30.10.13

Ναυπηγεία Σκαραμαγκά: Τελικά έγιναν οι επιτροπές που… δεν έγιναν!

30/10/2013
           Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Η άποψή μου για τις κοινοβουλευτικές εξεταστικές επιτροπές είναι γνωστή – οι κρίνοντες δεν μπορεί να είναι και κρινόμενοι, που επιβεβαιώνεται από την πάγια πρακτική «τόσα πορίσματα, όσα και κόμματα».
Αλλά στην περίπτωση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, για τα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει ότι θα καταθέσει σχετική πρόταση, δεν πρόκειται καν περί αυτού.
Όχι μόνο επειδή μια εξεταστική δεν πρόκειται να λύσει το κορυφαίο ζήτημα (που είναι πως η χώρα που λέγεται Ελλάς, με 16 χιλιάδες χλμ. Ακτογραμμή δεν διαθέτει ναυπηγείο), ούτε το κορυφαίο πρόβλημα της επιβίωσης και λειτουργίας των Ναυπηγείων προς όφελος της χώρας και των εργαζομένων τους.
Αλλά και επειδή καταδεικνύει μια συμπεριφορά που κινείται μεταξύ επιπολαιότητας και μικροκομματικής σκοπιμότητας.
Δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο (και πιο λοιδορημένο τα τελευταία χρόνια) από την εξαγγελία «θα κάνουμε εξεταστική».
Για την υπόθεση, όπως είπαμε, έχουν γίνει δύο εξεταστικές.
Φαίνεται ότι ο κ. Τσίπρας, στην αρχή το ξέχασε και τώρα προσπαθεί να κάνει τη μέρα – νύχτα.
Έτσι, την περασμένη εβδομάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ, προσπάθησε να μας διαψεύσει με ένα «ενημερωτικό σημείωμα» που τελικά… επιβεβαιώνει αυτά τα οποία διαψεύδει!

