Ο Πρόεδρος του ΔΗΚΟ αναφέρει στην απαντητική του επιστολή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ότι "με τη Συμφωνία εκχωρείται στους Τουρκοκύπριους κυριαρχία και εξουσίες, οι οποίες ούτε απορρέουν από το Σύνταγμα του 1960 ούτε και προϋπήρξαν σε οποιοδήποτε κείμενο συμφωνίας στο παρελθόν". Σύμφωνα με τον Νικόλα Παπαδόπουλο, κάποια από τα επιχειρήματα του Προέδρου Αναστασιάδη «πάσχουν από υπεραπλουστεύσεις, υπερβολές και ωραιοποιήσεις».
Επιπλέον, ο Νικόλας Παπαδόπουλος υποστηρίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας , τόσο στην επιστολή του όσο και στην εισαγωγική δήλωση της πρόσφατης διάσκεψης τύπου που παραχώρησε «ακολούθησε την τακτική της αποσπασματικής επίκλησης διατάξεων της Συμφωνίας σας με τον κ. Έρογλου, κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε επικοινωνιακή διαχείριση και λιγότερο σε συζήτηση επί της ουσίας». Σημειώνεται ότι η επιστολή του Ν. Παπαδόπουλου παραδόθηκε στο Προεδρικό λίγο πριν τις τρεις το απόγευμα.
Διαβάστε αυτούσια την απαντητική επιστολή του Ν. Παπαδόπουλου
Διαβάστε αυτούσια την απαντητική επιστολή του Ν. Παπαδόπουλου
Λευκωσία, 18 Φεβρουαρίου 2014
Α.Ε. Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Κύριο Νίκο Αναστασιάδη
Προεδρικό Μέγαρο
Λευκωσία
Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,
Έχω λάβει την επιστολή σας, ημερομηνίας 10 Φεβρουαρίου 2014 και σας ευχαριστώ.
Παρακάμπτω αναφορές της επιστολής, οι οποίες εκφεύγουν των πλαισίων της πολιτικής αντιπαράθεσης, επιθυμώντας ο μεταξύ μας διάλογος να επικεντρωθεί σε επιχειρήματα και όχι σε στείρες αντιπαραθέσεις.
Πριν προχωρήσω στην παράθεση επιχειρημάτων, σημειώνω ότι στην επιστολή σας, όπως και στην εισαγωγική δήλωση της πρόσφατης διάσκεψης τύπου που παραχωρήσατε, ακολουθήσατε την τακτική της αποσπασματικής επίκλησης διατάξεων της Συμφωνίας σας με τον κ. Έρογλου, κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε επικοινωνιακή διαχείριση και λιγότερο σε συζήτηση επί της ουσίας.
Παραθέτω λοιπόν ζητήματα που θεωρώ απολύτως ουσιαστικά.
Α.Ε. Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Κύριο Νίκο Αναστασιάδη
Προεδρικό Μέγαρο
Λευκωσία
Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,
Έχω λάβει την επιστολή σας, ημερομηνίας 10 Φεβρουαρίου 2014 και σας ευχαριστώ.
Παρακάμπτω αναφορές της επιστολής, οι οποίες εκφεύγουν των πλαισίων της πολιτικής αντιπαράθεσης, επιθυμώντας ο μεταξύ μας διάλογος να επικεντρωθεί σε επιχειρήματα και όχι σε στείρες αντιπαραθέσεις.
Πριν προχωρήσω στην παράθεση επιχειρημάτων, σημειώνω ότι στην επιστολή σας, όπως και στην εισαγωγική δήλωση της πρόσφατης διάσκεψης τύπου που παραχωρήσατε, ακολουθήσατε την τακτική της αποσπασματικής επίκλησης διατάξεων της Συμφωνίας σας με τον κ. Έρογλου, κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε επικοινωνιακή διαχείριση και λιγότερο σε συζήτηση επί της ουσίας.
Παραθέτω λοιπόν ζητήματα που θεωρώ απολύτως ουσιαστικά.
1. Πλαίσιο διαπραγμάτευσης
• Στο σημείο (α) του μέρους (1) της επιστολής σας, προβαίνετε σε μια παραπλανητική και αυθαίρετη τοποθέτηση επί της πρώτης πρότασης της Συμφωνίας. Ενώ η Συμφωνία αναφέρει ΜΟΝΟ ότι το «status quo είναι απαράδεκτο και η συνέχισή του θα έχει αρνητικές συνέπειες για τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους» (παρ. 1, γραμμή 1), εσείς προσθέτετε από μόνος σας «δηλαδή μεταξύ άλλων η παρουσία κατοχικών στρατευμάτων, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών, ο συνεχιζόμενος εποικισμός, η καταστροφή της θρησκευτικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς, το ξεπούλημα των Ε/Κ περιουσιών, η αναβάθμιση του ψευδοκράτους, η παγίωση εν τη ουσία των τετελεσμένων της εισβολής». Όλα αυτά όμως, δυστυχώς, ΔΕΝ αναφέρονται στη Συμφωνία. Είναι εύλογο συνεπώς να αναρωτηθεί κανείς «γιατί;», «γιατί όλα αυτά αυτά δεν αναφέρονται στη Συμφωνία;». Σημειώνω επίσης ότι η ίδια η γνωμάτευση Crawford την οποία επικαλείστε, στην παρ. 4 δίνει μια διαφορετική ερμηνεία της πρότασης αυτής. Ο Crawford υποστηρίζει ότι το απαράδεκτο του status quo συνίσταται στο γεγονός ότι οι δύο κοινότητες ενώ δικαιούνται να εκπροσωπούνται στην κυβέρνηση της Κύπρου αυτό δεν γίνεται. Η κοινότητα που δεν εκπροσωπείται στην κυβέρνηση της Κύπρου είναι η τουρκοκυπριακή κοινότητα και άρα, σύμφωνα με τη γνωμάτευση Crawford, η άρση του status quo θα οδηγήσει και στην εκπροσώπηση της κοινότητας αυτής στην κυβέρνηση. Επομένως, η ερμηνεία Crawford δεν υποστηρίζει την ερμηνεία σας. Είμαστε βέβαιοι ότι η τουρκική πλευρά συμφωνεί με την ερμηνεία Crawford και οπωσδήποτε όχι με τη δική σας προσθήκη/ερμηνεία. Άρα επί του απαράδεκτου του status quo υπήρξε συμφωνία μόνο λεκτική και όχι ουσιαστική.
