της Ρένας Ραψομανίκη
Η Αίγλη δεν είχε την παραμικρή ιδέα για όλες αυτές τις λεπτομέρειες της αντιστασιακής δραστηριότητας του Μιχαλιού.
Η Αίγλη έλειπε από τα γεγονότα.
Αλλού βρισκόταν κι άλλα φρόντιζε.
Όχι τοπικά αλλού, κάθε άλλο.
Για πολλά χρόνια έκαναν κύκλους γύρο από τους ίδιους δρόμους, έμπαιναν στα ίδια φοιτητικά στέκια, σύχναζαν στα ίδια καφέ χωρίς ποτέ να συναντηθούν, ούτε από σύμπτωση. Δεν είναι απίθανο, την ώρα που ο Μιχαλιός βρισκόταν στην Ελληνοαμερικανική Ένωση παρακολουθώντας προβολή ταινιών, η Αίγλη να διάβαζε στο αναγνωστήριο του ίδιου κτιρίου που βρισκόταν σε άλλον όροφο. Ή πάλι, πέντε λεπτά αφού η χαμηλών τόνων παρέα της είχε αφήσει το καφέ Φλοράλ στα Εξάρχεια, η δική του παρέα να κατέφθανε φασαριόζα για τη νυχτερινή βάρδια. Και σίγουρα τις ώρες που ο Μιχαλιός ζούσε την κατάληψη της Νομικής στο νούμερο 57 της Σόλωνος, οι φωνές από την ταράτσα έφταναν στο γραφείο της Αίγλης, που βρισκόταν τρία τετράγωνα παρακάτω στο 104 της Σόλωνος –χωρίς βέβαια να μπορεί να ξεχωρίσει τη δική του, αλλά κυρίως χωρίς να την απασχολήσει αν κάποια από τις φωνές ήταν δική του.
Παρόλα αυτά το μακροσκελές γράμμα της αποδείκνυε πως είχε σαφή επίγνωση για το γενικό περίγραμμα. Είναι περίεργο, στα όρια του απίστευτου, μέσα από ποιες δολιχοδρομίες, μέσα από ποιες λαβυρινθώδεις διαδρομές η διαίσθησή της πέρασε ξυστά από τα πραγματικά γεγονότα έχοντας μηδενική πληροφόρηση. Μυστήριο πράγμα πώς ένα άτομο με τον δικό της ορθολογισμό και τη δική της θετική κουλτούρα μπόρεσε να θεωρήσει υπαρκτό κάτι για το οποίο δεν υπήρχαν ισχυρές αποδείξεις. Μοιάζει αλλόκοτο πώς δεν πέταξε ασυζητητί στα σκουπίδια τις υποψίες της αφού η κοσμοθεωρία της περιφρονούσε τις αποχρώσες ενδείξεις. Οι αποχρώσες ενδείξεις μπορεί να καλύπτουν τους ανακριτές όχι και τους Φυσικούς, ισχυριζόταν με κάθε ευκαιρία, θεωρώντας τους μεν λιγότερο επιστήμονες από τους δε. Είναι ολοφάνερο πως στη συγκεκριμένη περίπτωση έκανε εξαίρεση. Γιατί;
Η Αίγλη έλειπε από τα γεγονότα.
Αλλού βρισκόταν κι άλλα φρόντιζε.
Όχι τοπικά αλλού, κάθε άλλο.
Για πολλά χρόνια έκαναν κύκλους γύρο από τους ίδιους δρόμους, έμπαιναν στα ίδια φοιτητικά στέκια, σύχναζαν στα ίδια καφέ χωρίς ποτέ να συναντηθούν, ούτε από σύμπτωση. Δεν είναι απίθανο, την ώρα που ο Μιχαλιός βρισκόταν στην Ελληνοαμερικανική Ένωση παρακολουθώντας προβολή ταινιών, η Αίγλη να διάβαζε στο αναγνωστήριο του ίδιου κτιρίου που βρισκόταν σε άλλον όροφο. Ή πάλι, πέντε λεπτά αφού η χαμηλών τόνων παρέα της είχε αφήσει το καφέ Φλοράλ στα Εξάρχεια, η δική του παρέα να κατέφθανε φασαριόζα για τη νυχτερινή βάρδια. Και σίγουρα τις ώρες που ο Μιχαλιός ζούσε την κατάληψη της Νομικής στο νούμερο 57 της Σόλωνος, οι φωνές από την ταράτσα έφταναν στο γραφείο της Αίγλης, που βρισκόταν τρία τετράγωνα παρακάτω στο 104 της Σόλωνος –χωρίς βέβαια να μπορεί να ξεχωρίσει τη δική του, αλλά κυρίως χωρίς να την απασχολήσει αν κάποια από τις φωνές ήταν δική του.