Κατ’ αρχήν, υποστηρίζει πως η εξεταστική έγινε μεν, αλλά αφορούσε τον Τσοχατζόπουλο και όχι τον Βενιζέλο!
(Λες και δεν είναι γνωστό πως αν στη διάρκεια της εξεταστικής προκύψουν νέα στοιχεία για νέα πρόσωπα, αυτή μπορεί μια χαρά να διευρυνθεί).
Αναφέρεται, λοιπόν, στο σημείωμα του ΣΥΡΙΖΑ:
«Στις 28/4/2011 συνεδρίασε η Ολομέλεια της Βουλής, μετά από πρόταση βουλευτών του ΠΑΣΟΚ και αποφάσισε τη σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια Προκαταρκτικής Εξέτασης, ώστε να διερευνηθεί ενδεχόμενη ποινική ευθύνη, μόνον του Τσοχατζόπουλου σχετικά με τα υποβρύχια. Η διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή έγινε για να διερευνηθούν οι τυχόν ευθύνες όλων των υπουργών (και όχι μόνο του Τσοχατζόπουλου) μέχρι το 2009. Ήταν επιλογή του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ να διαχωριστεί η εξέταση και να γίνει προκαταρκτική για τον Τσοχατζόπουλο και να παραπεμφθεί το θέμα της εξέτασης των άλλων υπουργών στην Ειδική Διαρκή Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων και Συμβάσεων της Βουλής. Η Ειδική Διαρκής Επιτροπή Εξοπλιστικών και Συμβάσεων, δεν έχει χαρακτήρα εξεταστικής ή προανακριτικής. Της δόθηκε με τροποποίηση των διατάξεων του κανονισμού της βουλής, στις 16.5.11, η «εξουσία συλλογής πληροφοριών και εγγράφων, όπως και κλήσης και εξέτασης προσώπων». Όπως είχε πει ο εισηγητής του ΠΑΣΟΚ κ. Μπόλαρης στη συνεδρίαση (28/4/11) «το όλο χρονικό διάστημα (δηλαδή από το 2000-2009) θα εξεταστεί από την ειδική επιτροπή που έχει η Βουλή για τους εξοπλισμούς, έτσι ώστε, εάν από εκεί προκύψουν στοιχεία για άλλους υπουργούς ενδεχόμενων αξιοποίνων πράξεων, να έρθουν στην προκαταρκτική επιτροπή, η οποία προτείνουμε να συσταθεί σήμερα». Ο εισηγητής μας Θ. Δρίτσας, πολύ σωστά είχε υποστηρίξει τότε ότι “αυτή η πρόταση για απευθείας σύσταση διενέργειας προκαταρτικής εξέτασης... για τυχόν ευθύνες του κ. Τσοχατζόπουλου…. είναι μια πρόταση συγκάλυψης. …Και είναι και αντίθετο με την πρόταση της εισαγγελίας, η οποία μιλάει για διερεύνηση τυχόν ευθυνών και του κ. Τσοχατζόπουλου και όλων των άλλων μελών του ΚΥΣΕΑ και των κυβερνήσεων. Πώς είναι δυνατόν να περιορίζεται αυτή η επιλογή αυτήν τη στιγμή; Πώς μπορεί να οδηγήσει σε πραγματική διερεύνηση; Ένας άνθρωπος τα έκανε όλα αυτά;”».
Επομένως, είτε συμφωνεί κανείς με την μεθοδολογία είτε όχι, οι δύο εξεταστικές έγιναν.
Η μεν προκαταρκτική αφορούσε τον Τσοχατζόπουλο, η δε άλλη είχε λάβει ειδικές εξουσίες (με τροποποίηση του Κανονισμού) να συλλέξει πληροφορίες και να εξετάσει μάρτυρες, ώστε αν προέκυπταν αξιόποινα στοιχεία και για άλλα πρόσωπα, αυτά να οδηγηθούν στην προκαταρκτική.
Πράγματι, η απόφαση ήταν οι δύο αυτές επιτροπές να λειτουργήσουν παράλληλα και… κάπου να συναντηθούν.
Και πράγματι, τότε, κάποιοι από εμάς είχαν διαφωνήσει με την διαδικασία και την είχαν λοιδορήσει.
Και πράγματι, η προανακριτική για τον Τσοχατζόπουλο ολοκληρώθηκε στις 6 Ιουνίου του 2011 και η άλλη ξεκίνησε τις εργασίες της στις 6 Ιουλίου 2011.
Αλλά αυτό δεν αποτελεί απάντηση στο ερώτημα τι χρειάζεται μια τρίτη Εξεταστική, αφού έχουν γίνει ήδη δύο και αφού έχει ολοκληρωθεί η δίκη Τσοχατζόπουλου, έχουν καταδικαστεί 17 κατηγορούμενοι και έχουν δημευθεί περιουσίες και κατασχεθεί τραπεζικοί λογαριασμοί.
Αν υπήρχαν άλλα στοιχεία, αυτά δεν θα είχαν αναδειχθεί μέσα από τη διαδικασία δύο Επιτροπών (έστω και αν δεν λειτούργησαν τελικά παράλληλα) ή μιας πολύμηνης διαδικασίας στο ακροατήριο;
Και τι σημασία έχει αν κάποιος δεν κλήθηκε ως μάρτυρας, αλλά για ενημέρωση;
Με τις λέξεις παίζουμε;
Προφανώς.
Διότι την ίδια μέρα που δόθηκε στη δημοσιότητα το περίφημο ενημερωτικό σημείωμα (που επιβεβαίωνε ότι έγιναν δύο εξεταστικές), ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ σ’ αυτές και υπεύθυνος του Τομέα Άμυνας του κόμματος, Θ. Δρίτσας, σε συνέντευξή του στον Σκάι και στον Κώστα Αλατζά (που κατέθεσε στην εξεταστική) στο ερώτημα του δημοσιογράφου «ποια είναι τα αναπάντητα ερωτήματα», απάντησε:
«Κοιτάξτε να δείτε. Να πω καταρχήν αναφορικά με τον στόχο. Ο στόχος της πρωτοβουλίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διερεύνηση όλων αυτών των ζητημάτων που έχουν οδηγήσει αυτή τη στιγμή σε πλήρες, σε ένα νέο πλήρες αδιέξοδο. Είναι τραγικό γιατί συμβαίνει για μια ακόμη φορά. Δεν είναι η πρώτη φορά. Από τις αρχές του 2000 αυτή η ιστορία ταλανίζει και το Πολεμικό Ναυτικό και τον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό και την ελληνική κοινωνία. Ανακυκλώθηκε μετά το 2010 με υποσχέσεις ότι ξεμπερδεύουμε, αλλά που οδήγησαν σε νέα αναπαραγωγή αδιεξόδων».
Και:  