• Στο σημείο (α) του μέρους (1) της επιστολής σας, προβαίνετε σε μια παραπλανητική και αυθαίρετη τοποθέτηση επί της πρώτης πρότασης της Συμφωνίας. Ενώ η Συμφωνία αναφέρει ΜΟΝΟ ότι το «status quo είναι απαράδεκτο και η συνέχισή του θα έχει αρνητικές συνέπειες για τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους» (παρ. 1, γραμμή 1), εσείς προσθέτετε από μόνος σας «δηλαδή μεταξύ άλλων η παρουσία κατοχικών στρατευμάτων, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών, ο συνεχιζόμενος εποικισμός, η καταστροφή της θρησκευτικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς, το ξεπούλημα των Ε/Κ περιουσιών, η αναβάθμιση του ψευδοκράτους, η παγίωση εν τη ουσία των τετελεσμένων της εισβολής». Όλα αυτά όμως, δυστυχώς, ΔΕΝ αναφέρονται στη Συμφωνία. Είναι εύλογο συνεπώς να αναρωτηθεί κανείς «γιατί;», «γιατί όλα αυτά αυτά δεν αναφέρονται στη Συμφωνία;». Σημειώνω επίσης ότι η ίδια η γνωμάτευση Crawford την οποία επικαλείστε, στην παρ. 4 δίνει μια διαφορετική ερμηνεία της πρότασης αυτής. Ο Crawford υποστηρίζει ότι το απαράδεκτο του status quo συνίσταται στο γεγονός ότι οι δύο κοινότητες ενώ δικαιούνται να εκπροσωπούνται στην κυβέρνηση της Κύπρου αυτό δεν γίνεται. Η κοινότητα που δεν εκπροσωπείται στην κυβέρνηση της Κύπρου είναι η τουρκοκυπριακή κοινότητα και άρα, σύμφωνα με τη γνωμάτευση Crawford, η άρση του status quo θα οδηγήσει και στην εκπροσώπηση της κοινότητας αυτής στην κυβέρνηση. Επομένως, η ερμηνεία Crawford δεν υποστηρίζει την ερμηνεία σας. Είμαστε βέβαιοι ότι η τουρκική πλευρά συμφωνεί με την ερμηνεία Crawford και οπωσδήποτε όχι με τη δική σας προσθήκη/ερμηνεία. Άρα επί του απαράδεκτου του status quo υπήρξε συμφωνία μόνο λεκτική και όχι ουσιαστική.
• Μια σαφώς ελλιπής και αυθαίρετη ερμηνεία της Συμφωνίας γίνεται και στο σημείο (γ) του μέρους (1) της επιστολής σας. Υποστηρίζετε πως στην παρ. 4 της Συμφωνίας αναφέρεται ότι «οι αρχές και αξίες επί των οποίων εδράζεται η ΕΕ θα διασφαλίζονται και θα γίνονται σεβαστές εις όλη την επικράτεια της Δημοκρατίας». Η σχετική πρόνοια όμως της Συμφωνίας στην παρ. 4 δεν είναι αυτή. Στη Συμφωνία αναφέρεται επί λέξη: «The bi-zonal, bi-communal nature of the federation and the principles upon which the EU is founded will be safeguarded and respected throughout the island». Η σύζευξη των δύο, δηλαδή της δικοινοτικής, διζωνικής «φύσης» της ομοσπονδίας και των θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργεί - όπως και στο Σχέδιο Ανάν - μια δυναμική επικράτησης της διζωνικότητας-δικοινοτικότητας σε βάρος των θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό το γνωρίζουμε άλλωστε από προηγούμενες διαπραγματεύσεις όπως επίσης γνωρίζουμε ότι είναι πάγια η τουρκική θέση, η συμφωνία για τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού να καταστεί Πρωτογενές Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να υπερισχύει των αρχών και του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
• Σε ότι αφορά το σημείο (ε) του μέρους (1) της επιστολής σας, οφείλω να σημειώσω ότι δεν μου διέφυγε η απουσία χρονοδιαγραμμάτων την οποία θεωρώ θετική παράμετρο της Συμφωνίας. Η απουσία όμως χρονοδιαγραμμάτων δεν τα απαγορεύει γι’ αυτό και η Τουρκική πλευρά ήδη εγείρει θέμα καθορισμού χρονοδιαγράμματος. Τόσο ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Α. Νταβούτογλου όσο και ο κ. Έρογλου αναφέρονται σε 3 – 5 μήνες.
• Δεν αμφισβητώ πως στη Συμφωνία περιλαμβάνεται η αρχή ότι «τίποτα δεν θεωρείται συμφωνημένο εάν δεν συμφωνηθούν τα πάντα». Αυτή όμως η αυτονόητη γενική αρχή, η οποία διέπει όλες τις διαπραγματευτικές διαδικασίες, πρέπει να εφαρμόζεται στην πράξη, κάτι που δεν ίσχυσε τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, φαίνεται να συγκρούεται με την πρόνοια της παρ. 2 της Συμφωνίας η οποία αναφέρει ότι «όλα τα άλυτα θέματα θα βρίσκονται στο τραπέζι» που σημαίνει ότι η Συμφωνία θεωρεί ότι υπάρχουν ήδη συμφωνημένα/λυμένα θέματα. Οι σχετικές με το θέμα δηλώσεις του Τουρκοκύπριου διαπραγματευτή ήλθαν για να επιβεβαιώσουν ότι δεν υπάρχει σύμπτωση των απόψεων των δυο πλευρών ως προς το τι συμφωνήθηκε.
