ΣΑΡΑΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ.
ΠΩΣ ΠΡΟΧΩΡΟΥΜΕ;
Ομιλία στο Στ΄Ετήσιο Σεμινάριο των Χριστιανικών Συνδέσμων Γυναικών της Αρχιεπισκοπής. 24/05/2014.
Του Μητροπολίτη Πάφου Γεωργίου.
Οφείλω, από την αρχή, ως κληρικός, να δώσω κάποιες διευκρινίσεις και κάποιες ορθές προσεγγίσεις ορισμένων χωρίων της Αγίας Γραφής και συγκεκριμένων διδασκαλιών πολλών Πατέρων της Εκκλησίας μας, αν πρόκειται ο λόγος μου, να βρει σε σας, πιστά τέκνα της Εκκλησίας, απήχηση και αποδοχή. Στόχος μου είναι να καταδείξω ότι η έννοια της πατρίδας καταφάσκεται από τη θρησκεία.
Η αγωνία για την τύχη της πατρίδας μας και την έκβαση του εθνικού μας θέματος είναι έκδηλη. Αναλογιζόμενοι τους θανάσιμους κινδύνους που διατρέχουμε, ως Έλληνες στην Κύπρο, «βίον βιούμεν, θανάτου πικρότερον», κατά τον Μέγα Φώτιον. Αυτό το πρόβλημα θέλει να αναδείξει, και ταυτόχρονα να υποδείξει τρόπους αποτελεσματικής αντιμετώπισής του, και το σημερινό σεμινάριο. Πολλοί, όμως, είτε από άγνοια, είτε από αδιαφορία, μένουν αμέριμνοι. Άλλοι μας ειρωνεύονται, κάποιοι και μας μέμφονται ως άπιστους, ή ολιγόπιστους. Τι Χριστιανοί είμαστε, λεν, αν μένουμε προσκολλημένοι στη γη των πατέρων μας, στην επίγεια πατρίδα μας;
Μήπως ως χριστιανοί «έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν», δεν «επιζητούμεν την μέλλουσαν»; Πού πάει η προτροπή του Χριστού «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού»; Η επισήμανση του Ιωάννου του Χρυσοστόμου στον κάθε πιστό: «Ουκ ει πολίτης αλλ’οδίτης...ουδείς έχει πόλιν....η πόλις άνω εστίν..» δεν μας αγγίζει; Τι απαντούμε; Πώς δικαιολογούμαστε;
Δεν θα σταθώ στα αυτονόητα, στην ορθή ερμηνεία των πιο πάνω χωρίων. Όλοι αντιλαμβανόμαστε πως τόσο η Γραφή όσο και οι Πατέρες κακίζουν την προσκόλληση στα ενθάδε και στα ρέοντα και τη διαγραφή της αιωνιότητας και των πνευματικών αξιών.
Πρόθεσή μου είναι να υπενθυμίσω γεγονότα της Αγίας Γραφής που υποδεικνύουν ότι η ζωή ενός λαού σε συγκεκριμένο χώρο, μακριά από περισπασμούς και επηρεασμούς αλλοφύλων, βοηθά στην καλλιέργεια και ανάπτυξη του θρησκευτικού συναισθήματος και στην προαγωγή των πνευματικών αξιών, και την ως εκ τούτου ανάγκη, από θρησκευτικής άποψης, της έννοιας της πατρίδας:
Ο Θεός καλεί τον Αβραάμ, τον πρώτο μετά την αποστασία μονοθεϊστή, γνώστη του αληθινού Θεού, να «εξέλθει εκ της γης του και εκ της συγγενείας του» και να πορευθεί στη Χαναάν, όπου μακριά από τα είδωλα και τους ειδωλολάτρες, σε χώρο δικό τους, οι απόγονοί του θα λάτρευαν τον αληθινό Θεό.
Και όταν αργότερα έκρινε, ο Θεός, ότι θα’πρεπε ο λαός του να προετοιμαστεί πιο εντατικά, και μέσω του όλος ο κόσμος, για την εν Χριστώ σωτηρία, κάλεσε τον Μωυσή να ηγηθεί της εξόδου από την Αίγυπτο. Όσο κι αν στην Αίγυπτο είχαν καταστεί «έθνος μέγα», δεν θα μπορούσαν, μέσα σ’ένα ειδωλολατρικό περιβάλλον και σε συνθήκες ανελευθερίας, να χειραγωγηθούν και να καλλιεργηθούν κατάλληλα από τους προφήτες, για τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Την καλλιέργεια των ιδιαίτερων χαρισμάτων και την ανάπτυξη των χαρακτηριστικών κάθε λαού, σε ορισμένο γεωγραφικό χώρο, υπονοεί και ο Μωυσής όταν σημειώνει:« Ότε διεμέριζεν ο Ύψιστος έθνη, ως διέσπειρεν υιούς Αδάμ, έστησεν όρια εθνών..»(Δευτ.32,8). Αυτό επαναλαμβάνει και ο Απ.Παύλος, όταν λέει, στον Άρειο Πάγο, πως ο Θεός όρισε για κάθε έθνος «τας οροθεσίας της κατοικίας αυτών».(Πρ.17,26).
Είναι, εξάλλου, αποδεδειγμένο πως και το ίδιο το φυσικό περιβάλλον επηρεάζει τους ανθρώπους στις στάσεις ζωής που παρουσιάζουν και στις αξίες που αναπτύσσουν. Ο Ιπποκράτης, ως γνωστόν, αναφέρεται στην μεταξύ «φύσεως και πνευματικής ζωής συνάφεια». Και ο Κωνσταντίνος Βουρβέρης υποστηρίζει πως θα’ταν αδύνατο να αναπτυχθεί ο αθάνατος ελληνικός πολιτισμός χωρίς τον καθαρό ουρανό και τα καταγάλανα ακρογιάλια της ελληνικής γης.
