έρευνας του ενεργού ερευνητή AN/DSQ-28. Επομένως, μπορεί να αναμένεται με υψηλό βαθμό πιθανολόγησης ότι οι φρεγάτες του ΠΝ θα δεχθούν συγχρονισμένες επιθέσεις μεγάλου αριθμού ASM, ιδίως Harpoon, από τα οποία περίπου 200 είναι εγκατεστημένα σε πλοία του TDK. Δεδομένου του μικρότερου μεγέθους του στόλου φρεγατών του ΠΝ σε σύγκριση με το TDK, η αυξημένη αντιαεροπορική ικανότητα των πλοίων αποτελεί όρο επιβίωσής τους σε περίπτωση ενδεχόμενης αντιπαράθεσης και συνεπώς συνθήκη εξασφάλισης ανοικτών των Θαλάσσιων Γραμμών Επικοινωνίας (SLOC) με το Ανατολικό Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Συνεπώς, τυχόν ΕΜΖ με τη συγκεκριμένη ή συγκρίσιμη σύνθεση, δε φαίνεται ιδανικός για την επίτευξη αυτών των σκοπών και την ανάκτηση του προβαδίσματος που το ΠΝ απώλεσε το 2004.
Για τους λόγους αυτούς είναι σκόπιμη η εξέταση της Φάσης 2B του Προγράμματος SEA 1448 του Βασιλικού Αυστραλιανού Ναυτικού (RAN), προσαρμοσμένης στις αναμενόμενες απαιτήσεις του προγράμματος ΕΜΖ των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ του ΠΝ. Κύριος σκοπός του εν λόγω προγράμματος είναι η ενίσχυση της Άμυνας Κατά Βλημάτων εναντίον Πλοίων (ASMD) οκτώ φρεγατών τύπου MEKO 200 ANZAC, ώστε να αντιμετωπίζουν την απειλή των σύγχρονων και μελλοντικών ASM, κύρια χαρακτηριστικά των οποίων είναι η πτήση ελάχιστα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας (sea-skimming), η υπερηχητική ταχύτητα, η περιορισμένη ραδιοδιατομή, οι ακραίοι τερματικοί ελιγμοί και οι εξελιγμένοι ερευνητές με ικανότητα αγνόησης αντιμέτρων. Το πρόγραμμα εκτελείται σε τρεις διαδοχικές φάσεις, τα συστατικά των οποίων όμως θα εξετασθούν ταυτόχρονα, καθώς το χρονοδιάγραμμα του ελληνικού ΕΜΖ θα είναι διαφορετικό. Ανάδοχος του προγράμματος είναι η αυστραλιανή εταιρία CEA Technologies και υποκατασκευαστές οι εταιρίες BAE Systems, Saab Systems και ο Οργανισμός Αμυντικού Υλικού (DMO) της Αυστραλίας, οι οποίες αποτελούν τα μέλη της κοινοπραξίας που αποκαλείται Συμμαχία ANZAC. Μάλιστα το 2011 εκπρόσωποι των εταιριών CAE Technologies, Saab Systems και του RAN πραγματοποίησαν σχετική προκαταρκτική παρουσίαση στο ΓΕΝ. Κύριο συστατικό του προγράμματος είναι η εγκατάσταση των ραντάρ CEAFAR και CEAMOUNT, που συλλογικά αποκαλούνται Ραντάρ Διάταξης Φάσης (PAR). Το πρώτο είναι ραντάρ ενεργού διάταξης ηλεκτρονικής σάρωσης, το οποίο εκπέμπει στην S-δέσμη (2-4 GHz). Το σύστημα περιλαμβάνει έξι διατάξεις, κάθε μία από τις οποίες συγκροτείται από τρία δομικά στοιχεία που η εταιρία αποκαλεί Απάρτια Διαμόρφωσης (Configuration Items):[10]
1) Κεραία αποτελούμενη από 16 τετράγωνα πλακίδια,καθένα από τα οποία έχει μήκος πλευράς 300 mm και περιλαμβάνει 64 στοιχεία εκπομπής-λήψης στηριζόμενα σε ημιαγωγούς αρσενίδιου του γαλλίου (GaAs),
2) Ισάριθμες με τα πλακίδια ψηφιακές διατάξεις που επιτρέπουν δυναμικό έλεγχο της κυματομορφής και επεξεργασία σήματος και
3) Δομή στήριξης των προηγούμενων απαρτίων, η οποία παράλληλα περιέχει τους αγωγούς ψύξης.