«Η Επιτροπή θα πρέπει να εξετάσει τις αιτίες του αδιεξόδου, έτσι ώστε όχι μόνο να διερευνηθούν τυχόν ευθύνες – αναγκαία παράμετρος αυτή – αλλά μέσα από αυτό κυρίως αυτό που μας ενδιαφέρει είναι να δοθεί η δυνατότητα ώστε να υπάρξουν λύσεις, ώστε και τα Ναυπηγεία να ξαναλειτουργήσουν και οι θέσεις εργασίας να διαφυλαχθούν και τα υποβρύχια επιτέλους να τα αποκτήσει το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό».
Επειδή είναι γνωστό πως μια εξεταστική επιτροπή ερευνά το ενδεχόμενο διάπραξης αξιόποινων πράξεων και δεν περιμένει κανείς από αυτή να… δώσει λύσεις (αυτές είναι ευθύνη άλλων), ο δημοσιογράφος επιμένει:   

«Ξέρετε όταν ακούει ο ελληνικός λαός μια πρόταση για σύσταση εξεταστικής επιτροπής επειδή έχουνε γίνει και πάρα πολλές εξεταστικές επιτροπές όπως πολύ καλά γνωρίζετε κ. Δρίτσα αυτομάτως του έρχεται στο μυαλό ότι κάτι το αξιόποινο έχει διαπραχθεί. Τώρα με τον τρόπο που βάζετε εσείς το ζήτημα δεν βλέπω κάτι τέτοιο να διαφαίνεται στον ορίζοντα».
Και η απάντηση:  

