Φωτο Παναγιώτης Κούκης |
Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... η Νομική
της Ρένας Ραψομανίκη
Η Χούντα κατάλαβε, κάπως αργά, πως τους είχε δώσει πολύ χώρο και αποφάσισε να σκληρύνει τη στάση της. Οι εγκέφαλοί της πονοκεφάλιαζαν να βρουν τρόπο να κόψουν τα κεφάλια του φοιτητικού κινήματος. Πώς όμως να παροπλίσουν τα πιο δυναμικά στοιχεία κάθε σχολής; Αρχές του ’73 έπεσε σαν βόμβα στις φοιτητικές παρέες η είδηση της στράτευσης 73 φοιτητών που είχαν προσεκτικά ξεδιαλεχτεί. Το χαρτί που έλαβαν έλεγε πως η συμπεριφορά τους απάδει προς τη φοιτητική ιδιότητα, πως ασχολούνται με αλλότρια και όχι με τις σπουδές τους και ως εκ τούτου διακόπτεται η αναβολή στράτευσης και καλούνται να παρουσιαστούν άμεσα στις μονάδες νεοσυλλέκτων. Θέλοντας και μη στάλθηκαν πακεταρισμένοι και ξυρισμένοι με την ψιλή στα στρατόπεδα. Η μεθόδευση ήταν καλή, δεν υπολόγισε όμως τον έρωτα και τη φιλία. Κάθε στρατευμένος άφηνε πίσω μια ομοϊδεάτισσα, πικραμένη, ικανή να τα βάλει με μια λεγεώνα για να φέρει πίσω τον καλό της και τους συντρόφους του αγανακτισμένους και πεισμωμένους. Το θέμα δεν ήταν πια μόνο ιδεολογικό. Είχε γίνει προσωπικό κι αυτό δεν πολεμιέται εύκολα. Κάπως έτσι ήλθε η κατάληψη της Νομικής τον Φλεβάρη του ’73. Το αρχικό αίτημα των συγκεντρωμένων στην ταράτσα ήταν η επιστροφή των στρατευμένων, μα στην πορεία τα αιτήματα πολλαπλασιάστηκαν και τα συνθήματα πολιτικοποιήθηκαν. Δίπλα στις ακαδημαϊκές ελευθερίες οι φοιτητές διεκδικούσαν σκέτη ελευθερία και δεν δίστασαν να βάλουν στην πρόσοψη του κτιρίου επί της Σόλωνος ένα τεράστιο πανό με την απαγορευμένη λέξη, γραμμένη με κεφαλαία γράμματα, να το βροντοφωνάζει. Εκεί στην κατάληψη της Νομικής ήταν που για πρώτη φορά αποκαλύφθηκε ότι το φοιτητικό κίνημα δεν ήταν απομονωμένο. Η μισή Αθήνα πέρασε “τυχαία” από το κτίριο και κανείς δεν ερχόταν με άδεια χέρια. Τα αποκλεισμένα παιδιά έπρεπε να φάνε κι εκείνα καλοδέχονταν με ευγνωμοσύνη τις προμήθειες πανηγυρίζοντας που είχαν καταφέρει να βγάλουν τον κόσμο από την απάθεια.
Η Ανθούλα ήταν στις μέρες της, μα υποσχέθηκε στον Μιχαλιό πως θα περίμενε να τελειώσει το πανηγύρι. Εκείνος δεν έπρεπε να το χάσει με κανένα τρόπο. Κάποια πράγματα μπορούν να περιμένουν και κάποια όχι, του είπε ξεπροβοδίζοντάς τον. Εκείνη τη νύχτα ο Μιχαλιός έζησε, παρέα με τους τρεις χιλιάδες καταληψίες, το μεθύσι της απόλυτης ελευθερίας. Υπήρχαν κάποιοι που για πρώτη φορά διανυκτέρευαν έξω από την πατρογονική εστία και ζούσαν το αδιανόητο. Υπήρχαν άλλοι που οι γονείς κοιμόνταν τον ύπνο του δικαίου στην επαρχία με την αμεριμνησία της άγνοιας. Η περίπτωση του Μιχαλιού ήταν σίγουρα μοναδική. Όλοι όμως ήταν μια γροθιά. Πρόθυμοι να αντιμετωπίσουν τα πρακτικά θέματα που προέκυπταν από τη συμβίωση τόσο μεγάλου πλήθους: την καθαριότητα στις τουαλέτες, την κατανομή φαγητού με τον δικαιότερο τρόπο, την οργάνωση ενός πρόχειρου ιατρείου-φαρμακείου. Κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ. Οι συζητήσεις ατέλειωτες. Αμέτρητες οι προτάσεις για το παραπέρα. Από ρεαλιστικές ως ανεδαφικές, από συνετές ως παρανοϊκές. Καινούργια πρόσωπα έμπαιναν στη ζωή τους.
