Μόνο ως ευχάριστη έκπληξη μπορεί να εκληφθεί, η απόφαση του Ανώτατου Ναυτικού Συμβουλίου για την αύξηση της οροφής των υποβρυχίων του Π.Ν. Πιο συγκεκριμένα, το ΑΝΣ αναθεώρησε την προηγούμενη απόφαση που καθόριζε τον αριθμό των υποβρυχίων σε 7 και αποφάσισε την αύξηση του σε 10 ελάχιστο με 12 μέγιστο. Έτσι η δύναμη του στόλου των υποβρυχίων του Π.Ν θα αποτελείται τα επόμενα χρόνια από 4 υποβρύχια Type 209/1100, 4 υποβρύχια Type 209/1200 (εκ των οποίων το ένα εκσυγχρονισμένο) και 4 υποβρύχια Type 214.
Γράφει ο Κωνσταντίνος Τόλιας
Η απόφαση αυτή ήρθε ως φυσική συνέπεια της κατάστασης που τείνει να διαμορφωθεί στο ισοζύγιο ναυτικής ισχύος ανάμεσα στο Π.Ν και στο TDK, αλλά και στην διαφαινόμενη αλλαγή του επιχειρησιακού
προσανατολισμού του Π.Ν, με την στροφή στην Ανατολική Μεσόγειο ως απόρροια των εξελίξεων στο θέμα της ΑΟΖ. Πιο συγκεκριμένα η αδυναμία, λόγω οικονομικών περιορισμών, του Π.Ν να αποκτήσει πλοία με δυνατότητες αεράμυνας περιοχής φαίνεται να μεταβάλλει την στρατηγική του σκέψη και να την μετατοπίζει από το επίπεδο της Θαλάσσιας Κυριαρχίας σε αυτό της Θαλάσσιας Άρνησης.
Αν και η επίτευξη Θαλάσσιας Κυριαρχίας δεν θα πάψει να αποτελεί βασική επιδίωξη του Π.Ν, δεδομένοι επιχειρησιακοί και γεωγραφικοί περιορισμοί επιβάλλουν την αναζήτηση εναλλακτικών στρατηγικών επίτευξης του στόχου. Ανάμεσα σε αυτές είναι η στροφή σε στρατηγική και τακτικές Θαλάσσιας Άρνησης, δηλαδή της επιδίωξης της απαγόρευσης της χρήσης του θαλασσίου χώρου εκ μέρους του αντιπάλου σε δεδομένη γεωγραφική περιοχή. Παραδοσιακά, η χρήση υποβρυχίων ενδείκνυται για τέτοιου είδους αποστολές, καθώς τα ιδιαίτερα εγγενή χαρακτηριστικά αποκρυψιμότητας και αφανούς δράσης ευνοούν κάτι τέτοιο.προσανατολισμού του Π.Ν, με την στροφή στην Ανατολική Μεσόγειο ως απόρροια των εξελίξεων στο θέμα της ΑΟΖ. Πιο συγκεκριμένα η αδυναμία, λόγω οικονομικών περιορισμών, του Π.Ν να αποκτήσει πλοία με δυνατότητες αεράμυνας περιοχής φαίνεται να μεταβάλλει την στρατηγική του σκέψη και να την μετατοπίζει από το επίπεδο της Θαλάσσιας Κυριαρχίας σε αυτό της Θαλάσσιας Άρνησης.
Ειδικά σε περιοχές όπου η παρουσία μονάδων επιφανείας του Π.Ν κρίνεται από επισφαλής έως αδύνατη, όπως για παράδειγμα ο θαλάσσιος χώρος ανατολικά του Καστελλορίζου και δυτικά της Κύπρου, η αποστολή υποβρυχίων είναι η μόνη που μπορεί να λάβει χώρα. Παρεπιπτόντως να σημειώσουμε ότι κατά την γνώμη μας, η πλέον ενδεδειγμένη στρατηγική για το Τουρκικό Πολεμικό ναυτικό είναι να προσπαθήσει να παρασύρει το Π.Ν στην ανωτέρω περιοχή, όπου θα επιχειρήσει να το καταστρέψει από κοινού με την Τουρκική αεροπορία. Σε αυτόν τον γεωγραφικό χώρο ο αντίπαλος παίζει στην “έδρα” του, για να δανειστούμε ένα όρο από το ποδόσφαιρο και η όποια απόπειρα αμφισβήτησης της κυριαρχίας του εκεί, μπορεί να προέλθει μόνο από υποβρύχια. Με την άνοδο της οροφής του στόλου των υποβρυχίων, το Π.Ν θα μπορεί να αυξήσει του τομείς περιπολίας του και να διαθέσει επιπλέον υποβρύχια για επιχειρήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Ασφαλώς τα στελέχη του Π.Ν γνωρίζουν καλύτερα πως πρέπει να λάβει χώρα η ανάπτυξη των μέσων που έχει στη διάθεση του. Επιγραμματικά λοιπόν, η απόφαση για την αύξηση της οροφής του υποβρύχιου στόλου του Π.Ν κρίνεται ως θετική και απαραίτητη κίνηση, που αποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό την παρατηρούμενη ανισορροπία δυνάμεων που τείνει να διαμορφωθεί και επιτρέπει την υλοποίηση των επιχειρησιακών του σχεδιασμών.