• Στο σημείο (ζ) του μέρους (1) της επιστολής σας, κάνετε λόγο για τον αποκλεισμό της επιδιαιτησίας. Ο αποκλεισμός αυτός είναι θετικός. Οφείλω όμως να επισημάνω, σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, ότι εσείς και οι συνεργάτες σας δώσατε στο λαό την εντύπωση ότι η Συμφωνία υπήρξε προϊόν ενός είδους αμερικανικής επιδιαιτησίας, λόγω και της παρέμβασης της κυρίας Νούλαν. Αυτό όμως δεν το θεωρώ ουσιώδες και δεν επιθυμώ να επεκταθώ. Θα ήθελα όμως να σημειώσω ότι η επιδιαιτησία δεν θα μπορούσε να υιοθετηθεί παρά μόνο με νέα συμφωνία των διαπραγματευομένων πλευρών. Στην απουσία τέτοιας συμφωνίας ισχύουν (όπως τώρα) οι πρόνοιες των ψηφισμάτων των ΗΕ για την παροχή καλών υπηρεσιών από τον Γενικό Γραμματέα. Με άλλα λόγια, και χωρίς αυτή την πρόνοια δεν θα μπορούσε να επιβληθεί επιδιαιτησία.
• Αναφορικά με το σημείο (η) του μέρους (1) της επιστολής σας, σε σχέση με την απαγόρευση της ένωσης, διχοτόμησης ή απόσχισης, ή οποιασδήποτε άλλης μονομερούς αλλαγής της κατάστασης πραγμάτων («Union in whole or part with any other party or any form of partition or secession or any unilateral change to the state of affairs is prohibited») σημειώνω τα εξής: Δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία η χρήση ενεστώτα χρόνου («is prohibited»/«απαγορεύεται» ), ιδιαίτερα όταν πιο πάνω, στην ίδια παράγραφο, αναφέρεται μερικές μάλιστα φορές, μελλοντικός χρόνος («shall», «will»). Είναι φανερό, τόσο από τον χρησιμοποιούμενο χρόνο όσο και από το λεκτικό ότι με την εν λόγω πρόνοια, οι δυο πλευρές παραπέμπουν στην Συνθήκη Εγγυήσεως την οποία θεωρούν ότι βρίσκεται σε ισχύ και ότι μέσω της Συνθήκης αυτής θα παραμείνει σε ισχύ η απαγόρευση. Υπενθυμίζουμε ότι η θέση της Ελληνοκυπριακής πλευράς είναι ότι απορρίπτει και δεν δέχεται τη συνέχιση της Συνθήκης Εγγυήσεως η οποία χρησιμοποιήθηκε από την Τουρκία για να πράξει ακριβώς αυτό που η Συνθήκη απαγόρευε. Είναι επίσης γνωστή πρόσφατη δήλωση του κ. Έρογλου ότι οι τουρκικές εγγυήσεις αποτελούν κόκκινη γραμμή για την τουρκική πλευρά.
• Αναφορικά με το σημείο (θ) του μέρους (1), όπου γράφετε ότι «ο υπέρτατος νόμος του Κράτους είναι το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα…», οφείλω να σημειώσω ότι στη Συμφωνία δεν αναφέρεται ακριβώς αυτό. Στη Συμφωνία αναφέρεται ότι «το Ομοσπονδιακό σύνταγμα θα είναι ο υπέρτατος νόμος της χώρας («of the land»)…», όχι του «Κράτους», όπως αναφέρετε στην επιστολή σας.
• Το σημείο (ι) του μέρους (1) της επιστολής σας αναφέρεται στο κατάλοιπο εξουσίας στα «συνιστώντα κράτη», κάτι που όπως γνωρίζετε συνιστά κατά την άποψη του Δημοκρατικού Κόμματος μέγιστη υποχώρηση της πλευράς μας, και μάλιστα πριν επιτευχθεί συμφωνία επί των εξουσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και προτού καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις και ανεξαρτήτως της έκβασής τους [βλ. επίσης την παράγραφο 3(δ) πιο κάτω].
• Η αναφορά στο σημείο (κ) του μέρους (1) της επιστολής σας αφορά την ερμηνεία σας σχετικά με τη σύσταση των συνιστώντων κρατών. Υποστηρίζετε ότι αυτά θα προκύψουν από το σύνταγμα και θα είναι τα συστατικά μέρη της Ομοσπονδίας. Η παρ. 4 όμως την οποία επικαλείστε, προκειμένου να τεκμηριώσετε τη θέση αυτή, δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά με τον τρόπο αυτό. Η παράγραφος αυτή αναφέρει επί λέξει: «The united Cyprus federation shall result from the settlement following the settlement’s approval by separate simultaneous referenda. The federal constitution shall prescribe that the united Cyprus federation shall be composed of two constituent states of equal status.» Η ερμηνεία που κάνετε θα ήταν ακριβής εάν στη Συμφωνία γινόταν αναφορά σε διεξαγωγή δημοψηφίσματος από τις δύο κοινότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αόριστη αναφορά σε έγκριση της συμφωνίας σε χωριστά ταυτόχρονα δημοψηφίσματα παρέχει τη δυνατότητα διάφορων ερμηνειών για τον τρόπο με τον οποίο θα συσταθεί η Ομοσπονδία και τα «συνιστώντα κράτη».
• Η αναφορά στο σημείο (λ) του μέρους (1) της επιστολής σας, αποκαλύπτει την απουσία συμφωνίας επί της σύνθεσης του Ομόσπονδου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο, σύμφωνα με τη Συμφωνία, θα επιλαμβάνεται των διαφορών ανάμεσα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τα συνιστώντα κράτη. Προκύπτει ουσιώδες ζήτημα για το γεγονός ότι συμφωνήσατε στην εκχώρηση του κατάλοιπου εξουσίας στα «συνιστώντα κράτη» χωρίς τη διευθέτηση σχετικών ζητημάτων, αποδυναμώνοντας τη διαπραγματευτική μας θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
• Η αναφορά στο σημείο (μ) του μέρους (1) της επιστολής σας είναι ένα ακόμα παράδειγμα αυθαίρετης ερμηνείας πρόνοιας της Συμφωνίας. Η παρ. 1 αναφέρει ότι η διευθέτηση θα σέβεται τη διαφορετική ταυτότητα και ακεραιότητα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και θα διασφαλίζει το κοινό τους μέλλον σε μια ενωμένη Κύπρο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη Συμφωνία δεν γίνεται αναφορά σε «εθνική ταυτότητα» ούτε σε «κατοίκους της Κύπρου», ούτε σε «προστασία της πλειοψηφίας των Κυπρίων πολιτών που είναι κατά βάση οι Ελληνοκύπριοι», όπως αναφέρετε. Δεν γίνεται καν αναφορά σε Κύπριους ή σε μειοψηφία και πλειοψηφία, παρά μόνο σε «Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους», ενώ, σημειώνω ότι δεν γίνεται αναφορά ούτε στο σεβασμό του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου ή στο έγκλημα του εποικισμού.