Η έννοια της πατρίδος, λοιπόν, ως συγκεκριμένου γεωγραφικού και ιστορικού χώρου, στον οποίο ζει ένας λαός, όχι μόνο δεν αντιτίθεται αλλά και ενισχύει τη θρησκευτική ζωή και τον θρησκευτικό προσανατολισμό.
Στους Εβραίους τόση ήταν η σύνδεση της πατρίδος με τη λατρεία του Θεού, που αποτυπώθηκε στον 136ο ψαλμό με την περίφημη φράση «Πώς άσωμεν την ωδήν Κυρίου εν γη αλλοτρία;»
Ο ίδιος ο Χριστός, ως άνθρωπος, κλαίει για την Ιερουσαλήμ, την πρωτεύουσα της πατρίδας του, προβλέποντας την καταστροφή της. Και ο Απ.Παύλος εύχεται να γινόταν ο ίδιος ανάθεμα, αν ήταν δυνατό να σωθούν οι συμπατριώτες του, οι Εβραίοι.
Και αν όλα αυτά ισχύουν για κάθε έθνος, και για κάθε θρησκεία, βρήκαν πολύ περισσότερο την ισχύν τους στη σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Γιατί, πράγματι, ούτε η Ιερουσαλήμ «η αποκτείνουσα τους προφήτας και λιθοβολούσα τους απεσταλμένους προς αυτήν»(Ματθ.23,37), η οποία και αυτόν τον Κύριον εσταύρωσε, ούτε και η Ρώμη που θεοποιούσε τους αυτοκράτορες και υποδέχτηκε με διωγμούς και στάδια και κατακόμβες τους Χριστιανούς, που έδωσε Πιλάτους και Νέρωνες και Διοκλητιανούς, ήταν δυνατόν να γίνουν χοάνες συνένωσης θείου και ανθρωπίνου πνεύματος και ανάδειξης νέου τρόπου πνευματικής ζωής. Μόνον ο Ελληνισμός, που προετοιμάστηκε κατάλληλα από τα ασύγκριτα και μοναδικά πνεύματα του κόσμου, τους φιλοσόφους και τους τραγικούς, παρείχε το πρόσφορο και ενδεδειγμένο έδαφος για τη μεγάλη αυτή συνένωση και δημιουργία.
Από τότε, οι δυο αυτοί κόσμοι, ο Χριστιανικός και ο Ελληνικός, αναχωνεύονται σε έναν πολιτισμό, στον οποίο ο Ελληνισμός δανείζει το σύντομο, σχετικώς, παρελθόν και ο Χριστιανισμός το απέραντο μέλλον. Ο Χριστιανισμός συμπλήρωσε τον Ελληνισμό με τη διδασκαλία της άνευ όρων και ορίων αγάπης, και πήρε από αυτόν τη γλώσσα και τους φιλοσοφικούς όρους του, τα οποία και αργότερα διέσωσε και διεφύλαξε, κατά τους χρόνους της εθνικής υποδούλωσης.
Η Ελληνική Ορθοδοξία λειτούργησε ως ασπίδα προστασίας που διαφύλαξε την πολιτιστική και την εθνική ταυτότητα του Ελληνικού λαού και δεν τον άφησε να αφομοιωθεί από τους κατακτητές του. Ούτε Ελληνισμός, ούτε Ελληνικός πολιτισμός νοούνται πια χωρίς την Ορθοδοξία και την Εκκλησία.
Η Εκκλησία, από την πρώτη στιγμή της ζωής της, δεν άσκησε απλώς φιλανθρωπική δράση ανάμεσα στον Ελληνικό λαό. Δεν τον ευεργέτησε μόνο με αγαθοεργίες και ελεημοσύνες. Έκανε κάτι πολύ δυσκολότερο και σπουδαιότερο. Τροφοδότησε και συντήρησε το εκκλησιαστικό, αλλά συνάμα και το εθνικό φρόνημα, τόσο σε καιρούς ελευθερίας όσο και σε χρόνους δουλείας. Σε κάθε πτυχή του ράσου των κληρικών της φτερούγιζε η ψυχή της Εκκλησίας και της πατρίδας σε ισοδύναμο και ισόβαρο βαθμό. Για τις ποικίλες υπηρεσίες της προς το έθνος η Εκκλησία ονομάστηκε «μήτηρ Εκκλησία».
Κατά τους πολλούς και ασέληνους χρόνους της δουλείας, τόσο στον Ελλαδικό, όσο και στον Κυπριακό χώρο, η Ορθόδοξη Εκκλησία κράτησε το βάρος της δουλεύουσας πατρίδας και του τλήμονος ποιμνίου της. Τούτο συνιστούσε σταυρό μαρτυρίου βαρύτατον. Η πορεία της ήταν πορεία προς τον Γολγοθά, πορεία χωρίς βοήθεια, χωρίς ένα Σίμωνα Κυρηναίο. Και οι σταυρωτές πολλοί. Εκ των έξω, αλλά, δυστυχώς, και εκ των έσω. Και είναι αλήθεια πως μετά της Εκκλησίας συνυφάνθη όλος ο βίος των Ελλήνων Χριστιανών. Ποτέ ο Έλληνας δεν χώρισε την εθνική του ιδιότητα από τη θρησκεία του. Η πλήρης ταύτιση Ελληνισμού και Χριστιανισμού φαίνεται και από το γεγονός ότι όσοι οι Έλληνες έχασαν την πίστη τους, έχασαν, ταυτόχρονα, και την εθνική τους συνείδηση. Στην ιστορία δεν αναφέρεται ούτε μια περίπτωση εξισλαμισθέντος Έλληνος ο οποίος να παρέμεινε Έλλην. Απόλυτα, λοιπόν, δικαιολογημένο το ενδιαφέρον μας, ως θρησκευομένων ανθρώπων και ως Εκκλησίας, για την πατρίδα μας καθώς και οι προτεραιότητές μας γι’αυτήν. Ο κίνδυνος δεν είναι μόνο γι’αυτήν. Είναι και για τη θρησκεία μας.