Παρόλα αυτά το μακροσκελές γράμμα της αποδείκνυε πως είχε σαφή επίγνωση για το γενικό περίγραμμα. Είναι περίεργο, στα όρια του απίστευτου, μέσα από ποιες δολιχοδρομίες, μέσα από ποιες λαβυρινθώδεις διαδρομές η διαίσθησή της πέρασε ξυστά από τα πραγματικά γεγονότα έχοντας μηδενική πληροφόρηση. Μυστήριο πράγμα πώς ένα άτομο με τον δικό της ορθολογισμό και τη δική της θετική κουλτούρα μπόρεσε να θεωρήσει υπαρκτό κάτι για το οποίο δεν υπήρχαν ισχυρές αποδείξεις. Μοιάζει αλλόκοτο πώς δεν πέταξε ασυζητητί στα σκουπίδια τις υποψίες της αφού η κοσμοθεωρία της περιφρονούσε τις αποχρώσες ενδείξεις. Οι αποχρώσες ενδείξεις μπορεί να καλύπτουν τους ανακριτές όχι και τους Φυσικούς, ισχυριζόταν με κάθε ευκαιρία, θεωρώντας τους μεν λιγότερο επιστήμονες από τους δε. Είναι ολοφάνερο πως στη συγκεκριμένη περίπτωση έκανε εξαίρεση. Γιατί;
Αυτό το γιατί προβλημάτισε έντονα τον Μιχαλιό καθώς διάβαζε και ξαναδιάβαζε το μήνυμά της. Έκανε μια ακούσια αναδρομή στα όσα λέχθηκαν -γράφτηκαν για την ακρίβεια- στο δίμηνο διάστημα που είχε μεσολαβήσει από το δεύτερο αντάμωμά τους. Θυμήθηκε την πρώτη του ενστικτώδη αντίδραση: μιας στιγμής αμηχανία κι αμέσως μετά μια ελαφριά συγκατάβαση, μια νοσταλγική ιλαρότητα. Κάτι τον είχε παρακινήσει να ψάξει το βινύλιο με τα “μικροαστικά” και το ειρωνικό ηχόχρωμα της φωνής του Κηλαηδόνη, που τραγουδούσε το τελευταίο κομμάτι του δίσκου τη“Μάρω", είχε πλημμυρίσει το δωμάτιο.
Μα τώρα στα σαράντα μας
μπορείς πια να γυρίζεις,
καμωματάκια παιδικά
να ’ρθεις να μου θυμίζεις;
Την καλωσόρισε, ωστόσο, με την τρυφερή διάθεση που υποδέχεται κανείς ένα κομμάτι από τα νιάτα του. Παρέβλεψε τις θυμωμένες αποφάσεις ενός χολωμένου νεαρού και τις βαριές κουβέντες να μην ασχοληθεί ποτέ ξανά μαζί της. Η Αίγλη ήταν πια κάποια άλλη κι εκείνος επίσης ήταν κάποιος άλλος. Μπορούσαν, βρε αδελφέ, να ανταλλάξουν μερικές κουβέντες σαν πολιτισμένοι ενήλικες. Σύντομα αποδείχτηκε πως η Αίγλη ήταν απαράλλακτη όπως στα δεκαοχτώ της και, παραδόξως, η επαφή μαζί της έβγαζε στην επιφάνεια τον εξαγριωμένο έφηβο -μια καταχωνιασμένη πτυχή του χαρακτήρα του που νόμιζε πως είχε οριστικά εξαφανιστεί. Η Αίγλη εκπροσωπούσε το Σύστημα που εκείνος απεχθανόταν και τι πιο απλό και έντιμο παρά να την κάνει πέρα με κοσμιότητα, να την αγνοήσει και να την εξοστρακίσει για δεύτερη φορά από τη ζωή του; Αντί γι αυτό έστησε ψιλοκουβέντα μαζί της η οποία μάλιστα μπήκε γρήγορα σε χωράφια-ναρκοπέδια όπου ήταν ολοφάνερο πως δεν επρόκειτο να συμφωνήσουν ακόμα κι αν ερχόταν ο κόσμος ανάποδα. Αυτή η δυσαρμονία με το μέσα του τον έκανε να κακιώνει με τον εαυτό του για την αδυναμία του να κάνει το αυτονόητο και του έφερνε μια ακατανόητη λύπη. Όπως συμβαίνει συχνά, μια και δεν τα 'χε καλά με το μέσα του, εκτονώθηκε προς τα έξω. Άρχισε να γίνεται αγενής, ανιχνεύοντας τις αντιστάσεις της, κι επειδή εκείνη δεν τον διαολόστειλε κλιμάκωσε την απρέπεια κι έγινε απροκάλυπτα επιτιμητικός. Ένιωθε μια έντονη επιθυμία να την ταπεινώσει, να την μειώσει, να μουτζουρώσει την εικόνα της κοινωνικά και επαγγελματικά πετυχημένης, να τσαλακώσει την καλοσιδερωμένη καθημερινότητά της, να της αποδείξει πόσο ασήμαντη είχε κάνει τη ζωή της.