Αντίθετα προστίθεται στο κείμενο μια καινοφανής φράση, η οποία για πρώτη φορά χρησιμοποιείται σε συμφωνία υψηλού επιπέδου και η οποία δυνατόν να ερμηνευτεί από την τουρκοκυπριακή πλευρά ως επιφύλαξη ή και εξαίρεση στην αναφορά για «το σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες» καθώς με βάση το κείμενο, όλες οι προαναφερόμενες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη «…τη διακριτική ταυτότητα («distinct identity») και ακεραιότητα («integrity»)…», μία παράμετρος που παραπέμπει στη διχαστική και διχοτομική πολιτική της εθνοκάθαρσης που προωθεί η Τουρκία στο νησί τα τελευταία 40 χρόνια.
Αντίθετα προστίθεται στο κείμενο μια καινοφανής φράση, η οποία για πρώτη φορά χρησιμοποιείται σε συμφωνία υψηλού επιπέδου και η οποία δυνατόν να ερμηνευτεί από την τουρκοκυπριακή πλευρά ως επιφύλαξη ή και εξαίρεση στην αναφορά για «το σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες» καθώς με βάση το κείμενο, όλες οι προαναφερόμενες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη «…τη διακριτική ταυτότητα («distinct identity») και ακεραιότητα («integrity»)…», μία παράμετρος που παραπέμπει στη διχαστική και διχοτομική πολιτική της εθνοκάθαρσης που προωθεί η Τουρκία στο νησί τα τελευταία 40 χρόνια.
• Η αναφορά στο σημείο (ν) του μέρους (1) της επιστολής σας υποστηρίζει ότι «η συζήτηση των διαφόρων ουσιωδών ζητημάτων θα γίνεται αλληλένδετα και συνεπώς δεν περιορίζεται στη συζήτηση ενός και μόνο κεφαλαίου και μάλιστα εκείνου που επιλέγει, τάχα, η Τ/κ πλευρά». Έστω και αν αυτή η ερμηνεία σας γίνει αποδεκτή για χάρη συζήτησης, εγείρεται το ερώτημα «ποια είναι τα ουσιώδη ζητήματα;». Ουσιαστικά, η Συμφωνία δεν μας επιτρέπει να δεχθούμε την ερμηνεία σας. Αντίθετα, η Συμφωνία προνοεί ότι «όλα τα άλυτα ουσιώδη ζητήματα θα είναι στο τραπέζι και θα συζητηθούν αλληλένδετα». Οι μόνες κοινές λέξεις δηλαδή μεταξύ της επιστολής σας και της Συμφωνίας είναι η λέξη «ουσιώδη» και η λέξη «αλληλένδετα». Το βασικό ζητούμενο απουσιάζει: Ποια είναι τα λυμένα και ποια τα άλυτα ζητήματα; Κατά την άποψή μας, με αυτή την αναφορά η Συμφωνία επικυρώνει ουσιαστικά το γνωστό «έγγραφο Ντάουνερ» και αποδέχεται τις «γενναιόδωρες προσφορές» του κ. Χριστόφια, παρά την προεκλογική δέσμευσή σας έναντι του Δημοκρατικού Κόμματος για απόσυρσή τους. Κρίνοντας από το γεγονός ότι η Συμφωνία βρίθει αναφορών οι οποίες είναι παρμένες από το Σχέδιο Αννάν, αναμένουμε ότι η περί «άλυτων ουσιωδών θεμάτων» αναφορά της Συμφωνίας θα τύχει επίκλησης από την άλλη πλευρά για να επαναφέρει τις παραμέτρους και τη φιλοσοφία του Σχεδίου Αννάν, η οποία άλλωστε διέπει ήδη τη Συμφωνία.
• Τέλος, η αναφορά στο σημείο (ξ) του μέρους (1) της επιστολής σας υποστηρίζει ότι η Συμφωνία δεν αποτελεί λύση του Κυπριακού. Αυτό ουδείς το αμφισβητεί. Η συμφωνία σας δεν αποτελεί την τελική λύση του Κυπριακού, όμως θα αποτελέσει την ενδιάμεση λύση του κεφαλαίου της Διακυβέρνησης που είναι και το μοναδικό κεφάλαιο του Κυπριακού που η Τουρκική πλευρά «έχει να παίρνει». Γι’ αυτό και θεωρούμε ως σφάλμα της πλευράς μας το γεγονός ότι έχετε προχωρήσει σε τόσες πολλές και τόσο ουσιαστικές υποχωρήσεις μόνο και μόνο για να ξαναφέρετε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την άλλη πλευρά, η οποία και φέρει την αποκλειστική ευθύνη για τη διακοπή τους το 2012, πριν από την έναρξη της Κυπριακής Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
2. Σχέδιο Ανάν και «Έγγραφο Ντάουνερ»
Στο σημείο (2) της επιστολής σας γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η πρόνοια της Παραγράφου 2, η οποία αναφέρει πως «όλα τα άλυτα θέματα του πυρήνα (του Κυπριακού) θα είναι στο τραπέζι και θα συζητηθούν αλληλένδετα». Υποστηρίζετε ότι η πρόνοια αυτή δίνει το δικαίωμα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα να εγείρει θέματα που θεωρεί απαράδεκτα ή να αποκλείσει τη συζήτηση θεμάτων τα οποία έχουν συμφωνηθεί, όπως για παράδειγμα τα τρία singles.