Πού πάμε, λοιπόν, 40 χρόνια μετά το έγκλημα της εισβολής και της κατοχής; Πώς αντιδρούμε; Πώς προγραμματιζόμαστε και πώς καθοδηγούμε τον λαό;
Για να προταθεί κατάλληλη θεραπεία χρειάζεται, ασφαλώς, ορθή διάγνωση, εξέταση της παθογένειας, μελέτη των συμπτωμάτων. Και τα συμπτώματα είναι στον καθένα έκδηλα, έχουν κατακλύσει την κοινωνία μας. Ένα βλέμμα γύρω μας, θα μας πείσει για τη σήψη και τη διαφθορά που κυριαρχούν παντού, την έλλειψη αγωνιστικότητας, τον αποπροσανατολισμό μας. Δεν είναι υπερβολή αν πούμε πως ισχύει και για μας, σήμερα, η επισήμανση του προφήτου Ησαΐου για την τότε Ιουδαϊκή κοινωνία: «Πάσα κεφαλή εις πόνον και πάσα καρδία εις λύπην∙ από ποδών έως κεφαλής, ουκ έστιν εν αυτώ ολοκληρία, ούτε τραύμα, ούτε μώλωψ, ούτε πληγή φλεγμαίνουσα∙ ουκ έστι μάλαγμα επιθείναι, ούτε έλαιον, ούτε καταδέσμους.»(Ησ.1,5-6)
Ποικιλότροπη ανηθικότητα κυριαρχεί παντού. Αναξιοκρατία σε κάθε πτυχή της ζωής, κλοπές και υπεξαιρέσεις χρημάτων από εκείνους που τάχθηκαν να υπηρετούν το κοινωνικό σύνολο και να προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον. Ένας νέος τρόπος ζωής, που στηρίζεται στην κατανάλωση, στην ευμάρεια και στον ατομισμό έχει, από χρόνια, αντικαταστήσει τον διαχρονικό τρόπο ζωής του λαού μας, που τον διέκρινε η λιτότητα του βίου και η επιδίωξη της αρετής. Ακόμα και σήμερα, με την οικονομική κρίση που ενέσκηψε στον τόπο μας, το επιθυμητό και επιδιωκόμενο δεν είναι η επιστροφή στην «ευσέβεια μετά αυταρκείας», αλλά η ανάκτηση της ευμάρειας που χάσαμε. Η παιδεία μας παραμέλησε τις διαχρονικές μας αξίες, τις αξίες του Χριστιανισμού και του Ελληνισμού, και η νέα γενιά περιφρόνησε την προγονική σοφία. Ως αποτέλεσμα αυτής της νοοτροπίας, που υποθάλπεται και από ξενόφερτα συστήματα, αλλά τεχνηέντως και από τον εχθρό, τους Τούρκους και τους συμμάχους τους, τα πάντα έχουν ανατραπεί. Πατροπαράδοτοι θεσμοί και παραδόσεις αμφισβητούνται. Οι έννοιες της ελευθερίας, της δημοκρατίας, της αρετής, της δικαιοσύνης, διαστρεβλώνονται. Μια ανεξήγητη ροπή προς ισοπέδωση των πάντων κυριαρχεί σε κάθε ηλικία.
Σ’αυτό το θόλωμα του νου χάσαμε και την αίσθηση της πραγματικότητας ως προς το εθνικό μας θέμα. Ξεχαστήκαμε στα μισά του δρόμου. Και είμαστε η ίδια γενιά που έζησε την οδύνη του εκπατρισμού και θα’πρεπε να διατηρεί εναργή τον πόθο της επιστροφής. Αντ’αυτού μπαινοβγαίνουμε, κάτω από τους δοτούς περιορισμούς του κατακτητή, τις προσωπικές ταπεινώσεις και τον εθνικό εξευτελισμό, στα κατεχόμενα, ενισχύουμε την οικονομία τους με το να θητεύουμε στα καζίνα, να διασκεδάζουμε στα κέντρα και τα κλεμμένα ξενοδοχεία μας, ταξιδεύουμε πολλές φορές και από το παράνομο αεροδρόμιό τους, δίνοντας υπόσταση στο ψευδοκράτος τους. Νοιώθουμε βαθύτατα υποχρεωμένοι γιατί ο παράνομος κάτοχος του δικού μας σπιτιού καταδέχεται να μας ανοίξει την πόρτα, ίσως και να μας προσφέρει έναν καφέ.
Και το χειρότερο, κάτι που αγγίζει τα όρια εσχάτης προδοσίας, μερικοί πωλούν, σήμερα, σε εξευτελιστικές τιμές, πραγματικά αντί πινακίου φακής, τις περιουσίες τους στα κατεχόμενα στην Τουρκία. Την υποβοηθούν, έτσι, στην υλοποίηση των στόχων της. Μαζί με την ηθική πώρωση παρουσιάστηκε, δηλαδή, ως νοσηρό κοινωνικό φαινόμενο και η εθνική πώρωση.
Η κατάσταση είναι αξιοθρήνητη και στο επίπεδο των στόχων του αγώνα μας, όπως προβάλλονται από την πολιτική ηγεσία μας. Παρασυρθήκαμε στη διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών με στόχο όχι την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του λαού μας, αλλά τον συμβιβασμό με την αρπαγή και την αδικία. Αυτό εδραίωσε την διεθνή προπαγάνδα της Τουρκίας για τη φύση του Κυπριακού προβλήματος, παρουσιάζοντας το σαν δικοινοτικήν διαφορά και θέτοντας τόν εαυτό της στο απυρόβλητο. Παίρνει μάλιστα τα εύσημα, από τον διεθνή παράγοντα, ως ενθαρρύνουσα τη λύση του προβλήματος. Το πόσο πέτυχε σ’αυτό τον στόχο της η Τουρκία, με τη δική μας συνέργεια, φαίνεται και από τις μέχρι σήμερα υποβληθείσες προτάσεις για λύση του Κυπριακού, αλλά και από τις δικές μας διεκδικήσεις: Ούτε υπαινιγμός για εισβολή και κατοχή, ούτε λόγος για εποικισμό και εθνικό ξεκαθάρισμα.