Όπως σημειώνει το Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας: κατά συνέπεια, τα προαναφερθέντα καθιστούν την ενίσχυση των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων με το υποβρύχιο ως «στρατηγικό όπλο εκ των ων ουκ άνευ», αλλά και ταυτόχρονα αναγορεύουν το υποβρύχιο ως κύριο μέσο προάσπισης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Είναι προφανές, ότι στα προαναφερθέντα βασικά σημεία του σκεπτικού που οδήγησε στη άρση της απόφασης παροπλισμού των τριών εναπομεινάντων υποβρυχίων Type 209/1100 (τύπου «ΓΛΑΥΚΟΣ»), είναι δύσκολο να εκφραστεί τεκμηριωμένη αντίρρηση.Με τα σοβαρά οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα και με συνεχώς αυξανόμενη την ανάγκη να διασφαλίσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και τα ζωτικά της συμφέροντα στην Ανατολική Μεσόγειο που ταχύτατα μετατρέπεται σε ενεργειακό «Ελντοράντο», η διατήρηση σε υπηρεσία των τριών υποβρυχίων Type 209/1100 (τύπου «ΓΛΑΥΚΟΣ»), παρά το προχωρημένο της ηλικίας τους, είναι μία από τις ελάχιστα διαθέσιμες και άμεσης ανταπόδοσης επιλογές.
Όμως, η αύξηση της οροφής του στόλου των υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού σε 13 μονάδες που θα μπορούσε σε συγκεκριμένο χρονική περίοδο στο μέλλον να επιτευχθεί (θα περιγραφούν παρακάτω σενάρια και προϋποθέσεις), με τα σημερινά δεδομένα και την πιο πιθανή πρόβλεψη για την εξέλιξη τους, φαντάζει πολύ δύσκολος στόχος κυρίως για να διατηρηθεί σε βάθος χρόνου.Tο σύνολο των υποβρυχίων του ΠΝ έχει ηλικίες που κυμαίνονται από 33 ως 42 έτη, έχοντας εξαντλήσει σχεδόν το όριο επιχειρησιακής ζωής του και υπό άλλες προϋποθέσεις θα έπρεπε να είχαν παροπλιστεί.
Είναι επίσης εμφανές, ότι για το άμεσο μέλλον το μεγάλο στοίχημα για την ανανέωση του υποβρυχιακού στόλου το ΠΝ, είναι η ολοκλήρωση των εργασιών ναυπήγησης – δοκιμών και παραλαβής των τριών υποβρυχίων Type 214 της σύμβασης «ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ» καθώς και του εκσυγχρονισμένου «ΩΚΕΑΝΟΣ» S118. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί, ότι αν οι αρχικές συμβάσεις υποβρυχίων είχαν εξελιχθεί ομαλά και σύμφωνα με τις προβλέψεις τους, τότε σήμερα το Πολεμικό Ναυτικό θα είχε ήδη εντάξει σε υπηρεσία τέσσερα υποβρύχια Type 214 και τρία εκσυγχρονισμένα Type 209/1200 AIP «ΩΚΕΑΝΟΣ».Στην καλύτερη περίπτωση, δηλαδή αν η παράδοση στο ΠΝ του «ΠΙΠΙΝΟΣ» S121, του δεύτερου Type 214 της σύμβασης «ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ» και του εκσυγχρονισμένου Type 209/1200 AIP «ΩΚΕΑΝΟΣ» S118, γίνει τους επόμενους 12 ως 18 μήνες, τότε το 2015 η δύναμη του υποβρυχιακού στόλου θα ανέλθει σε εννέα μονάδες (δύο Type 214, ένα Type 209/1200 AIP, τρία Type 209/1200 και τρία Type 209/1100).
Η δύναμη θα αυξηθεί στα 11 υποβρύχια το 2016-2017, με την παράδοση στο ΠΝ των υπόλοιπων δύο υποβρύχιων Type 214 της σύμβασης «ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ», δηλαδή του «ΜΑΤΡΟΖΟΣ» S122 και του «ΚΑΤΣΩΝΗΣ» S123. Περαιτέρω αύξηση της δύναμης του στόλου στις 13 μονάδες αναμένεται περί το 2020-2021 με την παράδοση στο ΠΝ των δύο υποβρυχίων Type 214 (S124 και S125) της σύμβασης «ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΙΙ».Όμως, το κατά πόσον τελικά η συγκεκριμένη σύμβαση θα υλοποιηθεί πλήρως παραμένει ακόμη άγνωστο, λόγω της δημοσιονομικής κατάστασης της χώρας. Αλλά ακόμη και στην περίπτωση που τελικά η σύμβαση «ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΙΙ» υλοποιηθεί πλήρως, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2020, τα τρία υποβρύχια Type 209/1100 «ΓΛΑΥΚΟΣ» θα έχουν συμπληρώσει περί τα 50 χρόνια υπηρεσίας, ενώ και τα τρία υποβρύχια Type 209/1200 «ΠΟΣΕΙΔΩΝ» θα προσεγγίζουν τα 45 χρόνια υπηρεσίας.