2. Σχέδιο Ανάν και «Έγγραφο Ντάουνερ»
Στο σημείο (2) της επιστολής σας γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η πρόνοια της Παραγράφου 2, η οποία αναφέρει πως «όλα τα άλυτα θέματα του πυρήνα (του Κυπριακού) θα είναι στο τραπέζι και θα συζητηθούν αλληλένδετα». Υποστηρίζετε ότι η πρόνοια αυτή δίνει το δικαίωμα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα να εγείρει θέματα που θεωρεί απαράδεκτα ή να αποκλείσει τη συζήτηση θεμάτων τα οποία έχουν συμφωνηθεί, όπως για παράδειγμα τα τρία singles.
Όμως, εάν η πρόνοια αυτή δίνει τέτοιο δικαίωμα στην πλευρά μας, τότε ανάλογο δικαίωμα δίνει και στην τουρκική πλευρά. Οι συνεχείς επικλήσεις, τόσο από τον κ. Ταλάτ όσο και από τον κ. Έρογλου του Σχεδίου Ανάν στο τραπέζι των συνομιλιών από το 2008 μέχρι το 2012, οδηγούν στο βέβαιο συμπέρασμα ότι το «Έγγραφο Ντάουνερ» και το Σχέδιο Ανάν, το οποίο έχει απορριφθεί από τον Κυπριακό Ελληνισμό, θα επανέλθουν στη συζήτηση, μέσω της Συμφωνίας σας με τον κ. Ερογλου.
3. Εκχώρηση δικαιωμάτων πριν την τελική λύση
Στο σημείο (3) της επιστολής σας, επιχειρείτε να απαντήσετε στη θέση μας ότι η Συμφωνία δίνει από τώρα στην τουρκική πλευρά, ανεξαρτήτως της έκβασης των συνομιλιών, τη δυνατότητα να ισχυρίζεται ότι οι ελληνοκυπριακή κοινότητα έχει αποδεχθεί τα δικαιώματα ενός λαού για τους Τουρκοκύπριους και το δικαίωμα να έχουν κράτος.
Στο σημείο (3) της επιστολής σας, επιχειρείτε να απαντήσετε στη θέση μας ότι η Συμφωνία δίνει από τώρα στην τουρκική πλευρά, ανεξαρτήτως της έκβασης των συνομιλιών, τη δυνατότητα να ισχυρίζεται ότι οι ελληνοκυπριακή κοινότητα έχει αποδεχθεί τα δικαιώματα ενός λαού για τους Τουρκοκύπριους και το δικαίωμα να έχουν κράτος.
Φοβούμαι ότι τα επιχειρήματα αυτά (σημεία (α) έως (ε), σελ. 4-6) πάσχουν από υπεραπλουστεύσεις, υπερβολές και ωραιοποιήσεις. Πιο συγκριμένα:
(α) Στη Συμφωνία δεν γίνεται αναφορά «σε συστατικά στοιχεία που αποτελούν τον κυπριακό λαό» αλλά ούτε και υπάρχει κάποια πρόνοια, σύμφωνα με την οποία να γίνεται υπέρβαση των κοινοτήτων «όπως αυτές αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα του 1960». Τα μόνα συστατικά στοιχεία που αναφέρονται στη Συμφωνία είναι τα «συνιστώντα κράτη», καθώς επίσης γίνεται αναφορά σε «Ελληνοκύπριους» και «Τουρκοκύπριους», χωρίς αυτοί να συνδέονται με την έννοια «κυπριακός λαός».
Ως εκ τούτου, η αναφορά στη Συμφωνία ότι η κυριαρχία προέρχεται ισομερώς από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους δεν μπορεί να ταυτιστεί με κάποια έννοια κυπριακού λαού, αλλά - σε συνδυασμό με άλλες πρόνοιες της - παραπέμπει σε ξεχωριστή κυριαρχία και συντακτική εξουσία από την κάθε «οντότητα» (Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους) ξεχωριστά.
(β) Τα επιχειρήματά σας αγνοούν ότι η Συμφωνία κατοχυρώνει στην τουρκοκυπριακή κοινότητα δικαιώματα και προνόμια για πρώτη φορά, τα οποία αποκτούν ανεξαρτήτως της έκβασης των συνομιλιών. Το Σύνταγμα του 1960 δεν αναγνώριζε κυριαρχία στους τουρκοκύπριους. Αυτό έγινε, για πρώτη φορά από το 1960, στη Συμφωνία σας με τον κ. Έρογλου.
(γ) Θα ήθελα να επισημάνω ότι στα επιχειρήματα σας συγχέονται προτάσεις, που κατατέθηκαν από καιρού εις καιρόν στο τραπέζι των συνομιλιών, με μια συμφωνία, όπως η Συμφωνία σας με τον κ. Έρογλου. Άλλο προτάσεις και άλλο συμφωνία. Το αν στο παρελθόν υπήρξαν προτάσεις στις οποίες γινόταν αναφορά σε «συνιστώντα κράτη» δεν μπορεί να ταυτιστεί με το περιεχόμενο μιας Συμφωνίας. Οι προτάσεις γίνονται στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης με στόχο κάποια ανταλλάγματα. Στην περίπτωση της Συμφωνίας σας όμως έγιναν παραχωρήσεις στην τουρκική πλευρά, που είναι κεκτημένο της διαδικασίας χωρίς κάποιο ανάλογο αντάλλαγμα.