Την τακτική της κατοχικής δύναμης είχε αντιληφθεί έγκαιρα ο Εθνάρχης Μακάριος. Πιεζόμενος κι εκείνος από τον διεθνή παράγοντα και έχοντας υποσχέσεις για παρεμβάσεις προς την Τουρκία, δέχτηκε τη διαδιακασία των συνομιλιών. Όταν διαπίστωσε, όμως, τους σχεδιασμούς και την τακτική της Τουρκίας, δεν δίστασε να κηρύξει τον μακροχρόνιο αγώνα και να τον αφήσει ως σωστική παρακαταθήκη για το λαό του. Η συνέχιση, έκτοτε,των συνομιλιών οδήγησε στην σταδιακή αποδοχή όλων των απαιτήσεων των Τούρκων, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Η αποδοχή μιας διεκδίκησής τους, οδηγεί σε άλλη, πιο προχωρημένη διεκδίκηση, απ’αυτούς. Κι εμείς εξακολουθούμε να παίζουμε το παιχνίδι τους.
Λέγει κάπου ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής ότι «ουδείς μνήμην θανάτου εσχηκώς δυνήσεται αμαρτήσαι ποτέ». Και εμείς αν συναισθανόμασταν την τραγικότητα της κατάστασης στην οποία βρισκόμαστε, το αβέβαιο και αθεμελίωτο της παραμονής μας στη γη τούτη των πατέρων μας, θα ήταν αδύνατο να επιδεικνύαμε αυτή τη συμπεριφορά.
Γι’αυτό και είναι ανάγκη, να κατανοήσουμε τους σχεδιασμούς των Τούρκων και τις μεθοδεύσεις τους, προκειμένου να προστατευθούμε από τους θανάσιμους κινδύνους που συνεπάγονται για μας. Ο Νιχάτ Ερίμ, όχι μόνο καθόρισε τον στόχο της κατάληψης ολόκληρης της Κύπρου από την Τουρκία, από το 1956, αλλά κατάρτισε και σχεδιάγραμμα σταδιακής υλοποίησής του, που εφαρμόστηκε κατά γράμμα μέχρι τώρα. Σήμερα η Τουρκία προσπαθεί να βάλει τις τελευταίες πινελιές στο σχέδιό της, να ολοκληρώσει τον ανόσιο στόχο της. Και η προσπάθειά της εξελίσσεται με τρεις, ταυτόχρονα, τρόπους:
- Με τις συνομιλίες από τις οποίες προσδοκά κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και δημιουργία ενός μορφώματος το οποίο να μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να διαλύσει και να μας καταστήσει ομήρους της, αφού τότε δεν θα’χουμε διεθνή υπόσταση.
- Με τον εποικισμό, οπότε, όταν τα καταφέρει με τις διεθνείς σχέσεις της και παραπλανώντας τον διεθνή παράγοντα, να τον νομιμοποιήσει θα έχουμε την τύχη της Αλεξανδρέττας. (Σήμερα, όπως καταγγέλλουν οι ίδιοι οι Τουρκοκύπριοι, υπάρχουν, στο κατεχόμενο μέρος της πατρίδας μας, πέραν του ενός εκατομμυρίου έποικοι. Σ’αυτό συνηγορούν και οι πρόσφατες πληροφορίες από τα κατεχόμενα ότι οι φούρνοι εκεί, παρασκευάζουν καθημερινά 700000 κιλά ψωμί). Ο εποικισμός είναι ο πρώτος και μεγαλύτερος κίνδυνος. Έστω και αν μάς αναγνωρίσουν όλα τα άλλα απαράγραπτα δικαιώματά μας-επιστροφή, ελεύθερη διακίνηση, εγκατάσταση, απόκτηση περιουσίας, μία ψήφο για κάθε άνθρωπο, αν παραμείνουν οι έποικοι θα γίνουμε μία μικρή μειοψηφία. Θα ζητήσουν τότε οι Τούρκοι ενιαίο κράτος και εμείς θα καταποντιστούμε.
- Τρίτος τρόπος με τον οποίο προσπαθούν να ολοκληρώσουν την πλήρη κατάληψη της Κύπρου, είναι ο εκφοβισμός. Με τον εκφοβισμό, τη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας στην πλευρά μας, δεν θα μείνει άλλη επιλογή, στο λαό μας, από την φυγή και θα’χουμε την τύχη της Ίμβρου και της Τενέδου.
Η Κύπρος βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, αυτή τη στιγμή στην κρισιμότερη φάση της εθνικής της ζωής. Ο Ελληνισμός της Κύπρου βρίσκεται, σήμερα, σε τροχιάν αφανισμού από τον τόπο στον οποίο ζει εδώ και 35 αιώνες.
Γνωστοί και θανάσιμοι οι σχεδιασμοί των Τούρκων. Απαράδεκτος και ο εφησυχασμός, η νωχέλεια, ο ραγιαδισμός της δικής μας πλευράς. Θα οδηγηθούμε, όμως, στην απόγνωση; Θα σταθούμε σε ρυθμούς «ευσυμπάθητου θρήνου...στενάζοντες οδυνηρώς εκ βάθους ψυχής..» να κλαίμε απλώς τη μοίρα μας; Θα παρακολουθήσουμε παθητικά την έκβαση των πραγμάτων; Έχουμε υποχρέωση να αντισταθούμε στην υλοποίηση των Τουρκικών στόχων και να τους ματαιώσουμε. Οφείλουμε να αναχαιτίσουμε την ψυχολογική κατάρρευση του λαού, να ανορθώσουμε το ηθικό του, να του εμπνεύσουμε πίστη στις δυνάμεις του.
