Η Αργολίδα ψήνεται στον ήλιο. Εκεί –κάτω από το χαντάκι του Ισθμού- ο ήλιος ο ηλιάτορας είναι πιο βάναυσος και οι σκιές τόσο σπάνιες. Κυριαρχούν οι βράχοι και οι μεγαλιθικές κατασκευές του μυκηναϊκού πολιτισμού. Καθώς και οι ευκάλυπτοι, ανάμεσα σε ελαιώνες και πορτοκαλεώνες, όπου τα δέντρα δύσκολα ξεπερνάνε το μπόι ενός μπασκετμπολίστα.
Μάλλον ο Μυκηναϊκός πολιτισμός παράκμασε εξαιτίας του ήλιου. Λίγες ηλιακές κηλίδες παραπάνω, μια ηλιακή καταιγίδα και η Κλυταιμνήστρα δεν άντεξε άλλο, πήρε το μαχαίρι φωνάζοντας: «Πήγαινε με διακοπές!». Αυτό ήταν το τέλος του Αγαμέμνονα και της ηρωικής εποχής.
Μετά ήρθε η τραγωδία και η κωμωδία, το διττό πρόσωπο του Ιανού, αναλόγως πάντα από την απόσταση που κρατάς από τη ζωή. Από κοντά όλα είναι τραγικά, από μακριά τίποτα παραπάνω από κωμωδία.
Καθώς οδηγούσαμε προς το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου αναρωτιόμουν πως τους ήρθε να χτίσουν ένα τόσο μεγάλο θέατρο στη μέση του πουθενά. Χίλιους πεντακόσιους θεατές δεν χωράει ούτε το Δελφινάριο. Και την ίδια στιγμή αντιλαμβανόμουν πόσο μεγάλη σημασία έδιναν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι σε αυτή την τέχνη.
Οι Ρωμαίοι έφτιαχναν αρένες, όπου οι θεατές χόρταιναν άρτο και θεάματα, και τα λιοντάρια αποδεκάτιζαν τους χριστιανούς. Οι Έλληνες ταξίδευαν μέρες ολόκληρες για να παρακολουθήσουν μια παράσταση του Ευριπίδη ή του Αριστοφάνη, για να γίνουν μέτοχοι της κάθαρσης όπου οι φόνοι γίνονταν πάντα στο παρασκήνιο και όπου τα αστεία θα σοκάριζαν έναν πουριτανό του εικοστού αιώνα: «Ποιανού είναι το παιδίον; Ξέρει μόνο το αιδοίον.»
Και σίγουρα, όσα και να έχεις ακούσει για την Επίδαυρο, δεν υπάρχει περίπτωση να βιώσεις κάτι παρόμοιο σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Είναι σαν ένα ταξίδι στο χρόνο και στο χώρο, μια χωροχρονική παλινδρόμηση.
Το τοπίο φαντάζει ιερό πριν δύσει ο ήλιος. Μόλις όμως νυχτώνει και φαίνεται η μεγάλη Άρκτος, ακριβώς πάνω από τη σκηνή (μάλλον κάπως αλλιώς το λένε οι γνώστες), τότε το μόνο που μπορείς να σκεφτείς είναι ότι είσαι τυχερός που είσαι ζωντανός, που έζησες για να βρεθείς, έστω για μια φορά, σε αυτόν τον ομφαλό της Γης.
Παρακολουθήσαμε μια κωμωδία του Μενάνδρου, τη «Σαμία». Ένα έργο που γράφτηκε τον 4ο αιώνα π.Χ.
Όμως γελούσαμε, γελούσαμε με ένα έργο που είχε γραφτεί πριν δυόμιση χιλιάδες χρόνια. Και χειροκροτούσαμε! Χειροκροτούσανε.
Αυτό που δεν μπόρεσα να καταλάβω στην Επίδαυρο ήταν γιατί οι θεατές χειροκροτούσαν στο τέλος κάθε σκηνής και κάθε ατάκας, λες και παρακολουθούσαν επεισόδιο από τα «Φιλαράκια». Κάποιες στιγμές αισθανόμουν λες και θα έβγαινε η Όπρα να μας δώσει συμβουλές για γρήγορο αδυνάτισμα.
Ο Τηλέμαχος δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την παράσταση, αφού δεν καταλάβαινε καν τη γλώσσα –η απόδοση, και όχι μετάφραση, αγαπητέ μου, ήταν ολίγον τι καθαρευουσιάνικη.
Ξάπλωσε στα πόδια μας και κοιτούσε τα αστέρια. Μόνο όταν έμπαινε ο χορός γυρνούσε να δει.
Δίπλα μας ήταν ένα ζευγάρι Γερμανών, που παρακολουθούσαν, παρότι δεν καταλάβαιναν απολύτως τίποτα –ούτε αρχαία ούτε την καθαρεύουσα ούτε την νέα ελληνική. Ήθελα να τους πω, σε μια ανόητη κρίση εθνικής υπερηφάνειας, ότι αυτή είναι η Ελλάδα, η χώρα που προσπαθείτε να κατακτήσετε –για άλλη μια φορά. Ακόμα και οι Ρωμαίοι, με τη χιλιόχρονη αυτοκρατορία τους, το πρώτο Ράιχ, ηττηθήκαν τελικά. Την κατέκτησαν στρατιωτικά, αλλά κατακτηθήκαν πολιτισμικά.