(δ) Η διαφωνία και ανησυχία που διατύπωσα στην επιστολή μου, ημερομηνίας 6 Φεβρουαρίου 2014, σε σχέση με το κατάλοιπο εξουσίας κρίνω πως είναι ορθή και δικαιολογημένη. Αυτό προκύπτει και από τη δική σας επιβεβαίωση ότι όντως έχετε εκχωρήσει το κατάλοιπο εξουσίας στα «συνιστώντα κράτη», αλλά και από τη γενική και αόριστη – κατά την άποψη μου - ερμηνεία για τον τρόπο που το ζήτημα αυτό θα αντιμετωπιστεί στο τραπέζι των συνομιλιών. Όχι μόνο αναγνωρίζετε ότι το κατάλοιπο εξουσίας παραχωρήθηκε χωρίς επαρκή ρύθμιση του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται, αλλά προχωρείτε και στη λανθασμένη άποψη ότι αυτό ήταν φυσιολογικό να γίνει διότι, όπως αναφέρετε, το κατάλοιπο εξουσίας στα ομοσπονδιακά κράτη «ανήκει κατά κανόνα» στις ομόσπονδες πολιτείες. Επιτρέψετε μου να πω ότι η παραδοχή αυτή δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Δεν είναι δυνατόν να εκχωρούνται στην άλλη πλευρά τόσο σοβαρά θέματα χωρίς σαφή ρύθμιση, χωρίς ανταλλάγματα με το επιχείρημα ότι «αυτό ισχύει κατά κανόνα στις ομόσπονδες πολιτείες». Επισημάνω πως σήμερα λειτουργούν στον κόσμο επιτυχημένα ομοσπονδιακά πολιτεύματα τα οποία διατηρούν το κατάλοιπο εξουσίας στην ομοσπονδιακή τους Κυβέρνηση. Η Ινδία και ο Καναδάς είναι μόνο δυο τέτοια παραδείγματα. Επομένως, το ότι στην προκειμένη περίπτωση εσείς επιλέξατε να εκχωρήσετε το κατάλοιπο εξουσίας στα «συνιστώντα κράτη» αυτό αποτελεί εκ των πραγμάτων μια σημαντική υποχώρηση και δωρεά της πλευράς μας και μάλιστα χωρίς να έχει κερδηθεί οποιοδήποτε αντάλλαγμα.
(ε) Πρέπει να υπενθυμίσω ότι τα ζητήματα στο Κυπριακό εξελίσσονται κυρίως σε ένα πολιτικό πλαίσιο. Παρόλο που η ένωση και η απόσχιση απαγορεύονται ρητά από το Σύνταγμα και τις σχετικές Συνθήκες του 1960, η Τουρκία έχει εισβάλει και διχοτομήσει το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη συνεχιζόμενη κατοχή, συντηρεί μια αποσχιστική οντότητα και προωθεί δια του τουρκικού στρατού κατοχής την «ομαλοποίηση» των δεδομένων που έχει δημιουργήσει επί του εδάφους. Με το να γίνονται τόσο σημαντικές παραχωρήσεις προς την τουρκική πλευρά, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να ενθαρρύνονται τα διχοτομικά και αποσχιστικά σχέδια της Τουρκίας στην Κύπρο.
Εξακολουθώ να έχω την άποψη πως με τη Συμφωνία εκχωρείται στους Τουρκοκύπριους κυριαρχία και εξουσίες, οι οποίες ούτε απορρέουν από το Σύνταγμα του 1960 ούτε και προϋπήρξαν σε οποιοδήποτε κείμενο συμφωνίας στο παρελθόν.
4. Νοθευμένα τα τρία singles
Υποστηρίζετε στην επιστολή σας ότι οι τρείς βασικές αρχές που πρέπει να διακρίνουν ένα κράτος, δηλαδή Διεθνής Προσωπικότητα, Κυριαρχία και Ιθαγένεια, είναι ξεκάθαρα στη Συμφωνία. Δυστυχώς όμως, το κείμενο της Συμφωνίας δεν μπορεί να υποστηρίξει τη θέση αυτή.
4. Νοθευμένα τα τρία singles
Υποστηρίζετε στην επιστολή σας ότι οι τρείς βασικές αρχές που πρέπει να διακρίνουν ένα κράτος, δηλαδή Διεθνής Προσωπικότητα, Κυριαρχία και Ιθαγένεια, είναι ξεκάθαρα στη Συμφωνία. Δυστυχώς όμως, το κείμενο της Συμφωνίας δεν μπορεί να υποστηρίξει τη θέση αυτή.
Α. Διεθνής προσωπικότητα
Παρουσιάζετε το ζήτημα της διεθνούς προσωπικότητας ως τελεσίδικα λυμένο στη Συμφωνία. Παραγνωρίζει όμως ότι οι εξουσίες που δίνονται (ή και άλλες που ενδεχομένως να δοθούν στα «συνιστώντα κράτη») σε συνδυασμό με το ότι αυτά θα έχουν το κατάλοιπο εξουσίας, δημιουργεί μια προοπτική νόθευσης της «μίας και μόνης διεθνούς προσωπικότητας». Η Συμφωνία δεν ξεκαθαρίζει κατά πόσο τα συνιστώντα κράτη θα έχουν τη δυνατότητα διακριτής διεθνούς εκπροσώπησης, της συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς, να συνάπτουν συμφωνίες, να έχουν εμπορικές πολιτισμικές ή άλλες σχέσεις με κράτη και οργανισμούς. Μόνο εάν αυτό ξεκαθαριζόταν στη Συμφωνία, θα μπορούσαμε να μιλούμε για μια καθαρή και μόνη διεθνή προσωπικότητα. Από τη στιγμή που αυτό δεν γίνεται, η Συμφωνία είναι ασαφής και επί της μίας διεθνούς προσωπικότητας.
Παρουσιάζετε το ζήτημα της διεθνούς προσωπικότητας ως τελεσίδικα λυμένο στη Συμφωνία. Παραγνωρίζει όμως ότι οι εξουσίες που δίνονται (ή και άλλες που ενδεχομένως να δοθούν στα «συνιστώντα κράτη») σε συνδυασμό με το ότι αυτά θα έχουν το κατάλοιπο εξουσίας, δημιουργεί μια προοπτική νόθευσης της «μίας και μόνης διεθνούς προσωπικότητας». Η Συμφωνία δεν ξεκαθαρίζει κατά πόσο τα συνιστώντα κράτη θα έχουν τη δυνατότητα διακριτής διεθνούς εκπροσώπησης, της συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς, να συνάπτουν συμφωνίες, να έχουν εμπορικές πολιτισμικές ή άλλες σχέσεις με κράτη και οργανισμούς. Μόνο εάν αυτό ξεκαθαριζόταν στη Συμφωνία, θα μπορούσαμε να μιλούμε για μια καθαρή και μόνη διεθνή προσωπικότητα. Από τη στιγμή που αυτό δεν γίνεται, η Συμφωνία είναι ασαφής και επί της μίας διεθνούς προσωπικότητας.