«Δείτε… Η ζημία του ελληνικού δημοσίου είναι προφανής και απ’ αυτήν την έννοια ενδεχομένως να υπάρχουν και αξιόποινες πράξεις, παραλείψεις και άλλες ενέργειες που πρέπει να ελεγχθούν. Αυτό δεν μπορεί να διαχωριστεί, το ένα πηγαίνει μαζί με το άλλο. Αλλά η εξεταστική επιτροπή καταρχήν δεν απευθύνεται σε πρόσωπα και η αναφορά στον κ. Βενιζέλο ή στον κ. Παπακωνσταντίνου δεν είναι απαγγελία κατηγορίας, είναι οι υπεύθυνοι Υπουργοί που οργάνωσαν αυτήν την σύμβαση του 2010, η οποία για μια ακόμη φορά αποδείχθηκε ευνοϊκή για τα συμφέροντα των επιχειρηματιών και δυσμενέστατη, τραγικά δυσμενέστατη, καταστροφική για τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου. Αυτά δεν μπορεί κανείς να τα αγνοήσει. Αντίθετα θα έλεγα μάλιστα ότι είναι τόσο προφανή ώστε οι ίδιοι, τα πολιτικά πρόσωπα που διαχειρίστηκαν αυτές τις υποθέσεις και οργάνωσαν και τις συμβάσεις και στην συνέχεια την υλοποίησή τους θα έπρεπε οι ίδιοι να είχαν ζητήσει τέτοιου είδους έρευνα…».
Μα αφού μια εξεταστική επιτροπή δεν ερευνά πρόσωπα (κάτι που δεν είναι αλήθεια, διότι πρόσωπα ερευνά και αν προκύψουν και νέα πρόσωπα επεκτείνεται), τότε προς τι τα περί περιορισμού στο πρόσωπο του Τσοχατζόπουλου που ψέγει με το σημείωμά του ο ΣΥΡΙΖΑ;
Και συγγνώμη, αλλά μια προανακριτική επιτροπή έχει εισαγγελικές αρμοδιότητες, αναζητά ποινικές ευθύνες, όχι πολιτικές και εκδίδει πόρισμα που συζητείται στην Ολομέλεια με σκοπό την παραπομπή προσώπων στη Δικαιοσύνη – δεν είναι δουλειά της να αναζητά το πώς φτάσαμε ως εδώ και τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα για να αρθεί το αδιέξοδο.
Η υπόθεση των υποβρυχίων είναι μια βρωμερή υπόθεση, καθώς γι’ αυτά δόθηκαν μίζες, βεβαιωμένες και από την ελληνική και από την γερμανική δικαιοσύνη.
Σύμφωνα με την εισαγγελία του Μονάχου, η Ferrostaal (η εταιρία που προωθούσε τα προϊόντα της HDW, η οποίαέδωσε στην Ελλάδα μίζες 82 εκ ευρώ για τα τρία υποβρύχια τύπου 214 (ανάμεσά τους και το «Παπανικολής») που τελικά έγιναν τέσσερα, μέσω των επίμαχων συμβάσεων του 2000 και του 2002.
Τον Φεβρουάριο του 2011, το γερμανικό περιοδικό «Ντερ Σπήγκελ» δημοσίευσε πληροφορίες για ύποπτες πληρωμές ύψους 55 εκ ευρώ σχετικά με την πώληση στην Ελλάδα των τριών (που έγιναν τέσσερα) υποβρυχίων που ναυπηγήθηκαν στο Κίελο από την γερμανική εταιρία HDW.
Επίσης τον Φεβρουάριο του 2011, έγινε γνωστό πως μετά τα νέα στοιχεία που είχε βρει το ΣΔΟΕ, υπήρξε και νέο αίτημα της εισαγγελίας της Αθήνας προς τη Γερμανία για δικαστική συνδρομή.
Είχε ήδη προηγηθεί μια αποστολή από την Εισαγγελία του Μονάχου στην Εισαγγελία Πρωτοδικών.
Επρόκειτο για δεκάδες έγγραφα από τη γερμανική δικογραφία με στοιχεία και μαρτυρικές καταθέσεις που αφορούν το ελληνικό σκέλος της υπόθεσης.
(Θυμίζω ότι εκείνη την περίοδο ο Τσοχατζόπουλος είχε μηνύσει το Σπήγκελ και είχε κερδίσει τα ασφαλιστικά μέτρα που επέβαλαν στο περιοδικό να μην αναφέρει το όνομά του, έως ότου εκδικαστεί η υπόθεση).
Θυμίζω επίσης ότι στις 25 Μαρτίου 2011 (όπως προκύπτει και από ρεπορτάζ της Γιάννας Παπαδάκου για το «Βήμα») «απόφαση-βόμβα του Ειρηνοδικείου του Μονάχου αποκαλύπτει ότι μέρος των 138 εκ. ευρώ που καταβλήθηκαν στις εταιρείες των επιχειρηματιών κ.κ. Αλ. Αβατάγγελου και Μ. Ματαντού δόθηκαν ως μίζες σε ελληνικά υπουργεία, αλλά και στο... Πολεμικό Ναυτικό της χώρας για την παραγγελία των υποβρυχίων».
Καθώς οι αποκαλύψεις ήσαν καταιγιστικές (και λόγω της συνεχιζόμενης διερεύνησης της υπόθεσης στη Γερμανία) στα τέλη Μαρτίου 2011, σε σύσκεψη υπό τον τότε πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου, συζητήθηκε το θέμα και η διαρροή ήταν πως ο κ. Παπανδρέου «δεν είναι αρνητικός για μια εξεταστική επιτροπή»…
Τότε (30 Μαρτίου 2011), ο κ. Βενιζέλος, ως υπουργός Άμυνας, είχε ανακοινώσει ότι στην υπόθεση των υποβρυχίων το Δημόσιο θα παραστεί ως πολιτικός ενάγων.
Την 1η Απριλίου 2011, συζητήθηκε επίκαιρη ερώτηση του προέδρου του ΛΑΟΣ Γ. Καρατζαφέρη, ο οποίος είπε πως στην υπόθεση εμπλέκεται όλο το τότε ΚΥΣΕΑ – και ο κ. Παπανδρέου, αν και απουσίαζε από τη συγκεκριμένη συνεδρίαση.
Στις 5 Απριλίου 2011, η δικογραφία για τα υποβρύχια διαβιβάστηκε στη Βουλή από τον αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αθανάσιο Κατσιρώδη, ο οποίος ζητούσε  να διερευνηθούν τυχόν ποινικές ευθύνες του Ακη Τσοχατζόπουλου και άλλων μελών της κυβέρνησης Σημίτη, που συναποφάσισαν την απευθείας ανάθεση της ναυπήγησης των τεσσάρων υποβρυχίων, καθώς και τυχόν ευθύνες των επομένων κυβερνήσεων που ασχολήθηκαν με τα θέματα υλοποίησης των συμβάσεων αυτών και ενδεχομένως είχαν την δυνατότητα για επαναδιαπραγμάτευση των συμβάσεων και ενεργοποίηση των ρητρών.
Με δεδομένο, όμως, ότι ονομαστικά αναφερόταν μόνο ο Τσοχατζόπουλος, είναι προφανές πως δεν μπορούσαν να στηθούν κάλπες για άλλα πρόσωπα, χωρίς να προκύπτουν από τη δικογραφία.
Άλλωστε ο αντεισαγγελέας έκανε γενική αναφορά και ζητούσε να ερευνηθούν από τη Βουλή – οπότε και θα μπορούσε να διευρυνθεί το κατηγορητήριο.
Την ίδια μέρα, μιλώντας στο ραδιοσταθμό Βήμα 99.5 ο Γιάννος Παπαντωνίου, ο οποίος διαδέχθηκε τον Άκη Τσοχατζόπουλο στο υπουργείο Άμυνας, δήλωνε:
«Προφανώς και δεν υπέπεσε κάτι στην αντίληψή μου. Εξάλλου, οι Γερμανοί έκαναν 10 χρόνια για να υποπέσει στη δική τους και το φαγοπότι οργανώθηκε στη Γερμανία». Και παραδέχθηκε ότι το «φαγοπότι «συνεχιζόταν και τα επόμενα χρόνια κατά τη διάρκεια εκτέλεσης της σύμβασης, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Όσο εκτελείται μια σύμβαση, προφανώς ως το τέλος της σύμβασης το φαγοπότι εξακολουθεί να διαρκεί».