Μα σήμερα για πρώτη φορά ο θυμός καταλάγιασε παραχωρώντας τη θέση του στην έκπληξη. Σήμερα για πρώτη φορά σκέφτηκε πως η κουβέντα τους άρχισε να ’χει γούστο. Σήμερα για πρώτη φορά η εικόνα της διαφοροποιήθηκε ελαφρά μέσα του. Λες κι η επιφάνεια ήταν αληθοφανής κι όχι αληθινή και ξαφνικά ξεθώριασε κι αποκαλύφθηκε στο βάθος μια αναπάντεχη εκδοχή. Σαν ένα παλίμψηστο που φωτίστηκε με σκληρές ακτίνες Χ κι έφερε στο φως ένα δεύτερο επίπεδο κρυμμένο με περισσή επιμέλεια. Ήταν τελικά η Αίγλη το στυγνά ορθολογικό άτομο όπως ήθελε η ίδια να παρουσιάζεται; Πως τότε επέτρεψε στον εαυτό της να κατασκευάσει σενάρια με τόσα λίγα στοιχεία; Ήταν προικισμένη με φαντασία ικανή να ξεπεράσει τους περιορισμούς που βάζει η αντίληψη του κόσμου αποκλειστικά και μόνο μέσω των πέντε αισθήσεων; Είχε την ικανότητα να αισθάνεται χωρίς να καταλαβαίνει; Και –μια ακόμα πιο κολακευτική σκέψη– μήπως εκείνος δρούσε σαν καταλύτης που την μεταμόρφωνε; Μήπως υπήρχε μια Αίγλη για όλον τον υπόλοιπο κόσμο και μια αντιδιαμετρική Αίγλη αποκλειστικά για κείνον;
Η θυμηδία και η φαιδρότητα έδωσαν τη θέση τους στο θυμό και την οργή κι από κει στην περιέργεια, την απορία και το ενδιαφέρον. Η διαδρομή των συναισθημάτων τον χαλάρωσε και του 'φερε μια σκανταλιάρικη διάθεση. Χαμογέλασε παιχνιδιάρικα προσπαθώντας να φανταστεί την αντίδραση της Αίγλης αν κάποιος αμφισβητούσε το δυνατό της χαρτί: τον ορθολογισμό της. Άνοιξε την εγκυκλοπαίδεια στο λήμμα μέντιουμ και αντέγραψε:
Μέντιουμ: ο ενδιάμεσος ανάμεσα στον κόσμο τον υλικό και τον κόσμο τον αόρατο, τον κόσμο των πνευμάτων. Σε όλους τους πολιτισμούς συναντάμε τέτοια άτομα με διαφορετικές ονομασίες και παραπλήσιες ιδιότητες: μάντεις, προφήτες, μάγους, διορατικούς, οιωνοσκόπους, μυσταγωγούς, θεραπευτές, βραχμάνους, ιεροφάντες… Συνήθως το διάμεσο είναι ένα παθητικό όργανο που υποφέρει όμως κατά τη διάρκεια της συνεδρίας και βγαίνει εξαντλημένο μετά από αυτήν…
Αλήθεια, σκέφτηκες ποτέ να αξιοποιήσεις το χάρισμα της διαμεσότητας που διαθέτεις; Πρόσεξε μόνο! Ο διχασμός προσωπικότητας δεν είναι παιχνιδάκι.
Πάτησε το: αποστολή κι έγειρε χαμογελώντας στην πολυθρόνα του.
Πάτησε το: αποστολή κι έγειρε χαμογελώντας στην πολυθρόνα του.
ΤΕΛΟΣ ΕΚΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
- Γιούλια Ολόμπλαβα