Υπενθυμίζω πως, όπως ανέφερα και στην προηγούμενη επιστολή μου, και οι συνομοσπονδίες έχουν μια διεθνή προσωπικότητα. Το κατά πόσο τα συντακτικά τους μέρη συνεχίζουν να έχουν το δικαίωμα διεθνούς εκπροσώπησης είναι άσχετο και διαφορετικό θέμα συζήτησης.
Β. Κυριαρχία
Επαναλαμβάνω την άποψη μου ότι στη Συμφωνία η «ενιαία κυριαρχία» περιγράφεται ως η κυριαρχία εκείνη «την οποία απολαμβάνουν όλα τα Κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με τον Χάρτη». Αυτή η κυριαρχία δεν είναι παρά η λεγόμενη «εξωτερική κυριαρχία» που είναι το άλλο όνομα της «ανεξαρτησίας» των κρατών που απολαμβάνουν, το ένα έναντι του άλλου, την «κυρίαρχη ισότητα» του Χάρτη. Δεν πρόκειται για την «ενιαία κυριαρχία» την οποία επιζητούμε στην Κύπρο και η οποία αναφέρεται στην εσωτερική αδιάσπαστη ενότητα και κυριαρχία του Κυπριακού κράτους, η οποία προέρχεται από το λαό του και ασκείται για το λαό. Εξάλλου, για να μην δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για την πραγματική έννοια του όρου «ενιαία κυριαρχία» στη συγκεκριμένη Συμφωνία, το κείμενο αναφέρει ότι «εκπηγάζει ισομερώς από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους». Όμως, η κυριαρχία, ως νομική έννοια, είναι εξ ορισμού ενιαία και επομένως δεν νοείται διαίρεση της χωρίς να καταργείται το ενιαίο της. Μέσω της συγκεκριμένης Συμφωνίας η πλευρά μας συμφωνεί ότι διαιρείται, αφού στο κείμενο αναφέρεται ότι αυτή προέρχεται, και μάλιστα εξ ίσου, από δυο οντότητες, τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, οι οποίες αποκτούν δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Άρα, οι Τουρκοκύπριοι θα ισχυριστούν ότι αποκτούν το δικαίωμα να αποσκιρτήσουν στο μέλλον ή ακόμη και να χρησιμοποιήσουν την παρούσα Κοινή Δήλωση στις αποσχιστικές επιδιώξεις τους, ακόμα και άμεσα, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αποδώσουν τη λύση που επιδιώκουν.
Η προσπάθεια που γίνεται στην επιστολή σας να αντικρουστούν αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι πειστική:
(α) Η Συμφωνία δεν ξεκαθαρίζει τη φύση του δικαιώματος που δίδεται για χωριστά δημοψηφίσματα. Η θέση σας ότι δίνεται μόνο συντακτικό δικαίωμα είναι απλώς μια ερμηνεία που δίνεται μετά τη Συμφωνία. Εν πάση περιπτώσει, από πού αντλούν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι χωριστή συντακτική εξουσία; Το Σύνταγμα του 1960 δεν τους δίνει τέτοια εξουσία.
Επαναλαμβάνω την άποψη μου ότι στη Συμφωνία η «ενιαία κυριαρχία» περιγράφεται ως η κυριαρχία εκείνη «την οποία απολαμβάνουν όλα τα Κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με τον Χάρτη». Αυτή η κυριαρχία δεν είναι παρά η λεγόμενη «εξωτερική κυριαρχία» που είναι το άλλο όνομα της «ανεξαρτησίας» των κρατών που απολαμβάνουν, το ένα έναντι του άλλου, την «κυρίαρχη ισότητα» του Χάρτη. Δεν πρόκειται για την «ενιαία κυριαρχία» την οποία επιζητούμε στην Κύπρο και η οποία αναφέρεται στην εσωτερική αδιάσπαστη ενότητα και κυριαρχία του Κυπριακού κράτους, η οποία προέρχεται από το λαό του και ασκείται για το λαό. Εξάλλου, για να μην δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για την πραγματική έννοια του όρου «ενιαία κυριαρχία» στη συγκεκριμένη Συμφωνία, το κείμενο αναφέρει ότι «εκπηγάζει ισομερώς από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους». Όμως, η κυριαρχία, ως νομική έννοια, είναι εξ ορισμού ενιαία και επομένως δεν νοείται διαίρεση της χωρίς να καταργείται το ενιαίο της. Μέσω της συγκεκριμένης Συμφωνίας η πλευρά μας συμφωνεί ότι διαιρείται, αφού στο κείμενο αναφέρεται ότι αυτή προέρχεται, και μάλιστα εξ ίσου, από δυο οντότητες, τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, οι οποίες αποκτούν δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Άρα, οι Τουρκοκύπριοι θα ισχυριστούν ότι αποκτούν το δικαίωμα να αποσκιρτήσουν στο μέλλον ή ακόμη και να χρησιμοποιήσουν την παρούσα Κοινή Δήλωση στις αποσχιστικές επιδιώξεις τους, ακόμα και άμεσα, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αποδώσουν τη λύση που επιδιώκουν.
Η προσπάθεια που γίνεται στην επιστολή σας να αντικρουστούν αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι πειστική:
(α) Η Συμφωνία δεν ξεκαθαρίζει τη φύση του δικαιώματος που δίδεται για χωριστά δημοψηφίσματα. Η θέση σας ότι δίνεται μόνο συντακτικό δικαίωμα είναι απλώς μια ερμηνεία που δίνεται μετά τη Συμφωνία. Εν πάση περιπτώσει, από πού αντλούν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι χωριστή συντακτική εξουσία; Το Σύνταγμα του 1960 δεν τους δίνει τέτοια εξουσία.
(β) Θεωρώ ότι επιχειρείτε να ωραιοποιήσετε τη διαίρεση της κυριαρχίας, όπως αυτή προνοείται στη Συμφωνία, με αναφορές σχετικά με τις αρμοδιότητες ή εξουσίες που θα εκχωρηθούν στην ομόσπονδη κυβέρνηση και στα «συνιστώντα κράτη». Σημειώνω ακόμα ότι αναφέρεστε σε «ομόσπονδο κράτος», αναφορά που δεν γίνεται στη Συμφωνία. Η δική σας ερμηνεία δεν αναιρεί το γεγονός ότι η αναφορά που γίνεται στη Συμφωνία για την κυριαρχία είναι αβέβαιη, ασαφής και επικίνδυνη για τα συμφέροντα του Κυπριακού Ελληνισμού.
