Πρωτομαγιά…ελληνοτουρκική
Του Θανάση Νικολαΐδη
ΔΕΚΑΕΤΙΑ του ’50. Εποχή που η Κύπρος άναβε φωτιές και
ζέσταινε από μακριά τα μυαλά των Ελλήνων. Μαθητές κατέβαιναν για συλλαλητήριο,
λες κι ήταν το Κυπριακό υπόθεση διαμαρτυρίας τους με πανό, φωνές κι αλαλαγμούς,
συνθήματα, τραγούδια και γιορτές. Κι όσο οι φωνές δυνάμωναν, τόσο και οι Άγγλοι
επέμεναν, με τον Χάρντινγκ να κρεμάει(!) αγωνιστές της ΕΟΚΑ.
ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ κι όλα μύριζαν Άνοιξη και πόλεμο. Μεγάλη η παρέα
στη μιαν όχθη του Έβρου κι οι Τούρκοι απέναντι. Βοσκοί, αγρότες στη δουλειά και
καμιά περιπολία ένοπλων…λέτσων να μαρτυράει την κρατική τους παρουσία. Ένας
Έβρος μας χώριζε κι ένα μίσος κρυφό, προαιώνιο, αναβαθμισμένο έντεχνα εκείνον
τον καιρό, για λόγους…Κύπρου.
ΕΝΑ φορτηγό που κουβαλούσε άμμο τις καθημερινές, «πρωτόγονο»,
αλλά πολύτιμο, εκείνη την ημέρα. Άδειασε το φορτίο του αποβραδίς κι ήταν
έτοιμοι οδηγός κι «ανατρεπόμενο». Με την τεράστια καρότσα του ασκέπαστη, το
μεταλλικό του δάπεδο γυαλισμένο απ’ την τριβή με την άμμο και το χαλίκι, θα
κουβαλούσε ανθρώπους. Με την ψυχολογία των εκδρομέων και την πρωτομαγιάτικη
χαρά της εξοχής. Ένα μάτσο ανθρώπων όρθιων, παστές σαρδέλες τη μια δίπλα στην
άλλη, γυναίκες κι άντρες ανάκατα και των ακριανών οι μέσες να λυγάνε προς τα
έξω, να τους κρατούν τα σιδερένια κανάτια και να τους επαναφέρουν. Ένα φορτίο
ζωντανό, δεμένο, ενιαίο, μια’ δω μια ΄κει, καθώς το «φορτηγό» έστριβε πριν
πέσει στη λακκούβα. Τρέλες, φωνές, ξεφωνητά κι όσο να πεις, δεν είσαι ίδιος κι
ένα μ’ εκείνον που ξεκίνησε νωρίς να πάει με τα πόδια. Είσαι «ανώτερος»,
«ταχύτερος»(;) και δεν σου κόβουνε τα
χέρια οι τσάντες κι οι μποχτσιάδες.
ΤΕΡΜΑ ο χωματόδρομος, τέλος το πανηγύρι. Φτάσαμε στο
μαγευτικό τοπίο. Απέναντι Τουρκία. «Στρατοπεδεύσαμε» στη δικιά μας όχθη
διαλέγοντας το καλύτερο μέρος. Βιαστικά, μη μας προλάβουν άλλοι, που θα
«’πιαναν» νωρίτερα τον Μάη.
ΟΥΤΕ που περιμέναμε να σταματήσει το «ανατρεπόμενο».
Κατέβηκαν οι πιο πολλοί, κι αν έλεγε να τους «αδειάσει», θα’ ταν
ακόμα…καλύτερα. Πιο διασκεδαστικό. Μας πλησίασαν χαμογελώντας 2-3 συμπατριώτες
(ψαράδες του Έβρου που ήταν ο Έβρος η ζωή τους), έμπειροι που ξέραν’ τα
λημέρια, που θα’ χαν ρόλο αλλιώτικο ‘κείνη τη μέρα. Να φάνε και να’ να πιούν’
με τη παρέα και να γλεντήσουν, χωρίς την έγνοια του ψαριού και το μυαλό στο
μεροκάματο.
ΞΕΧΥΘΗΚΑΝ όλοι στην
εξοχή. Τριγύρω χωράφια καταπράσινα και
δεν προλάβαινες να βάλεις μέσα σου άρωμα των λουλουδιών και να μαζέψεις
παπαρούνες. «Πιάσαν’ τον Μάη» κι άπλωσαν τη χαρά τους πάνω στην ανθισμένη φύση,
εξάντλησαν τη ματιά στο πράσινο που έδενε με κίτρινο και κόκκινο της φύσης,
γεύτηκαν «ξινήθρες» με το φόβο του αγροφύλακα κι ύστερα ξανάρθαν στο σημείο
εκκίνησης. Ώρα για φαγητό «άναρχο», όσο μια πρωτομαγιά το επιβάλλει και λιτό
όσο οι καιροί το απαιτούσαν. Με κονσέρβες, κρεμμύδι και λαχανικά, βρασμένα
αυγά, πίτες και ταραμάδες.
ΠΡΙΝ ακόμα κατεβεί απ’ το φορτηγό ο τελευταίος, γυναίκες
ρίξαν’ κατάχαμα κουβέρτες και κιλίμια, στρώσαν΄ τραπεζομάντιλα και μουσαμάδες,
τα πιάτα απλώθηκαν και το νερό στη στάμνα κάτω απ’ της μουριάς τον ίσκιο.