Είναι γεγονός πως τα συγκριτικά υλικά μεγέθη, με αντίπαλο την Τουρκία, είναι συντριπτικά σε βάρος μας, όπως, εξ άλλου, ήταν πάντα στην ιστορική διαδρομή του Ελληνισμού. Είναι, όμως, επιλογή η παράδοση γιατί ο αντίπαλος είναι ισχυρός; Στην Ιστορία μας, αποδείχτηκε πολλές φορές, ότι το ψυχικό σθένος καταβάλλει τον αριθμό. Και όπως φάνηκε ξεκάθαρα και κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού μας αγώνα, όταν υπάρχει πίστη σε σκοπό, τα όπλα και τα πυρομαχικά του εχθρού αποδεικνύονται άχρηστα σιδερικά.
Οι πτώσεις στον Ελληνισμό δεν γίνονται αιτίες για την αποσύνθεσή του. Αντιθέτως του δημιουργούν προϋποθέσεις για να αναπτύξει νέες δυνάμεις, τον εμψυχώνουν, του δίνουν την παρόρμηση για νέες κατακτήσεις.
Όπως, όμως η ελευθερία δεν δωρίζεται αλλά κατακτάται, έτσι και το μέλλον δεν διαγράφεται παθητικά, από την τύχη, αλλά διαμορφώνεται δυναμικά από κάθε λαό. Το μέλλον ενός λαού διαμορφώνεται θετικά από το πλάτεμα της σκέψης, τις αξίες και την εσωτερική ελευθερία των πολιτών του. Κάθε πατρίδα χαίρεται τόσην ελευθερία, όση αναλογεί στη σωφροσύνη των πολιτών της και στην αγωνιστική διάθεσή τους.
Οι Έλληνες ουδέποτε υπήρξαν τόσον αφελείς ώστε να αυταπατώνται και να περιμένουν την ελευθερία τους από ξένα χέρια. Ξέρουν, όμως, ότι όπως και η πρόσφατη Ιστορία, που εξελίσσεται στην περιοχή μας, διδάσκει, ουδείς είναι τόσο μεγάλος για να αδιαφορεί, για πάντα, έναντι των μικρών. Και όλοι, όσο μικροί και ασήμαντοι και αν είναι, δεν θα πρέπει να ξεχνούν ότι υπάρχουν απρόβλεπτες συγκυρίες, που μπορούν, ενδεχομένως, να τους καταστήσουν καταλύτες σε κρίσιμες στιγμές. Όπως ορθά επισημαίνει, ήδη από την αρχαιότητα, ο Θουκυδίδης, οι πόλεμοι, συνήθως, δεν εξελίσσονται όπως ήταν η πρόβλεψη των εμπνευστών τους. Απρόοπτοι και αστάθμητοι παράγοντες αναδεικνύουν αδυναμίες, για τους μεγάλους, και ευκαιρίες για τους μικρούς. Στο χέρι μας είναι, λοιπόν, να μεταβάλουμε την κατάσταση. Φτάνει να εργαστούμε μ’όλη τη δύναμη της ψυχής μας και να αξιοποιήσουμε όλα τα δεδομένα, όπως διαγράφονται σήμερα, προς τον σκοπό αυτό. Να πιστέψουμε ότι τα εθνικά μας δίκαια δεν παραγράφονται, όσος χρόνος κι αν περάσει.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε την επιβαλλόμενη σύνεση στις κινήσεις και στις προσπάθειες μας, άλλο τόσο θα πρέπει να αγνοήσουμε τις φωνές των λεγόμενων ρεαλιστών για «αμετακίνητα τετελεσμένα», και οι οποίοι θεωρούν ως «εθνική αυτοκτονία» κάθε αντίσταση στα σχέδια του κατακτητή. Ούτε ο Παλαιολόγος, ούτε ο Εθνομάρτυς Κυπριανός, ούτε ο Λεωνίδας, ούτε ο Αυξεντίου, που αγωνίστηκαν για την πατρίδα, εν γνώσει τους ότι θα πέθαιναν, ανέμεναν να κριθούν οι πράξεις τους από Εφιάλτες, από Περσόφιλους, Αγγλόφιλους ή Τουρκόφρονες. Άλλοι είναι οι αιώνιοι κριτές τους:Εκείνοι που τους έχουν, έκτοτε, φυλακτό στην καρδιά τους, που ριγούν στη θύμισή τους και δακρύζουν στην προφορά του ονόματός τους. Η εθνική αντίσταση δεν υπήρξε ποτέ και δεν είναι εθνική αυτοκτονία. Αντίθετα θα πρέπει να είναι η πρώτη προτεραιότητα της ζωής μας.
Για να αναχθούμε, βέβαια, σ’αυτή τη στάση ζωής θα πρέπει να αναθεωρήσουμε τις αρχές μας, να επιστρέψουμε στις αξίες της φυλής και της πίστης μας. Να θυμηθούμε πως όταν ο Ελληνισμός υπέκυπτε σε ξένους κατακτητές, τούτο δεν οφειλόταν μόνο, ή κυρίως, στις υπέρτερες δυνάμεις του εχθρού. Οφειλόταν πρωτίστως στην προηγούμενη απομάκρυνση των Ελλήνων από τις διαχρονικές ελληνικές αξίες, που ενεργούσαν ως θώρακας προστασίας και σωτηρίας. Πολύ περισσότερο τώρα που οι δίνες μέσα στα σημερινά ρεύματα της Ιστορίας είναι φοβερά επικίνδυνες, και ο Ελληνισμός είναι αδύναμος οικονομικά και ετερέφωτος πολιτιστικά, οφείλουμε να κρατηθούμε σταθερά από τις αξίες μας.
Ξεκάθαρο, λοιπόν, το δέον, το ποια θα πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στην κατοχή.
Ποιος είναι ο ρόλος της Εκκλησίας στη διαμόρφωση αυτής της στάσης; Η Εκκλησία της Κύπρου που υπήρξε πάντοτε η εστία όχι μόνο του θρησκευτικού αλλά και του εθνικού φρονηματισμού του λαού της, οφείλει και τώρα, που πέραν των εθνικών κινδύνων, στον τόπο μας διασταυρούνται ποικίλων διδασκαλιών άνεμοι, να πρωτοστατήσει στη συστηματική και θαρραλέα διαφώτιση του λαού. Να κατανοήσει την ευθύνη της για το μέλλον του τόπου μας και να μην ορρωδήσει προ οιουδήποτε κινδύνου ή σκοπιμότητος.