Αλλά μετά σκέφτηκα ότι αυτό που ζούσαμε δεν ήταν η Ελλάδα. Ήταν ένα μέρος της. Το πιο όμορφο ίσως ή ένα κομμάτι από την ομορφιά που απαρνηθήκαμε για να γίνουμε σαν Αμερικάνοι και να χειροκροτούμε όταν εμφανίζεται ο Ιωαννίδης. («Πες και ένα τραγούδι, Αλκίνοε!»).
Το άλλο κομμάτι της το συναντήσαμε όταν φεύγαμε.
Στο πρώτο χωριό μετά την Επίδαυρο, μέσα στο ημίφως των επαρχιακών οδών, είδαμε μια ψιλόλιγνη και ασπροφορεμένη φιγούρα να μας κλείνει το δρόμο. Το πρόσωπο του θλιβερό, σαν μια μάσκα του Μαρσέλ Μαρσώ ή σαν μια αρχαία τραγική μάσκα. Μας έκανε νόημα να στρίψουμε προς τα δεξιά, σε μια παντομίμα τρομαχτική, μέχρι που να συνειδητοποιήσουμε τι συνέβαινε.
Ήταν ένα «καμάκι των δρόμων», ένας υπάλληλος ταβέρνας που τον είχαν στείλει εκεί, να στέκεται στη μέση του σκοτεινού δρόμου, ίσως διακινδυνεύοντας και τη ζωή του, προκειμένου να πείσει τα διερχόμενα αυτοκίνητα να στρίψουν προς την ταβέρνα, για να απολαύσουν το ροδοψημένο και βοϊδομάτικο γουρουνόπουλο.
Παλιότερα αυτές οι ταβέρνες στα πέριξ της Επιδαύρου γέμιζαν από τους καθαρμένους που μετά τον Αισχύλο πήγαιναν να χλαπακιάσουν και λίγα παϊδάκια. Με την κρίση κόπηκε και η κατανάλωση χοληστερίνης.
Οι θεατές βλέπουν την παράσταση, πληρώνοντας το φθηνό εισιτήριο των άνω διαζωμάτων, και μετά επιστρέφουν στο σπίτι τους, αποφεύγοντας τις ροδομάγουλες γουρνοπούλες.
Οι ταβερνιάρηδες έψαχναν να βρουν έναν τρόπο για να αυξήσουν τα έσοδα τους, για να κρατήσουν τις επιχειρήσεις τους ανοιχτές. Και δεν υπήρχε τίποτα πιο θλιβερό από την εικόνα εκείνων των ανθρώπων στη μέση του δρόμου, κάποιες φορές επίμονα στη μέση του δρόμου, που πάσχιζαν και κινδύνευαν για να κερδίσουν τον άρτον ημών τον επιούσιον, χωρίς θεάματα και χωρίς κωμωδία.
Μετά την αρχαία ιστορία ήταν η σειρά της νεότερης Ελλάδας, του νεότερου ελληνικού κράτους εν τη γενέσει του: Το Ναύπλιο.
Κατά την ταπεινή μου γνώμη το Ναύπλιο είναι η πιο όμορφη πόλη της Ελλάδας, αλλά είναι κι αυτή στοιχειωμένη από τα νεωτερικά φαντάσματα.
Το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην πλατεία και από πάνω η Ακροναυπλία όπου φυλακίστηκε, όχι από τους αλλόεθνους, αλλά από τους συναγωνιστές του. Το άγαλμα του Καποδίστρια παραδίπλα και το μέρος όπου δολοφονήθηκε, όχι από τους αλλόεθνους, αλλά από τους συμπολίτες του.
Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της, τρώει τους άξιους και μένει με τους ασήμαντους και τους δολοπλόκους να την κυβερνούν. Και αυτό δεν είναι σύμπτωμα της νεότερης Ελλάδας. Είναι μια χαρακτηριστική παθογένεια του ελληνικού είδους. Ή μήπως είναι ίδιον του ανθρώπινου γένους;
Φάγαμε ένα σουβλάκι ακούγοντας το “El condor passa”, από κάποιους νοτιοαμερικάνους μουσικούς του δρόμου, στην πλατεία Συντάγματος –την πρωταρχική πλατεία Συντάγματος- και μετά περπατήσαμε ως εκεί που έδεναν τα γιοτ για να διαλέξουμε ποιο θα πάρουμε όταν θα γίνουμε πλούσιοι κι εμείς.
Βουτήξαμε στον Καραθώνα και αγοράσαμε αργίτικα πεπόνια. Στις Μυκήνες δεν πήγαμε, δεν μας έφταναν τα λεφτά για τη βενζίνη και το εισιτήριο.
Αυτό θα το κάνουμε στο επόμενο οδοιπορικό, μπορεί και στην επόμενη ζωή.
Καθώς φεύγαμε από την Αργολίδα και μπαίναμε στην Αρκαδία θυμόμουν τον πρωταγωνιστή της κωμωδίας, Δημέα, να λέει στη γυναίκα του, τη Σαμία, μετά από δύο απανωτά χαστούκια που εισέπραξε από τον Νικήρατο: «Γυναίκα, ο Δημέας ηττάται».
Και γελούσα μόνος μου, et in Arcadia ego.