Ανοίξαν’ οι μποχτσιάδες κι άδειασαν ό,τι από νωρίς ετοίμασαν οι γυναίκες απ’ το
σπίτι.
ΣΕ λίγο και χωρίς χρονοτριβή, άρχισε να ψήνεται το σαζάνι
(απ’ τα πρωινά δίχτυα) στα δυο ανοιγμένο. Όσο τα κάρβουνα ν’ αποτελειώσουν το
«καλκάνι», ποτήρια τσούγκρισαν, ευχές ακούστηκαν και μια κιθάρα με το ούζο
έστρωναν το κέφι. Τα καλαμπούρια έδιναν κι έπαιρναν, οι πλάκες, τα πειράγματα,
ωστόσο, μήτε για πολιτικά η κουβέντα, μήτε για «τουρκικά» και την «τουρκιά».
ΞΑΦΝΙΚΑ, βλέπουμε να πλησιάζουν 4-5 νοματαίοι απ’ τα κοντινά
χωράφια. Τους προσκαλούμε κι έρχονται στην παρέα μας. Οι δυο ήταν Τούρκοι.
Ψαράδες του Έβρου όλοι τους, ξεθάρρεψαν, έφαγαν κι ήπιαν μαζί μας, γίναμε ένα
Τούρκοι κι Έλληνες, μας είπαν ιστορίες κοινές και «συμβάντα» της δικιάς τους
καθημερινότητας. Τους χώριζε ο Έβρος, μα και τους ένωνε. Κάπου - κάπου
τσακώνονταν για τη μοιρασιά των νερών στο ψάρεμα, πέφτανε πυροβολισμοί, μα το
πράμα δεν χόντραινε και σταματούσε εκεί.
Σ’ εκείνη την Πρωτομαγιά, δεν έμεινε άνθρωπος να μη χορέψει
και να πιει κι όταν ήρθε το σούρουπο, κανένας τους δεν είχε καρδιά να φύγει.
ΠΑΕΙ ο οδηγός στο πόστο του και κάνει να βάλει μπρος τη
μηχανή. Δίνει η μίζα ρεύμα, στρίβει 2-3 φορές το κλειδί, ξανά και πάλι απ’ την
αρχή, τίποτα. Η μηχανή δεν παίρνει μπρος.
-Βενζίνη τέλος!
Το λέει και κατεβαίνει μουτρωμένος.
Όλοι τριγύρω ανήσυχοι, κοιτάει ο ένας τον άλλο και το μυαλό
στα 5-6 χιλιόμετρα
δρόμο της επιστροφής. Τα φίδια, τα τσακάλια, οι…Τούρκοι; Το μάτι πέφτει στον
Ήλιο που χάνεται και κανένας δεν το πρόσεξε πως οι δυο Τούρκοι εξαφανίστηκαν(!;).
-Τι κάνουμε;
ΔΕΝ πέρασαν λίγα λεπτά και τα κεφάλια στρέφονται προς τον
Έβρο που ήρεμα κυλούσε τα νερά του. Κάτι διέκρινες στο βάθος, που όλο και
πλησίαζε, μεγάλωνε καθώς τα δευτερόλεπτα περνούσαν, ένας μικρός όγκος
κινούμενος κάθετα στο ρεύμα. Άνθρωπος που κολυμπούσε ήταν και κάτι κράταγε στο
τεντωμένο χέρι, κάτι σαν μπόγο που τον προστάτευε μη βραχεί κι
αχρηστευτεί. Θεέ μου! Ένας άνθρωπος κι έρχονταν κολυμπώντας! Στο’ να χέρι το
ξύλινο χερούλι του ντενεκέ (από λάδι), με τ’ άλλο κολυμπούσε. Ήταν Τούρκος! Ο Τούρκος της παρέας!! Με
τη βενζίνη που μας έλειψε! Για το φευγιό που λαχταρούσαμε. Πλησίαζε με κινήσεις
βιαστικές, όλο και του κόβονταν η ανάσα, μα τα’
ξερε καλά εκείνα τα λημέρια, τι βάθος είχαν τα νερά και κάπου - κάπου
έδειχνε να περπατάει, με το νερό ως το πηγούνι. Μόνο την έγνοια του ντενεκέ
είχε να τον κρατάει ψηλά, μη πάρει νερό κι αχρηστευθεί αυτό που κουβαλούσε.
Ρηχός εκεί ο Έβρος, δεν τον έπνιξε, και τα κατάφερε. Έφτασε λαχανιασμένος.
Άπλωσε το χέρι κι έδωσε στον οδηγό το «θησαυρό» που τόσην ώρα κράταγε με
πείσμα. Μουσκεμένος, με τα ίδια ρούχα που φορούσε, πριν φύγει απ’ την παρέα. Τη
φτωχική του φορεσιά, με την τραγιάσκα στο κεφάλι.
ΤΟ φορτηγό πήρε το καύσιμό του, εμείς μαζέψαμε ό,τι απόμεινε
και βάλαμε μπρος για την επιστροφή.
ΔΕΝ έχουν κάτι να
χωρίσουν οι λαοί, αν δεν τους βάλουν σε στρατόπεδα αντικρινά.