Να πείσει τον καθένα ότι όπως δικαιούται να καυχάται για το παρελθόν, και όπως πρέπει να οδυνάται για το παρόν, οφείλει να ελπίζει και να ετοιμάζει το μέλλον. Οφείλει η Εκκλησία να προβάλλει, μέσα στο σκοτάδι της απελπισίας, ακτίνες μακρινής αυγής ελευθερίας. Να υφαίνει στον αργαλειό της προσδοκίας του καθενός μας, μιαν Κύπρο ελεύθερη, με στημόνι τις ιστορικές μεγαλουργίες της φυλής και υφάδι τις ωραιότερες επιδιώξεις.
Συγκεκριμένα: Οφείλει πρώτα να πληροφορήσει ειλικρινώς τον λαό για τις δυσκολίες και τις θυσίες που θα απαιτηθούν. Να αποκαλύψει, όσον φοβερά και αν είναι, τα σχέδια των Τούρκων. Η αλήθεια είναι πάντοτε ερεβοκτόνος. Αποκαλύπτει τις πραγματικές διαστάσεις του οποιουδήποτε προβλήματος και παρέχει τη δυνατότητα, εύκολη, ή δύσκολη, αντιμετώπισής του.
Να απαιτήσει, ύστερα, αγωνιστική διάθεση εκ μέρους των ηγετών μας, διαφάνεια στη ζωή και ηθική στον τρόπο συμπεριφοράς τους. Εκείνο το φοβερόν «ουκ έξεστί σοι..» του Προδρόμου προς τον Ηρώδη, δεν σου επιτρέπεται, δηλαδή, να δίνεις ένα τέτοιο παράδειγμα στον λαό, ισχύει και για τους ηγέτες μας. Και ο τρόπος συμπεριφοράς του Χρυσοστόμου προς την Ευδοξία, θα πρέπει να καθοδηγεί την Εκκλησία στη συμπεριφορά της απέναντι στους παρεκτρεπομένους ηγέτες του λαού. Δεν μπορείς με σάπια ηγεσία και διεφθαρμένες συμπεριφορές να οργανώσεις αποτελεσματικά και να φέρεις σε πέρας έναν αγώνα, από την έκβαση του οποίου κρίνονται τα πάντα.
Θα πρέπει, κατόπιν, η Εκκλησία να πρωτοστατήσει στην αλλαγή πλεύσης του αγώνα μας. Οι συνομιλίες, όπως αναφέραμε, δεν οδηγούν πουθενά. Ήταν ο σχεδιασμός της κατοχικής δύναμης για αποτελμάτωση του θέματος μας, για αποπροσανατολισμό και ημών των ιδίων, και των ξένων. Κάθε υποχώρησή μας, οδηγεί σε νέες διεκδικήσεις των Τούρκων. Στους συμβιβασμούς δεν υπάρχει τέρμα όταν υπάρξει αρχή. Για να υπάρξει τέρμα και στην αρχή, που ο δόλος της Τουρκίας και των συμμάχων της μάς παρέσυρε, πρέπει να πάρουμε την μεγάλη απόφαση της αλλαγής, όχι τακτικής στις συνομιλίες, όπως η ηγεσία μας επαγγέλλεται, αλλά πλεύσης. Δεν θα πρέπει, εξάλλου, να ξεχνούμε ότι προκειμένου περί ανίσων μερών, η συμβιβαστικότητα είναι πάντοτε εις βάρος του αδυνάτου. Ισχύει τούτο και για τις λεγόμενες εποικοδομητικές ασάφειες, σε ενδιάμεσες συμφωνίες. Οφείλουμε λοιπόν να πρωτοστατήσουμε, ως Εκκλησία, σε επαναφορά του θέματός μας ως θέματος εισβολής και κατοχής, με αίτημα την απελευθέρωση και όχι την επανένωση. Μπορούν οι Ευρωπαίοι εταίροι μας να αντιτεθούν σ’ένα τέτοιο αίτημά μας που θα τεκμηριώνεται πλήρως; Αφού, όμως, εμείς συμβιβαζόμαστε με όλο και λιγότερα, ποιος ο λόγος να μεριμνούν εκείνοι;
Η αλλαγή πλεύσης, έστω και την υστάτη, από την υποχωρητικότητα και την ηττοπάθεια, προς την αντίσταση και τη διεκδικητικότητα, απαιτεί, ασφαλώς, νέα εθνική στρατηγική, συσπείρωση όλων των δυνάμεων και θυσίες κομματικών θέσεων και φιλοδοξιών. Η Εκκλησία οφείλει να υπερβεί την αδυναμία της προσκόλλησης στη λιγότερο επιβλαβή θέση και στο λιγότερο επικίνδυνο κόμμα, ή πρόσωπο, και να ηγηθεί η ίδια μιας τέτοιας προσπάθειας. Η σημερινή πορεία δεν οδηγεί σε λύση, οδηγεί σε διάλυση.
Αυτό συνεπάγεται ασφαλώς και αναθεώρηση της πολιτικής του κατευνασμού και των θωπειών προς τον κατακτητή. Ποιο νόημα έχουν οι επισκέψεις των κατοχικών ηγετών στις ελεύθερες περιοχές, ως προσκεκλημένων των δικών μας ηγετών και τανάπαλιν; Δεν νομίζω να υπάρχει κάποιος από μας που να πιστεύει ότι έτσι προωθείται η εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Φιλοξενούμε τον Έρογλου και επιστρέφοντας στα κατεχόμενα, κάποτε και απ’εδώ, μιλά για δύο λαούς και δύο κράτη. Οι λύκοι δεν μπορούν ποτέ να μεταβληθούν σε φύλακες, ή υπερασπιστές των προβάτων. Εκείνο που θα φέρει μαζί Έλληνες και Τούρκους της Κύπρου είναι η αναγνώριση των σφαλμάτων του παρελθόντος, και η εμμονή στις αρχές της δημοκρατίας και ισοπολιτείας, στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων από όλους.