Στις 15 Απριλίου 2011, το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε πρόταση για απευθείας σύσταση επιτροπής διενέργειας προκαταρκτικής εξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 86 παρ. 3 του Συντάγματος, για την υπόθεση της διακίνησης μαύρου χρήματος με αφορμή τη σύμβαση των υποβρυχίων του Πολεμικού Ναυτικού κατά την περίοδο της θητείας του κ. Α. Τσοχατζόπουλου στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας.

Τότε ανακοινώθηκε πως όλες οι άλλες πτυχές της υπόθεσης των υποβρυχίων θα συζητούνταν στην αρμόδια Ειδική Διαρκή Επιτροπή Αμυντικών Εξοπλισμών και Συμβάσεων.

Στις 28 Απριλίου 2011, ο Τσοχατζόπουλος έκανε χρήση του δικαιώματός του να εκθέσει τις απόψεις του στη συνεδρίαση της Ολομέλειας που θα αποφάσιζε την σύσταση της προκαταρκτικής επιτροπής.

Κατά τη συνεδρίαση, η Ν.Δ., αλλά και το σύνολο της αντιπολίτευσης (ο ΛΑΟΣ αποχώρησε επειδή η υπόθεση επικεντρωνόταν στον Τσοχατζόπουλο) επέκρινε τον κ. Βενιζέλο για το γεγονός ότι στην προανακριτική επιτροπή δεν θα διερευνηθούν τυχόν ευθύνες και άλλων εμπλεκόμενων στην υπόθεση προσώπων, υποστηρίζοντας τη δική της πρόταση για συνολική διερεύνηση.

Παρ’ όλα αυτά, η πρόταση για σύσταση προανακριτικής επιτροπής για τον Τσοχατζόπουλο υπερψηφίστηκε με ευρεία πλειοψηφία 226 βουλευτών.

Θυμίζω ότι τότε ξέσπασε πόλεμος δηλώσεων μεταξύ Ν.Δ. και ΛΑΟΣ, με τον πρώην υπουργό Άμυνας Ευάγγελο Μεϊμαράκη να αποκαλύπτει ότι ο πρόεδρος του ΛΑ.Ο.Σ. τον πίεζε να παραλάβει τα γερμανικά υποβρύχια και τη Ν.Δ. να επικαλείται σειρά ερωτήσεων σχετικά με το θέμα.