Η αυξομείωση του αριθμού των πλακιδίων επιτρέπει προσαρμογή του μεγέθους της κεραίας στο εκτόπισμα του πλοίου-φορέα. Η επεξεργασία σήματος στο επίπεδο της κεραίας είναι εξαιρετικά σημαντική, καθώς επιτρέπει ταυτόχρονα την κατά βούληση επιλογή κυματομορφής, χρόνου σάρωσης, κύκλου καθήκοντος εκπομπής, συχνότητας από παλμό σε παλμό και χρόνου παραμονής της δέσμης, ανάλογα με την εκάστοτε διαμόρφωση λειτουργίας, τον τύπο απειλής και τις επικρατούσες επιχειρησιακές συνθήκες. Οι έξι κεραίες μπορούν να λειτουργούν είτε ανεξάρτητα, είτε ως ολοκληρωμένο σύνολο, ώστε να ιχνηλατούνται οι ίδιοι στόχοι διαδοχικά από διαφορετικές κεραίες. Η στιγμιαία μετατόπιση των πολλαπλών δεσμών συνεπάγεται χαώδη υπεροχή του CEAFAR σε σύγκριση με ραντάρ περιστρεφόμενης κεραίας και επιτρέπει την ταυτόχρονη διεξαγωγή έρευνας όγκου, ορίζοντα και επιφανείας, ιχνηλάτηση στόχων με ακρίβεια καθοδήγησης οπλικών συστημάτων,αγνόηση παρεμβολών και αποτελεσματική καταστολή ανεπιθύμητων επιστροφών, ιδίως σε παράκτιο περιβάλλον. Παράλληλα, η υψηλή ανάλυση διευκολύνει τη διαδικασία αξιολόγησης απειλών και ανάθεσης όπλων από το CMS. Η τερματική καταύγαση των ESSM πραγματοποιείται από το ραντάρ CEAMOUNT, το οποίο παράλληλα παρέχει εντολές κατεύθυνσης προς τα βλήματα, επιτελώντας με τον τρόπο αυτό τη λειτουργία ζεύξης δεδομένων. Πρόκειται για ραντάρ ενεργού διάταξης ηλεκτρονικής σάρωσης, το οποίο εκπέμπει στην X-δέσμη (8-12 GHz) και συγκροτείται από τέσσερις διατάξεις, κάθε μία από τις οποίες αποτελείται από τέσσερα πλακίδια με μήκος πλευράς 200 mm και 256 στοιχεία εκπομπής-λήψης. Ο συνδυασμός των δύο συστημάτων επιτρέπει την ταυτόχρονη κατεύθυνση μεγάλου αριθμού ESSM, ο οποίος δε δημοσιεύεται, αλλά πιστεύεται ότι προσεγγίζει ή και υπερβαίνει τους 10, επίδοση την οποία υπερβαίνουν μόνο εξειδικευμένα συστήματα AAW πολλαπλάσιου βάρους και κόστους, τα οποία πάντως δεν προορίζονται για εγκατάσταση σε φρεγάτες γενικών καθηκόντων με εκτόπισμα 3.350 t! Έχει αποκαλυφθεί πάντως ότι το σύστημα επιτυγχάνει με βεβαιότητα την ταυτόχρονη ιχνηλάτηση με δυνατότητα βολής κατά οκτώ στόχων, με το Διευθυντή Προγράμματος ASMD του DMO Πλοίαρχο Robert Elliott να δηλώνει ότι οι οκτώ δίαυλοι «σίγουρα υπολείπονται» του αριθμού που το πρόγραμμα απαιτείται να επιδείξει![11] Επίσης, κατά τη διάρκεια δοκιμών, βλήματα ESSM αναχαίτισαν δύο υπερηχητικούς στόχους GQM-163 Coyote, με ταχύτητα Mach 2,5.[12]
Ο υπόλοιπος εξοπλισμός, ο οποίος αποκαλείται Συγκρότημα Κεντρικού Εξοπλισμού (CEG), εγκαθίσταται σε ειδικά σχεδιασμένους θύλακες με πλήρη περιβαλλοντική και αντικραδασμική προστασία, σχεδιασμένους με κριτήριο την ευχερή εγκατάσταση και συντήρηση. Το συνολικό σύστημα δεν περιλαμβάνει κινούμενα μέρη, με αποτέλεσμα να μην απαιτεί συντήρηση εν πλω. Οι κεραίες των ραντάρ CEAFAR και CEAMOUNT εγκαθίστανται σε θόλο που βρίσκεται στην κορυφή του μεσαίου, υπερυψωμένου και διογκωμένου για το λόγο αυτό ιστού από αλουμίνιο,[13] θέση που επεκτείνει τον ορίζοντά τους.[14] Στο Πρόγραμμα SEA 1448 Φάσης 2Β, την κορυφή του νέου ιστού καταλαμβάνει το κύριο ραντάρ επιτήρησης AN/SPS-49(V)8, ενώ στις φρεγάτες κλάσης ΥΔΡΑ,στη θέση αυτή μπορεί να εγκατασταθεί το ραντάρ DA 08. Μάλιστα, η κεραία του τελευταίου έχει κατά προσέγγιση το μισό βάρος σε σύγκριση με εκείνη του AN/SPS-49(V)8. Πάντως, οι απαιτούμενες παρεμβάσεις στις φρεγάτες του RAN είναι εκτεταμένες και θίγουν 280 από τα 336 διαμερίσματα του πλοίου.