Δηλαδή, με άλλα λόγια, εφόσον ο επιχειρησιακός σχεδιασμός συνεχίζει να επιβάλλει τη διατήρηση της οροφής του υποβρυχιακού στόλου στις 13 μονάδες θα απαιτηθεί η αντικατάσταση τους με τουλάχιστον έξι νέα υποβρύχια. Για λόγους που γίνονται εύκολα αντιληπτοί από τον πίνακα, η ιδανική περίπτωση θα είναι το πρόγραμμα ναυπήγησης των έξι νέων υποβρυχίων να συμβασιοποιηθεί τη διετία 2019-2020, ώστε οι παραδόσεις τους να αρχίσουν την περίοδο 2024-2025.Στην περίπτωση όμως που η οροφή του υποβρυχιακού στόλου επανέλθει στο επίπεδο των οκτώ μονάδων, τότε η ανάγκη ναυπήγησης νέων υποβρυχίων στο προαναφερθέν χρονικό διάστημα περιορίζεται σημαντικά ή μπορεί να θεωρηθεί ότι σχεδόν εκμηδενίζεται. Όμως για λόγους μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και προγραμματισμού και για επιτευχθεί η οικονομικά εφικτή ανανέωση του στόλου σε βάθος χρόνου, πάλι θα απαιτηθεί περί τα μέσα της δεκαετίας 2020-2030, η υλοποίηση νέου προγράμματος ναυπήγησης υποβρυχίων με αντικείμενο τουλάχιστον δύο μονάδες. Επιπρόσθετα, πριν ή περί το τέλος της δεκαετίας του 2020 θα πρέπει να υλοποιηθεί και το πρόγραμμα Εκσυγχρονισμού Μέσης Ζωής (ΕΜΖ) των τεσσάρων υποβρυχίων Type 214 της σύμβασης «ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ», που το πρώτο εξ αυτών, το «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» S120 θα βρίσκεται τότε στο μέσο περίπου της επιχειρησιακής του ζωής. Σε δεύτερη φάση δε (περί τα μέσα δεκαετίας του 2030) θα πρέπει να ακολουθήσει ο ΕΜΖ των δύο υποβρυχίων Type 214 της σύμβασης «ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΙΙ».
Σε οικονομικό επίπεδο το κόστος αυτών των δύο προγραμμάτων, δηλαδή της ναυπήγησης νέων υποβρυχίων και του ΕΜΖ των Type 214, εκτιμάται ότι θα είναι κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητο. Υπενθυμίζεται, ότι με βάση τις προβλέψεις του Νόμου 3885/2010 η τιμή των δύο νέων υποβρυχίων Type 214 της σύμβασης «ΠΟΣΕΙΔΩΝ ΙΙ» ανερχόταν σε 500 εκατ. ευρώ ανά μονάδα χωρίς τιμαριθμικές αναπροσαρμογές κατά τη διάρκεια της υλοποίησης της.Κατά συνέπεια το απόλυτο ελάχιστο του κόστους για τα έξι νέα υποβρύχια ανέρχεται σε 3 δις ευρώ (ή 1 δις ευρώ για δύο μόνο μονάδες) αλλά είναι βέβαιο ότι στην πράξη θα είναι υψηλότερο όχι μόνο λόγω των τιμαριθμικών προσαρμογών αλλά και για έναν άλλο πολύ σημαντικό επιχειρησιακό λόγο. Προκειμένου να ανταποκριθούν πολυδιάστατα στις επιχειρησιακές απαιτήσεις του θεάτρου επιχειρήσεων της Ανατολικής Μεσογείου (το σημείο αυτό θα αναλυθεί περαιτέρω στο Β΄ μέρος της ανάλυσης) τα νέα υποβρύχια θα πρέπει να είναι ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΥ ΕΚΤΟΠΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΩΝ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΑ TYPE 214.
Στο κόστος ναυπήγησης των νέων υποβρυχίων και του ΕΜΖ των Type 214 θα πρέπει επίσης να προστεθεί και το κόστος νέων υποδομών υποστήριξης–συντήρησης που θα πρέπει να δημιουργηθούν (κυρίως στην Κρήτη), ώστε να μεγιστοποιηθεί η δυνατότητα επιχειρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και φυσικά προμήθειας των όπλων τους (τορπίλες, κατευθυνόμενα βλήματα κατά απειλών αέρος εκτοξευόμενα από το υποβρύχιο σε κατάδυση, εκτοξευόμενα από τορπιλοσωλήνες ή άλλα συστήματα εκτόξευσης κατευθυνόμενα βλήματα για την προσβολή στόχων επιφανείας και ξηράς, κ.λπ.).
http://defencenews.gr/