Η Αίγλη διάβαζε και ξαναδιάβαζε σοκαρισμένη το άμεσο, περιεκτικό και εξαιρετικά ωμό μήνυμα του Μιχαλιού και σε κάθε νέα ανάγνωση καινούργια ερωτηματικά γεννιόνταν και κύκλωναν σαν φίδια τη σκέψη της. Δεν ήταν η πρώτη φορά, μα ήταν ίσως η πιο χαρακτηριστική και γι αυτό η πιο συνταρακτική, που απορούσε για την ευκολία με την οποία έμπαινε -με την άνεση του ιδιοκτήτη- μέσα στη σκέψη της. Πώς είχε οσφρανθεί την ιδιαίτερη γοητεία που ασκούσε πάνω της το στήθος της; Πώς ήξερε ότι το ξεχώριζε από κάθε άλλο κομμάτι του σώματός της; Μάντευε άραγε τον φετιχισμό που έκανε τα συρτάρια της ντουλάπας της να ξεχειλίζουν από σουτιέν κάθε χρώματος και τύπου, σε πλήρη αντίθεση με τα υπόλοιπα γυναικεία αξεσουάρ που ήταν λιτά έως ανεπαρκή; Υποψιαζόταν πόσες χαρές είχε πάρει από αυτό το μικρό κομμάτι σάρκας, νεύρων και αδένων; Γνώριζε ότι το λάτρευε ως πηγή ηδονής και ζωής ταυτόχρονα; Μπορούσε να έχει εισιτήριο ελευθέρας στις ερωτικές της στιγμές όταν το άγγιγμα, το χάιδεμα, το πιπίλισμα, το δάγκωμα, το ρούφηγμα ανέβαζε την ηδονή σε δυσθεώρητα ύψη, λειτουργώντας σαν παραισθησιογόνο; Είχε σταθεί –ξωτικό αόρατο– δίπλα της στις ιερές στιγμές του θηλασμού των παιδιών της, όταν ένιωθε τη ζωή να μεταβιβάζεται στο βρέφος και πάλι να ξαναγυρίζει σε κείνη προκαλώντας σπασμούς στη μήτρα που παρέπεμπαν σε ερωτική διέγερση; Μα πάνω απ’ όλα, γιατί διάλεξε αυτή την τόσο συγκεκριμένη στιγμή για να της υποβάλλει αυτή την παράξενη –παρακμιακή θα την έλεγε- πρόταση; Πόσο καιρό την κυοφορούσε μέσα του; Με ποιο κριτήριο αποφάσισε ότι τώρα ήταν η καταλληλότερη ώρα; Πώς φαντάστηκε ότι αυτή ήταν ακριβώς η στιγμή που θα την εύρισκε ευάλωτη; Σκέφτηκε ότι αύριο ίσως θα είναι αργά; Ήταν σύμπτωση που τις αμέσως προηγούμενες μέρες είχε αφιερώσει ώρες πολλές μπροστά στον καθρέφτη της δοκιμάζοντας στηθόδεσμους, συγκρίνοντας τις διαφορετικές εικόνες και τελικά καμαρώνοντας ένα στήθος εξαιρετικά καλοδιατηρημένο;
Ήταν οι αναμνήσεις από στιγμές ή τα αναπάντητα ερωτηματικά που την έκαναν να ξεσπάσει σ’ ένα γοερό κλάμα; Λυγμοί την συντάραζαν σύγκορμη, κάτι ολότελα ασυνήθιστο. Η Αίγλη δεν συνήθιζε να εκτονώνει την πίκρα με κλάμα. Το θεωρούσε αναξιοπρεπές και είχε καταφέρει να έχει τον απόλυτο έλεγχο των δακρυγόνων αδένων της. Το πολύ-πολύ να επέτρεπε στον εαυτό της να βουρκώσει σε κάποια συγκινητική σκηνή μιας κινηματογραφικής ταινίας έχοντας την πλήρη κάλυψη της σκοτεινής αίθουσας. Γενικά