Στις 3 Μαΐου 2011 ο κ. Βενιζέλος κατέθεσε πρόταση για διερεύνηση της υπόθεσης των υποβρυχίων από την ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή αμυντικών εξοπλισμών και συμβάσεων, από την περίοδο υπουργίας του και τους χειρισμούς που ο ίδιος έκανε τα τελευταία δύο χρόνια.

Σ’ εκείνη τη συνεδρίαση, η Ν.Δ. ζήτησε να προσλάβει η επιτροπή χαρακτήρα εξεταστικής και να εκδώσει και πόρισμα.

Η προανακριτική επιτροπή συγκροτήθηκε σε σώμα στις 10 Μαΐου 2011, με πρόεδρο τον Μάρκο Μπόλαρη και ξεκίνησε τις εργασίες της δυο μέρες μετά, με πρώτους μάρτυρες έξι δημοσιογράφους και σ’ αυτήν κατέθεσαν και οι υπάλληλοι του ΣΔΟΕ που είχαν συντάξει το πόρισμα για τα αντισταθμιστικά οφέλη, καθώς και στελέχη της Αρχής Καταπολέμησης Μαύρου χρήματος.

Στην επιτροπή κατέθεσε και ο, καταδικασμένος σήμερα, πρώην γενικός διευθυντής Εξοπλισμών, την περίοδο 1997-2000, Γιάννης Σμπώκος, οι εμπλεκόμενοι «επιχειρηματίες», ο ίδιος ο Τσοχατζόπουλος, οι πρώην υπουργοί Άμυνας και ένα σωρό άλλοι – δηλαδή κόσμος και λαός…

Στις 6 Ιουνίου 2011, ομόφωνα (πλην ΛΑΟΣ που δεν έλαβε μέρος) η προανακριτική αποφάσισε την παραπομπή Τσοχατζόπουλου για τα αδικήματα της παθητικής δωροδοκίας σε βάρος του δημοσίου και της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

Στο πόρισμα καταγράφονταν σε αστερίσκους οι θέσεις των τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης για τρεις επιπλέον κατηγορίες – η ΝΔ πρότεινε τη δίωξη Τσοχατζόπουλου και για το αδίκημα της «παραβίασης μυστικών της πολιτείας», το ΚΚΕ «της απιστίας σε σχέση με το περιεχόμενο και την εφαρμογή της αρχικής σύμβασης» και ο ΣΥΡΙΖΑ της «απιστίας και της ηθικής αυτουργίας σε απιστία».

Επίσης, η Προανακριτική ζήτησε από τον πρόεδρο της Βουλής να διαβιβάσει το πόρισμα και όλο το αποδεικτικό υλικό που έχει συγκεντρώσει στην Επιτροπή Εξοπλιστικών για την διευκόλυνση των εργασιών της, επειδή προέκυψαν αναφορές στις συμβάσεις Αντισταθμιστικών Ωφελημάτων και στην εκτέλεση τους, τις οποίες αυτή ερευνά.

Την 1η Ιουλίου 2011 η Ολομέλεια αποφάσισε την άσκηση ποινικής δίωξης κατά του πρώην υπουργού Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλου, με πλειοψηφία 216 ψήφων, επί 242 παρόντων, με τον Τσοχατζόπουλο να δηλώνει και πάλι αθώος και να χαρακτηρίζει το πόρισμα «πολυσέλιδο μυθιστόρημα» και «μνημείο πλαστογράφησης», εξαπολύοντας επίθεση στο ΠΑΣΟΚ και την ηγεσία του και ανακοινώνοντας ότι προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Τον ίδιο μήνα ξεκίνησε τις εργασίες της και η Ειδική Επιτροπή Εξοπλιστικών Προγραμμάτων, προκειμένου να ερευνήσει την υπόθεση από τον Νοέμβριο του 2010 και πίσω.