Ασφαλέστατα δεν έχουν νόημα, και δεν οδηγούν σε λύση, αλλά εμπεδώνουν την κατοχή και προωθούν τα τελικά σχέδια των Τούρκων οι επιλεγμένες θρησκευτικές τελετές-θέατρα σε ορισμένους από τους ελάχιστους συντηρημένους κατεχόμενους ναούς μας, παρουσία ξένων, Μουσουλμάνων και αθέων, και με δορυφορική μετάδοση στον έξω κόσμο, για εξυπηρέτηση των τουρκικών προπαγανδιστικών σκοπών. Επιθυμούμε να λατρεύσουμε τον Θεό μας εκεί που τον λάτρευσαν και οι πρόγονοί μας, εκεί που δημιουργήθηκαν τα παιδικά βιώματά μας κι εκεί που βρίσκεται καθημερινά η καρδιά μας, όχι όμως με εκποίηση των εθνικών δικαίων μας. Αποτελεί μέτρον οικοδόμησης εμπιστοσύνης η παροχή βήματος και ευκαιρίας προπαγάνδας στον εχθρό;
Έχουμε χρέος, πιστεύω, να τοποθετηθούμε, και ως διοικούσα Εκκλησία και ως λαός, και πάνω στο πρόβλημα της εκποίησης των κατεχομένων περιουσιών μας από τους κατόχους τους προς την Τουρκία. Χωρίς να παραγνωρίζουμε τις βαρύτατες ευθύνες των κατά καιρούς Κυβερνήσεων και Βουλών για τη μη λήψη κατάλληλων απαγορευτικών μέτρων για το σκοπό αυτό, έχω τη γνώμη ότι δεν είναι δικαίωμά των κατόχων τους να πωλούν στην Τουρκία την περιουσία τους. Γιατί δεν πωλούν απλώς κάποια στρέμματα γης που τους ανήκει. Εκχωρούν, ταυτόχρονα, μέρος της κρατικής κυριαρχίας μας που ανήκει σε όλους μας. Και σε μένα που δεν έχω δική μου περιουσία και στους άλλους που έχουν περιουσία στις ελεύθερες περιοχές. Όσο κι αν δημιούργησαν τετελεσμένα, έστω κι αν φραστικά ανακήρυξαν «κράτος», οι Τούρκοι, με τη δύναμη των όπλων, όλα είναι παράνομα. Ένα κράτος εδράζεται επί κάποιου εδάφους. Επί ποίου εδάφους έχει ανακηρυχθεί το ψευδοκράτος; Σε δικό μας έδαφος που δεν τους ανήκει. Αν αυτό το εκχωρήσουμε, νομιμοποιούμε το εγχείρημά τους. Δεν θα χρειάζεται πια, ούτε συμφωνία, ούτε υπογραφή μας. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, ότι κάτι τέτοιο αγγίζει τα όρια της εσχάτης προδοσίας.
Δεν μπόρεσα, δυστυχώς, μέχρι σήμερα, να καταλήξω σε κάποιαν ικανοποιητική πρόταση για το θέμα αυτό. Η δημιουργία ειδικού ταμείου, είτε από την Εκκλησία είτε από την Κυβέρνηση, για αγορά των περιουσιών, απ’ όσους έχουν ανάγκη να την πωλήσουν, όπως υποστηρίζεται από πολλούς, έχω τη γνώμη ότι θα δράσει ως ενθάρρυνση προς αυτούς. Ίσως κάποια άλλα οφέλη προς όλους, όπως είναι τα οφέλη που απολαμβάνουν οι πρόσφυγες- κάτοχοι, ή μη, περιουσίας, στα κατεχόμενα, και ο αποκλεισμός απ’ αυτά όσων προβαίνουν στο προδοτικό αυτό εγχείρημα, να ήταν μια κάποια λύση. Ακόμα και ο στιγματισμός αυτών από την κοινωνία, με κοινοποίηση των ονομάτων τους, ίσως να δρούσε ως αποτρεπτικό της ενέργειάς τους. Όταν άλλοι θυσιάζουν τη ζωή τους για υπεράσπιση της πατρίδας πολεμώντας τον κατακτητή, σε τι διαφέρουν αυτοί, από τους προδότες, που έπαιρναν χρήματα, εργαζόμενοι υπέρ των κατακτητών;
Μια απαραίτητη ενέργεια που θα θωρακίσει τον λαό μας και θα βοηθήσει όλους στην αντιμετώπιση και της σύνολης διαφθοράς, αλλά και της απομάκρυνσης από τις ελληνοχριστιανικές μας αξίες, είναι η συνεχής μέριμνα και προστασία της παιδείας μας. Η παιδεία αποτελεί τη βάση της προόδου και της ευημερίας κάθε λαού και διαγράφει το εθνικό του μέλλον. Από τον προγραμματισμό της παιδείας μας καταφαίνεται τι κοινωνία επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε. Πρόσφατα επιχειρήθηκε η αποδόμηση των αξιών του λαού μας και η σύγχυση των επιδιώξεών του, με την καταπολέμηση, μέσω της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που προτάθηκε, τριών μαθημάτων: Των Θρησκευτικών τα οποία «παιδαγωγούν εις Χριστόν», της Ιστορίας που συντηρεί την εθνική μνήμη, και της Ελληνικής γλώσσας που συνδέει άμεσα με την Ελληνική πατρίδα, γιατί όπως λέει και ο Ελύτης «όπου γλώσσα, πατρίς». Είναι ευτύχημα που, ύστερα από παρέμβαση και της Εκκλησίας, αναχαιτίστηκε αυτός ο κατήφορος. Αν επικρατούσε η «ελληνοκτόνος παιδαγωγία» και εξέλιπε η ελληνορθόδοξη παιδεία, «η ροδόχρους ελπίς του έθνους», κατά τον Καποδίστρια, γρήγορα θα πλησίαζε και το τέλος μας ως Ελλήνων σ’ αυτή τη γη, χωρίς άλλη προσπάθεια, ούτε εχθρού, ούτε φίλου. Γιατί είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πώς λαοί που χάνουν την πολιτική τους ελευθερία μπορούν να απελευθερωθούν· λαοί που βυθίζονται στην οικονομική χρεωκοπία μπορούν να επανεύρουν την οικονομική τους ικμάδα. Λαοί, όμως, που χάνουν την πολιτιστική τους φυσιογνωμία (την οποία διαμορφώνει η παιδεία τους), μοιραία οδηγούνται στην εξαφάνιση.