όμως δεν έπαιρνε τοις μετρητοίς τις προτροπές των βιοψυχολόγων: “κλάψτε με την ψυχή σας, κάνει καλό.” Δεν αμφισβητούσε την εγκυρότητα των ερευνών που έχουν καταδείξει πως η χημική σύνθεση των δακρύων ποικίλει ανάλογα με την πηγή τους: τα δάκρυα θλίψης είναι γεμάτα τοξίνες που δεν ανιχνεύονται όμως στα δάκρυα χαράς ή σ’ εκείνα που φέρνει το καθάρισμα κρεμμυδιών. Της άρεσε η ιδέα πως τα δάκρυα είναι ένας μηχανισμός αυτοκάθαρσης, μια από κείνες τις απίστευτες πρόνοιες της φύσης που προστατεύουν και αποτοξινώνουν. Μα όλα αυτά τα αντιμετώπιζε σε θεωρητικό επίπεδο. Τώρα είχε την ευκαιρία να διαπιστώσει την ισχύ των θεωριών στην πράξη. Κάμποση ώρα μετά, τα αναφιλητά άρχισαν να αραιώνουν όπως οι κεραυνοί μετά από μια καλοκαιρινή μπόρα που κοπάζει κι όταν σταμάτησαν εντελώς φύσηξε τη μύτη, σκούπισε τα πρησμένα κόκκινα μάτια της κι ένιωσε ανακουφισμένη -λυτρωμένη για την ακρίβεια. Χωρίς να καταλάβει το γιατί, χωρίς να αναρωτηθεί για το πώς, σήκωσε αποφασιστικά το κεφάλι κι ένιωσε έτοιμη. Έτοιμη να κάνει αυτό το αρρωστημένο, το διεστραμμένο που της είχε ζητήσει. Να το κάνει για χάρη του, μόνο και μόνο επειδή της το είχε ζητήσει και χωρίς να παραγνωρίζει πόσο υποτιμητικό ήταν και για τους δυο τους.
Πήρε τη φωτογραφική μηχανή, γδύθηκε μπροστά στον καθρέφτη και βάλθηκε να σκηνοθετεί. Με μαύρο ή λευκό σουτιέν; Το κόκκινο θα ήταν πολύ εξεζητημένο; Το ροζ πολύ σαχλό; Μήπως να έβαζε τον ένα λοβό μέσα στη δαντελλένια θήκη και ν’ αφήσει τον άλλο αυθάδικα ελεύθερο; Με μια λεπτή εσάρπα που αγκάλιαζε χαλαρά τους ώμους και δενόταν σε κόμπο στην κοιλάδα ανάμεσα στα δύο βουναλάκια; Με το διάφανο καλοκαιρινό νυχτικό που το βαθύ του ντεκολτέ περισσότερο αποκάλυπτε παρά έκρυβε; Ή μ’ εκείνο το φανελάκι με τις λεπτές τιράντες, η μία από τις οποίες θα γλιστρούσε ανέμελα στο μπράτσο φέρνοντας στο φως ό,τι είχε προορισμό να καλύψει; Μήπως σημειολογικά άξιζε να δοκιμάσει να μιμηθεί τη σκηνοθεσία της φωτογραφίας που είχε λάβει; Όχι! Η σύγκριση δε θα μπορούσε να είναι υπέρ της. Η τελευταία αυτή σκέψη την έκανε να αντιληφθεί τη λάθος κατεύθυνση που είχε πάρει. Είχε μπερδέψει τη γυναικεία κοκεταρία με την υποταγή. Η φωτογραφία δεν αποσκοπούσε να τον πλανέψει, να τον προκαλέσει, να τον διεγείρει. “Το φυσικό είναι όμορφο”, της είχε γράψει. Πειθήνια είχε αποφασίσει να υπακούσει σε ένα νοσηρό αίτημα, τον παραλογισμό του οποίου πολύ καθαρά αναγνώριζε. Εντελώς γυμνή θα ποζάριζε.