Εκλήθησαν  ο τότε επικεφαλής του ΣΔΟΕ Ιωάννης Διώτης, ο τότε γενικός διευθυντής Εξοπλισμών του υπουργείου Άμυνας Δημήτρης Γεωργιόπουλος, ο πρώην γενικός διευθυντής του ΥΕΘΑ Γ. Τραυλός, οι πρώην γ.γ. εξοπλισμών Γ. Κολίρης, Γ. Ζορμπάς, Γ. Βασιλάκης.

Εκεί έγιναν και κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεις μαρτύρων και στις 4 Αυγούστου 2011 είχαμε την έκθεση της επιτροπής που είδε μόνο πολιτικές ευθύνες και ζητούσε από τον Πρόεδρο της Βουλής να διαβιβαστεί αντίγραφο της έκθεσής της στον πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ώστε σε συνδυασμό και με το πόρισμα της προανακριτικής επιτροπής που είχε ερευνήσει τις ευθύνες Τσοχατζόπουλου, να διευκολυνθεί στη θεμελίωση των αστικών αξιώσεων του ελληνικού δημοσίου για την άσκηση αγωγών αποζημίωσης σε βάρος παντός υπευθύνου.

Και μπορεί στο γενικό και στο αόριστο να συμφώνησαν όλοι, το κάθε κόμμα όμως έβαλε και πάλι τους δικούς του αστερίσκους.

Εκεί, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ σημείωνε την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης και εξειδικευμένου καταμερισμού πολιτικών ευθυνών όλων των πολιτικών προσώπων που αναφέρονται στην εισαγγελική παραγγελία, δηλαδή στα μέλη του ΚΥΣΕΑ της περιόδου 1997-2002 και όλων των υπουργών Εθνικής Άμυνας και Οικονομικών που χειρίστηκαν τις επίδικες συμβάσεις.

Πλην όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ δια του εκπροσώπου του ανέφερε πως «η επισήμανση ενδεχόμενων ποινικών ευθυνών για κάθε ελεγχόμενο πρόσωπο και βεβαίως και για τα πολιτικά απαιτεί επιμερισμένη ταυτοποίηση πράξεων που παραβιάζουν ρητές διατάξεις νόμων. Από τις μέχρι τώρα εργασίες της Επιτροπής δεν προκύπτει αξιόπιστη νομική τεκμηρίωση τέτοιας ταυτοποίησης».

Ωραία. Η επιτροπή δεν μπόρεσε να προσωποποιήσει τις ποινικές ευθύνες – άλλωστε οι βουλευτές δεν είναι δικαστές.

Και ζητούσε περαιτέρω διερεύνηση – προφανώς από την Δικαιοσύνη.

Όπερ και εγένετο.

Στις 29 Σεπτεμβρίου 2011 η εισαγγελέας Πρωτοδικών Πόπη Παπανδρέου, άσκησε ποινική δίωξε για οκτώ κακουργηματικές πράξεις, σε βάρος 29 εμπλεκομένων στην υπόθεση, κατόπιν σχετικής παραγγελίας του τότε οικονομικού εισαγγελέα Γρηγόρη Πεπόνη.

Η δίωξη αφορούσε  υπηρεσιακούς παράγοντες του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, συνδικαλιστές, ιδιώτες και εμπλεκόμενα στελέχη της αρμόδιας διεύθυνσης Εξοπλισμών του υπουργείου.

Στις 15 Δεκεμβρίου 2011 άρχισε στο Μόναχο η δίκη των δύο πρώην στελεχών της εταιρείας υποβρυχίων Ferrostaal, που κατηγορούνταν για δωροδοκία Ελλήνων και Πορτογάλων αξιωματούχων.

Ως γνωστόν, η δίκη εκείνη ολοκληρώθηκε σε ΠΕΝΤΕ ΗΜΕΡΕΣ και στις 20 Δεκεμβρίου οι δύο κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε φυλάκιση δύο ετών με αναστολή, ενώ στη Ferrostaal επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 140 εκ. ευρώ.

Στις 25 Ιανουαρίου 2012, δικαστήριο του Αμβούργου έκανε δεκτά τα ασφαλιστικά μέτρα που ο Τσοχατζόπουλος είχε καταθέσει κατά της γερμανικής εφημερίδας Suddeutsche Zeitung, για δημοσίευμά της στις 21 Δεκεμβρίου 2011, με αφορμή την καταδικαστική απόφαση του Πρωτοδικείου του Μονάχου για την εταιρεία Ferrostaal και τα δύο πρώην διευθυντικά στελέχη της.