Έχουμε χρέος, και ως Εκκλησία, και ως λαός, να παρακολουθούμε την Παιδεία μας ώστε να μην αποκλίνει από τις διαχρονικές αξίες της φυλής και της θρησκείας μας.
Σαράντα χρόνια μετά την εισβολή και δέκα μετά την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, στην Κύπρο και στο λαό μας πλανάται και ένας άλλος φόβος: Να επιστρέψει υπό άλλη, ίσως και χειρότερη, μορφή το σχέδιο Ανάν. Πρίν 10 χρόνια, ο λαός έδωσε την απάντηση που άρμοζε στο παρελθόν του και στην εθνική του αξιοπρέπεια. Έκτοτε πολλοί παρασύρθηκαν από τις σειρήνες της καλοπέρασης. Φοβήθηκαν την καθυστέρηση. Φαίνονται πρόθυμοι να αποδεχθούν, σήμερα, τον οποιοδήποτε συμβιβασμό. Μια δύσκολη και ανεπιθύμητη κατάσταση διαμορφώνεται. Κυκλοφορούν φήμες ότι δεν θα υπάρχει ικανοποιητικό χρονικό διάστημα για μελέτη τυχόν νέου σχεδίου λύσης, πριν αυτό τεθεί ενώπιον του λαού για δημοψήφισμα.
Αν η λύση που θα προταθεί δεν θα διασφαλίζει τα εθνικά μας δικαια, την επιβίωσή μας στη γη αυτή, τί θα κάνουμε; Ασφαλώς θα πρέπει να πούμε όχι. Η Εκκλησία οφείλει να γίνει και πάλιν η ηχώ της φωνής του Ελληνικού γένους. Θα πρέπει όμως να πείσουμε τον λαό γι’ αυτό το λόγο, αφού προηγουμένως τον ενημερώσουμε κατάλληλα. Στην Πάφο αρχίσαμε, ήδη, με κάποιους συνεργάτες, να δημιουργούμε πυρήνες σε κάθε ενορία και κοινότητα, που να εργαστούν, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον, για διαφώτιση του λαού. Στην Αρχιεπισκοπική περιφέρεια είστε εσείς, οι Σύνδεσμοι των Γυναικών, που θα πρέπει να αναλάβετε αυτή την ευθύνη. Θα πρέπει να φέρετε την απόφαση της Εκκλησίας, με καθοδήγηση του Μακαριωτάτου, στον πολύ κόσμο. Να γίνετε η πυξίδα του λαού. Κι από τώρα πρέπει να καλλιεργούμε το έδαφος. Είναι ευθύνη και αποστολή μας.
Ίσως κάποιοι να μας πουν υπερβολικούς. Δεν είμαστε όμως. Μη μας ξεγελά το ανυποψίαστο του λαού και η αδιαφορία των ιθυνόντων. Θυμηθείτε τον Τιτανικό. Την ώρα που το θαυμαστό υπερωκεάνιο βυθιζόταν, η μουσική συνέχιζε να παίζει και οι άνθρωποι φορώντας τα γιορτινά τους, ανίδεοι, χόρευαν και λικνίζονταν. Γι’ αυτό και προβάλλει σήμερα ενώπιόν μας, όσον ποτέ άλλοτε, επιτακτική η ευθύνη μας για το μέλλον του τόπου. Να ευαισθητοποιήσουμε τον λαό ώστε να κατανοήσει τον κίνδυνο που διατρέχουμε, αλλά και να τον εμψυχώσουμε, να του εμφυσήσουμε την ελπίδα για το μέλλον. Κι έχω την πεποίθηση πώς ο λαός μας χρειάζεται και διαφώτιση και ελπίδα τώρα, χωρίς αναβολή. Τώρα που ιδέες και μόνιμοι κανόνες ζωής μόλις και καθίστανται ορατοί, μέσα στον κονιορτό που ανασηκώνουν η ηθική σήψη, η οικονομική κρίση και η νωχέλεια γύρω από το εθνικό μας θέμα. Ποτέ άλλοτε η λησμοσύνη του πλέον πρόσφατου παρελθόντος, συνδεδεμένη με την αδιαφορία για το πλέον προσεχές μέλλον, δεν κατέστησαν τον βίον τόσον αβέβαιον.
Θα τελειώσω λέγοντας επιγραμματικά: Δεν είναι σωβινισμός, ούτε αντιχριστιανικό να αγαπάς την πατρίδα σου. Είναι ντροπή και προδοσία να την ξεχνάς. Κι η Εκκλησία, ιδίως η Εκκλησία της Κύπρου, ουδέποτε θα παύσει να καθοδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση τον λαό της.
Κάθε φορά που «ωδίνες θανάτου και κίνδυνοι Άδου» περιεκύκλωναν τον Ελληνισμό, αυτός σωζόταν με τη βοήθεια δυο παραγόντων: α) Ενός λήμματος, έστω και μικρού, που έμενε σταθερό στις αξίες και τις παραδόσεις του έθνους και γινόταν η ζύμη για να ζυμωθεί «όλον το φύραμα» και β) Του Θεού που ερχόταν πάντα βοηθός στις δικές μας προσπάθειες.
Και οι δύο αυτοί παράγοντες υφίστανται και σήμερα. Ας τους χρησιμοποιήσουμε για τη σωτηρία του τόπου και των παιδιών μας.
RAFAILNEWS