(γ) Ούτε το επιχείρημα ότι τα τρία singles θα περιλαμβάνονται στο Ομοσπονδιακό Σύνταγμα μπορεί να αναιρέσει τον προβληματικό χαρακτήρα της πρόνοιας για την κυριαρχία στη Συμφωνία. Κατ’ αρχήν, τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει στη Συμφωνία και, δεύτερο και σημαντικότερο, αν η πρόνοια για την κυριαρχία στο Σύνταγμα θα είναι η ίδια με αυτή της Συμφωνίας, τότε το πρόβλημα θα παραμείνει το ίδιο.
(δ) Τέλος, για τέταρτη φορά παραβλέπεται το γεγονός ότι η διατύπωση που γίνεται στη Συμφωνία περί απαγόρευσης της ένωσης, της απόσχισης και της διχοτόμησης δεν μπορεί να άρει τις ανησυχίες περί της αποκτήσεως του δικαιώματος αυτοδιάθεσης από τους Τουρκοκύπριους, διότι αυτό το επιδιώκουν ούτως ή άλλως από το 1963, με τη υποστήριξη της Τουρκίας.
Γ. Ιθαγένεια
Η επιχειρηματολογία σας δεν κατορθώνει να αντιμετωπίσει με επιτυχία ούτε τα προβλήματα που προκύπτουν από τη Συμφωνία στο θέμα της μιας και μόνης ιθαγένειας. Η αναγνώριση «διακριτής ταυτότητας και ακεραιότητας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων», όπως και οι σχετικές αναφορές που γίνονται για το ζήτημα της ιθαγένειας δημιουργούν εύλογες ανησυχίες και προβληματισμούς. Η νομιμοποίηση της εθνοκάθαρσης που συντελέστηκε με την εισβολή το 1974, καθώς και η νομιμοποίηση των αποτελεσμάτων της συνεχιζόμενης κατοχής, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται από τη Συμφωνία, αλλά, αντίθετα, οι πρόνοιές της Συμφωνίας τείνουν να δικαιώσουν και την εθνοκάθαρση και τα αποτελέσματα της κατοχής.
Η επιχειρηματολογία σας δεν κατορθώνει να αντιμετωπίσει με επιτυχία ούτε τα προβλήματα που προκύπτουν από τη Συμφωνία στο θέμα της μιας και μόνης ιθαγένειας. Η αναγνώριση «διακριτής ταυτότητας και ακεραιότητας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων», όπως και οι σχετικές αναφορές που γίνονται για το ζήτημα της ιθαγένειας δημιουργούν εύλογες ανησυχίες και προβληματισμούς. Η νομιμοποίηση της εθνοκάθαρσης που συντελέστηκε με την εισβολή το 1974, καθώς και η νομιμοποίηση των αποτελεσμάτων της συνεχιζόμενης κατοχής, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται από τη Συμφωνία, αλλά, αντίθετα, οι πρόνοιές της Συμφωνίας τείνουν να δικαιώσουν και την εθνοκάθαρση και τα αποτελέσματα της κατοχής.
(α) Από τη στιγμή που η Συμφωνία δεν αντιμετωπίζει καθόλου το ζήτημα του εποικισμού, τότε παραμένει ασαφές το ποιοι θα είναι πολίτες της «ενωμένης Κύπρου» (όπως αναφέρεται στη Συμφωνία) και κατ’ επέκταση ποιοι θα είναι δικαιούχοι της ιθαγένειας του κράτους και της ιθαγένειας των συνιστώντων κρατών.
Καμία πρόνοια στη Συμφωνία δεν κάνει αναφορά ή παραπομπή στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως υποστηρίζετε, σχετικά με το ποιος μπορεί να είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεν συμφωνώ με την ερμηνεία σας σύμφωνα με την οποία η αποδοχή της πρόνοιας για εσωτερική ιθαγένεια απορρέει φυσιολογικά από την αποδοχή της πολιτικής ισότητας των δύο συνιστώντων κρατών. Τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ που αναφέρονται στην πολιτική ισότητα δεν κάνουν καμία αναφορά σε ζητήματα ξεχωριστής εσωτερικής ιθαγένειας. Αυτή είναι απλά μια νέα παραχώρηση στους «Τουρκοκυπρίους» (όρος που κατά την τουρκική πλευρά περιλαμβάνει όλους τους «πολίτες» του ψευδοκράτους), πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις.
Δεν συμφωνώ με την ερμηνεία σας σύμφωνα με την οποία η αποδοχή της πρόνοιας για εσωτερική ιθαγένεια απορρέει φυσιολογικά από την αποδοχή της πολιτικής ισότητας των δύο συνιστώντων κρατών. Τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ που αναφέρονται στην πολιτική ισότητα δεν κάνουν καμία αναφορά σε ζητήματα ξεχωριστής εσωτερικής ιθαγένειας. Αυτή είναι απλά μια νέα παραχώρηση στους «Τουρκοκυπρίους» (όρος που κατά την τουρκική πλευρά περιλαμβάνει όλους τους «πολίτες» του ψευδοκράτους), πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις.
(β) Δεν κατανοώ πως η παντελής απουσία αναφοράς στο πρόβλημα της εθνοκάθαρσης, των εποίκων, το προσφυγικό, το εδαφικό, την ασφάλεια και άλλα συναφή ζητήματα, «ενισχύει τον αγώνα μας για διασφάλιση του δικαιώματος επιστροφής και ελεύθερης εγκατάστασης των προσφύγων μας…».
Στην επιστολή σας αποκαλύπτετε μια ακόμα παραχώρηση. Αναφέρετε ότι «το δικαίωμα ψήφου για την Άνω Βουλή ή τη Γερουσία, όπου διασφαλίζεται η πολιτική ισότητα, θα ενασκείται όχι με βάση τον τόπο κατοικίας, αλλά την ιδιότητα του πολίτη της καθεμιάς των συνιστώσων πολιτειών».
....................................
-sigmalive.com