Στις 8 Φεβρουαρίου 2012 διατάχθηκε η δέσμευση του ακινήτου της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου, ενώ κρίθηκε ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος δεν έπρεπε να προφυλακιστεί για την «ανακριβή δήλωσή του περί πόθεν έσχες» του έτους 2010 (χρήση 2009) και επομένως  αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους (εγγυοδοσία 150.000 ευρώ και απαγόρευση εξόδου από τη χώρα).

Ο Τσοχατζόπουλος συνελήφθη τελικά στις 11 Απριλίου του 2012, ημέρα της προκήρυξης των εκλογών, πλην όμως μετά την διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης από τις εισαγγελείς πρωτοδικών Ευγ. Κυβέλου και Ελ. Σίσκου, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης να μιλούν για «εκλογικό αποπροσανατολισμό» - αν και η σύλληψη του πρώην υπουργού διατάχθηκε από τη Δικαιοσύνη.

Ειδικά ο ΣΥΡΙΖΑ, δια του κ. Παπαδημούλη, ανέφερε πως «η έμπρακτη καταπολέμηση της ατιμωρησίας των ισχυρών σε μια περίοδο σκληρής μνημονιακής μονόπλευρης λιτότητας απαιτεί έμπρακτα αποτελέσματα και όχι απλώς κινήσεις εντυπωσιασμού για λόγους επικοινωνιακής σκοπιμότητας».

Ζήτησε επίσης, το πάγωμα και την επανεξέταση από μηδενική βάση της σχετικής σύμβασης μέχρις ότου εκκαθαριστεί πλήρως δικαστικά η υπόθεση – τότε δεν υπήρχε θέμα νέας εξεταστικής… Μ’ αυτή την άποψη είχε συμφωνήσει και ο ίδιος ο… Τσοχατζόπουλος, μιλώντας κατά την προσαγωγή του για «επικοινωνιακό προεκλογικό δώρο στα δύο μεγαλύτερα κόμματα».

Στις 16 Απριλίου, ο Τσοχατζόπουλος κρίθηκε προφυλακιστέος, ακολούθησαν και άλλες προφυλακίσεις, ενώ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ βρέθηκαν (πράγματι) στα χαρακώματα σχετικά με τη σύμβαση.

Ακολούθησε η δίκη και οι καταδίκες Τσοχατζόπουλου και άλλων 16 συγκατηγορουμένων του, στις 7 Οκτωβρίου 2013.

Και ερωτά κανείς: Δεν είναι αρκετά όλα αυτά; Μετά από τόσες επιτροπές, ανακρίσεις, καταθέσεις, απολογίες, δίκες δεν έπρεπε να έχουν βρεθεί και ερευνηθεί τα πάντα;

Και αν δεν βρέθηκαν, όπως υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, τι θα προσέφερε άλλη μια εξεταστική επιτροπή;

Πολύ περισσότερο, που στις 20 Μαΐου 2013, όταν αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ επισκέφθηκε τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, το συμπέρασμα που βγήκε κάθε άλλο παρά υπέρ μιας ακόμη εξεταστικής επιτροπής ήταν.

Έχουν προκύψει νέα στοιχεία;
Τότε, πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να το δηλώσει.
Διαφορετικά, απλώς αποδεικνύει πως δεν ενδιαφέρεται να λυθεί το πρόβλημα (το γενικότερο της λειτουργίας των Ναυπηγείων και το ειδικότερο των εργαζομένων), αλλά να προσφέρει νέο θέαμα και νέους διαλόγους σε μια ακόμη παράσταση εντυπώσεων.
Τελικό ερώτημα: Πιστεύουν οι εργαζόμενοι στον Σκαραμαγκά ότι το πρόβλημά τους θα λυθεί αν ξαναρχίσουν οι καυγάδες στο πλαίσιο μιας εξεταστικής επιτροπής;
Είναι μια απάντηση που πρέπει να δώσει η «Τρίαινα»…