[15] Επίσης, απαιτήθηκε η τοποθέτηση 100 t έρματος και το κλείσιμο του επίστεγου, προκειμένου να αποτραπεί η εκδήλωση προβλημάτων ευστάθειας, γεγονός που επιτεύχθηκε, όπως προέκυψε μετά από δοκιμές σε Κατάσταση Θάλασσας 7. Μάλιστα, το βάρος εξοπλισμού καταστρώματος των φρεγατών τύπου MEKO 200 ANZAC μπορεί να αυξηθεί κατά 25% ακόμη. Σχετικά με τα υπόλοιπα συστήματα του πλοίου, το RAN αναβάθμισε το CMS Saab 9LV 453 Mk3 στο επίπεδο Mk3E, με νέες κονσόλες στις οποίες έχει εγκατασταθεί λειτουργικό σύστημα Windows και οθόνες 30 και 42 in και εγκατέστησε IRST Sagem Vampir NG και δύο ραντάρ ναυτιλίας Kelvin Hughes Sharpeye, αλλά το ΠΝ μπορεί να αντικαταστήσει τις επιλογές αυτές με CMS TACTICOS, ηλεκτροπτικό σύστημα Mirador και ραντάρ LPI SCOUT Mk2της Thales για λόγους ομοιοτυπίας. Επίσης, το πρόγραμμα ASMD άφησε άθικτο τον κατευθυντήρα Ceros 200, προκειμένου να επιτυγχάνεται αυξημένη ακρίβεια των βολών του πυροβόλου Mk54 Mod2A και το ίδιο μπορεί να συμβεί με το πρόσθιο STIR 180 των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του RAN, οι επιδόσεις του συνδυασμού PAR και ESSM καθιστούν περιττή την εγκατάσταση CIWS, όμως στα πλοία του ΠΝ είναι σκόπιμη η διατήρηση του πρυμναίου Phalanx, η λειτουργία του οποίου είναι ανεξάρτητη από τα υπόλοιπα ραντάρ του πλοίου. Οι εκτοξευτές Mk141 βλημάτων Harpoon εγκαθίστανται στο κατάστρωμα 01, για λόγους αύξησης της ευστάθειας, ενώ τα μη χρησιμοποιούμενα συστήματα MW 08, STIR 180 και Phalanx αφαιρούνται και μπορούν να αξιοποιηθούν σε άλλα πλοία.
Το κόστος για την υποβολή επτά φρεγατών τύπου MEKO 200 ANZAC του RAN στο πρόγραμμα ASMD ανέρχεται σε A$675,9 εκατ.[16][17] Το ποσό αυτό δεν συμπεριλαμβάνει το κόστος της Φάσης 2A του προγράμματος, ύψους A$386,5 εκατ., το οποίο αφορούσε την έρευνα, ανάπτυξη, σχεδίαση και δοκιμή του,την εφαρμογή του στη φρεγάτα HMAS PERTH (157), καθώς και την εγκατάσταση του συστήματος Vampir NG και στα οκτώ πλοία του τύπου .Επομένως, το κόστος Μη-Επαναλαμβανόμενης Μηχανικής (Non-Recurring Engineering) του προγράμματος, για τον ίδιο μάλιστα τύπο πλοίου, έχει ήδηκαλυφθεί από το RAN, με την εξαίρεση της πιστοποίησης των ραντάρ CEAFAR και CEAMOUNT στο CMS TACTICOS, εγχείρημα που δε φαίνεται δυσχερές, λόγω της ανοικτής αρχιτεκτονικής του τελευταίου. Σε διαφορετική περίπτωση, είναι εφικτή η επιλογή αυτούσιων των συστατικών του Αυστραλιανού προγράμματος, το αποτέλεσμα του οποίου είναι άκρως ικανοποιητικό για τον τελικό χρήστη του. Επίσης, για λόγους συμπίεσης του κόστους, είναι σκόπιμη η διατήρηση του VLS Mk48 Mod2, ώστε να αξιοποιηθεί η σχετική δαπάνη του ΠΝ για την εγκατάσταση του ESSM. Όμως απαιτείται η προμήθεια κανίστρων βολής DP-48, προκειμένου να επιτευχθεί ο διπλασιασμός του αριθμού ESSM ανά πλοίο. Αντιθέτως, δεν προτείνεται η αναβάθμιση του πυροβόλου Mk45 Mod2A σε Mod4, λόγω του υψηλότατου κόστους της, της τάξης των $6,5-9 εκατ. ανά πλοίο.[18][19] Tο ίδιο ισχύει για την αναβάθμιση του Phalanx σε PSuM Block 1B, του οποίου ο ρόλος καλύπτεται επαρκώς από το συνδυασμό ESSM / Phalanx, με αποτέλεσμα την εξοικονόμηση $3,5 εκατ. ανά μονάδα.[20] Οι επιλογές αυτές θα μειώσουν το κόστος του προγράμματος ΕΜΖ κατά περίπου $60 εκατ.