-Πού σε γνωρίζω εσένα;
-Από τη συνέλευση της Σχολής μήπως;
-Ποιας Σχολής;
Ένας διάχυτος ερωτισμός έδινε χρώμα στις γκρίζες αίθουσες κι η μυρωδιά του γινόταν ένα με την οσμή Ιστορίας που απέπνεαν τα γεγονότα που οι ίδιοι δημιουργούσαν.
-Φοβάσαι;
-Λίγο.
-Έλα πιο κοντά. Ο φόβος τρέμει την αγκαλιά.
Οι συνθήκες άνοιγαν τις καρδιές. Δεν χρειαζόταν χρόνος ή τέχνη για να αποκαλυφθεί η ανθρώπινη φύση. Κανείς δεν νοιαζόταν να κρυφτεί, όλοι ήταν ανοιχτοί και μπορούσες να διακρίνεις τον καιροσκοπισμό και τη φιλοδοξία να πηγαίνουν χέρι-χέρι με τον ηρωισμό και τον αγνό ιδεαλισμό.
Ο Μιχαλιός δεν διεκδίκησε κάποια θεσμική ιδιότητα. Δεν ήταν στην συντονιστική επιτροπή, ούτε στις επιμέρους επιτροπές περιφρούρησης, δημοσίων σχέσεων ή καθαριότητας. Όμως στοίχειωνε σαν ξωτικό όλους τους χώρους. Αεικίνητος, πότε βρισκόταν στην ταράτσα να φωνάζει συνθήματα, πότε κατέβαινε κάτω να εμψυχώνει, να συζητάει -κι ήταν πολλοί εκείνοι που λογάριαζαν την άποψή του-, πότε άρπαζε τη σφουγγαρίστρα, πότε έβαζε τις φωνές γιατί κάποιοι παραμελούσαν τα καθήκοντά τους.
Οι πρυτανικές αρχές ανέχθηκαν σιωπηλά την κατάληψη και μετά από μαραθώνιες διαπραγματεύσεις οι φοιτητές άρχισαν να αποχωρούν το απόγευμα της άλλης μέρας με τη διαβεβαίωση πως δεν θα τους πειράξει κανείς. Οι εγγυήσεις φυσικά ήταν εκ του πονηρού. Απ' έξω καραδοκούσε αστυνομική δύναμη έτοιμη για όλα και οι αντιφρονούντες που είχαν σχηματίσει τη δική τους αντιδιαδήλωση. Καραδοκούσε όμως και το πλήθος που συγκεντρώθηκε κι έγινε φύλακας άγγελος των καταληψιών καλύπτοντάς τους προστατευτικά στις εξόδους και στη συνέχεια ανακατεύτηκε μαζί τους θολώνοντας τα νερά.
Ο Μιχαλιός τηλεφώνησε από το περίπτερο μα η Ανθούλα δεν ήταν σπίτι. Από τη γραμματεία του μαιευτήριου έμαθε για τη γέννηση των δίδυμων. Κάποια πράγματα μπορούν να περιμένουν και κάποια όχι. Η μοναδική εμπειρία της Νομικής του στέρησε τη μοναδική εμπειρία της γέννησης των παιδιών του.
Ο Μιχαλιός τηλεφώνησε από το περίπτερο μα η Ανθούλα δεν ήταν σπίτι. Από τη γραμματεία του μαιευτήριου έμαθε για τη γέννηση των δίδυμων. Κάποια πράγματα μπορούν να περιμένουν και κάποια όχι. Η μοναδική εμπειρία της Νομικής του στέρησε τη μοναδική εμπειρία της γέννησης των παιδιών του.
Ύστερα τα πολιτικά γεγονότα ακολούθησαν ρυθμό χιονοστιβάδας. Το αποτυχημένο κίνημα του ναυτικού τον Μάιο, το μνημόσυνο του Παπανδρέου στις αρχές Νοεμβρίου, η επιστροφή των στρατευμένων φοιτητών τον Νοέμβριο. Αποκορύφωμα, η κατάληψη του Πολυτεχνείου, ο ήχος των ερπυστριών, η πύλη που συνθλίβεται, η έξοδος των έγκλειστων κατά κύματα, το κυνηγητό στην Αλεξάνδρας, τα κουδούνια των πολυκατοικιών που χτυπούσαν απεγνωσμένα, ο κόσμος που παρείχε άσυλο χωρίς δεύτερη σκέψη. Ο Μιχαλιός δεν ήταν τυχερός, Έφυγε από τους τελευταίους, συνελήφθη και οδηγήθηκε στα μπουντρούμια της ΕΣΑ. Πήρε εξιτήριο από το ΚΑΤ δύο μήνες αργότερα.
Και μετά σιωπή!
Εκκωφαντική σιωπή!
Ο φάκελός του από κει και πέρα ήταν λευκότερος κι από περιστέρι!
Συνεχίζεται...
Γιούλια Ολόμπλαβα