Δεν ήταν εύκολο να πετύχει το εγχείρημα στον καθρέφτη- έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν υπήρξε καλή φωτογράφος. Ζήτησε τη βοήθεια του Άγγελου.
-Θέλω να φωτογραφίσεις τα βυζιά μου.
Έμεινε αποσβολωμένος –η λέξη δεν περιεχόταν στο λεξιλόγιό της. Απέφυγε να το σχολιάσει, μα η Αίγλη μπόρεσε να διακρίνει και την έκπληξη και τη θλίψη στο βλέμμα του, όσο κι αν προσπάθησε να την κρύψει –γνωρίζονταν τόσο καλά. Δεν αισθάνθηκε υποχρεωμένη να δώσει κάποια εξήγηση. Εκείνος αντίθετα προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ν’ αλαφρύνει την ατμόσφαιρα, να δείξει πως η επιθυμία της δεν ήταν δα και ανήκουστη.
-Το έχω ξανακάνει, θυμάσαι;
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Πώς δεν θυμάται! Η φωτογραφία μοστράρει στο οικογενειακό άλμπουμ. Η στιγμή του θηλασμού του γιου τους. Ο μαστός γεμίζει όλο το πλάνο, στρογγυλός, διογκωμένος από το γάλα. Διακρίνονται λεπτές γαλάζιες φλεβίτσες που σχηματίζουν πυκνό δίκτυο πάνω στην κατάλευκη επιφάνεια. Τα χειλάκια του βρέφους, λαίμαργα, απαιτητικά, κολλημένα στη ρώγα καλύπτουν σχεδόν όλη την άλω, ενώ μια σταγόνα από το λευκό υγρό έχει κυλήσει και έχει μείνει κρεμασμένη στην αιωνιότητα, χωρίς να πέφτει. Το μικρό χεράκι σφιγμένο σε γροθιά ακουμπάει κατακτητικά πάνω στην πηγή της απόλαυσής του υποδηλώνοντας: “δικό μου είναι.”
-Εκείνη την είχαν δει και τα μάτια του φωτογράφου που την εκτύπωσε. Ευτυχώς η ψηφιακή τεχνολογία μας απαλλάσσει από περιττούς μάρτυρες.
Χαμογέλασε πικρά. Να την μπρος στα μάτια της η τραγική ειρωνεία! Ο Άγγελος, σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας, βρισκόταν αλλού γι αλλού κι εκείνη βολευόταν με την άγνοιά του.
-Είσαι σίγουρη ότι το θέλεις πραγματικά;
Τράβηξε αποφασιστικά τη μπλούζα και στήθηκε μπροστά στο φακό με τους ώμους γυρτούς και το κεφάλι χαμηλά σαν να ’θελε να κρυφτεί παρά να ποζάρει. Ο Άγγελος διαμαρτυρήθηκε έντονα:
-Α, όχι! Δεν θα σε φωτογραφίσω σαν να ετοιμάζεσαι για το κρεματόριο. Αν είναι να το κάνουμε, θα το κάνουμε όπως του αξίζει. Θέλεις μια φωτογραφία για το μέλλον, έτσι δεν είναι; Σε δέκα χρόνια θα κάνουμε σύγκριση και στοιχηματίζω πως η φωτογραφία δεν θα πιάνει χαρτωσιά μπροστά στην πραγματικότητα.
Ο γλυκός της ο Άγγελος! Ήταν ολοφάνερη η προσπάθεια ν’ απαλύνει τον καημό της! Ήταν σκέτος αμοραλισμός που τον άφηνε στην πλάνη του. Μα κάποτε φτάνει για όλους η ώρα που η αδυναμία γίνεται κυρίαρχη. Αυτή ήταν η ώρα της Αίγλης κι είχε πολλές δικαιολογίες γι αυτό.
Συνεχίζεται...
Γιούλια Ολόμπλαβα