Εν κατακλείδι, πρέπει να τονιστούν τα εξής: Οι φρεγάτες κλάσης ΥΔΡΑ εξακολουθούν να αποτελούν εξαιρετική πρώτη ύλη για την εφαρμογή προγράμματος ΕΜΖ. Τα πλοία είναι εξαιρετικά στιβαρά, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι φρεγάτες κλάσης Gabya του TDK, οι οποίες, όπως όλες οι φρεγάτες τύπου Oliver Hazard Perry, αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρηγμάτωσης κόπωσης στην υπερκατασκευή από αλουμίνιο.[21] Η αναβάθμιση της μαχητικής ικανότητάς τους θα εξασφαλίσει τουλάχιστον 20 έτη επιχειρησιακής ζωής, κατά τη διάρκεια της οποίας θα συγκρίνονται ευνοϊκά με οποιοδήποτε υφιστάμενο πλοίο του TDK. Με τον τρόπο αυτό, το πρόγραμμα ναυπήγησης νέων κύριων μονάδων μπορεί να αναμείνει τη βελτίωση της δημοσιονομικής συγκυρίας και να διεξαχθεί πλέον με διαφανείς και αξιοκρατικές διαδικασίες. Στο μεταξύ, θα έχουν αποκρυσταλλωθεί οι επιλογές του δυνητικού αντιπάλου, με αποτέλεσμα να παρέχονται χρονικά περιθώρια και αυξημένοι πόροι για το μεθοδικότερο σχεδιασμό της αντιμετώπισής τους. Τέλος, η αναβαθμισμένη αντιαεροπορική ικανότητα των φρεγατών κλάσης ΥΔΡΑ, πέραν των αμιγώς επιχειρησιακών συνεπειών, θα εξουδετερώσει την προσχηματική επιχειρηματολογία υπέρ της απόκτησης φρεγατών FREMM με αγορά, μίσθωση ή οποιονδήποτε άλλο ευφάνταστο τρόπο.
—
Σημειώσεις:
Σημειώσεις:
[1] Antiair Warfare, U.S. Marine Corps, MCWP 3-22, σελ. 1-1.
[4] http://www.defense-aerospace.com/articles-view/feature/5/112431/french-auditor-reveals-weapon-prices,-a400m-details.html
[5] http://www.lefigaro.fr/conjoncture/2013/02/17/20002-20130217ARTFIG00132-pour-hollande-la-grece-est-sur-la-bonne-voie.php
[6] http://www.kathimerini.gr/481686/article/epikairothta/politikh/oi-leptes-isorropies-apo-thn-a8hna-gia-aoz
[10] RE-WRITING THE RULE BOOK, Jane’s ASMD Supplement, 2011.
[11] AUSTRALIAN DEFENCE MAGAZINE, Supplement to December 2011/January 2012, APRIL 2010, σελ. 42-44.
[12] ASMD LIVES UP TO ITS EXTRAORDINARY POTENTIAL, Asia Pacific Defence Reporter, OCTOBER 2013, σελ. 14-15.
[13] Anzac frigates’ locally designed and built radar is a national first, THE WEEKEND AUSTRALIAN, SPECIAL REPORT, MAY29-30, 2010.
[14] PROJECT SEA 1448 – New radar horizon set for Anzacs & Beyond, Australian Defence Business Review, November-December 2007, σελ. 8, 29.
[15] AUSTRALIAN DEFENCE MAGAZINE, APRIL 2010, σελ. 58-59.
[16]http://www.anao.gov.au/~/media/Files/Audit%20Reports/2013%202014/Assurance%20Report%2012/AssuranceReport-2013-2014_12.pdf
[17] http://www.minister.defence.gov.au/2011/11/28/minister-for-defence-and-minister-for-defence-materiel-joint-press-conference-3/