Άδειασε η αγκαλιά, γέμισε η καρδιά
Του Θανάση Νικολαΐδη
ΜΑΣ το’ λεγαν πατεράδες και
παππούδες. Με πληγωμένη την ψυχή απ’ την πίκρα της Μικρασίας και το δράμα της
προσφυγιάς. «Παιδιά και περιμέναμε την Ανάσταση με ανείπωτη χαρά. Και ήταν ένα
αυγό(!) η προσδοκία της μεγάλης στιγμής. Θα μας απελευθέρωνε απ’ την πολυήμερη
αναγκαία και υποχρεωτική νηστεία. Κάτι σαν έπαθλο για την εγκράτεια (ποιαν
εγκράτεια;) και την αποχή (από τι;). Απ’ το περιττό που δεν υπήρχε, απ’ το
αναγκαίο που μας έλειπε». Κι εμείς; Διασκεδάζαμε με το…καλαμπουράκι μιας και
δεν το πιστεύαμε, (παν)έτοιμοι για τα πασχαλινά εδέσματα και την κραιπάλη. Σε
καιρούς γκρίνιας, ωστόσο, μπουκωμένοι και χορτάτοι.
ΟΙ καιροί (με τα γυρίσματα
και τα πισωγυρίσματα) αγρίεψαν, χωρίς να’ χουν καμιά σχέση με τα συντρίμμια της
μεταμικρασιατικής τραγωδίας και τη μετεμφυλιακή μας φτώχια. Ωστόσο, όλα είναι
σχετικά σ’ αυτόν τον κόσμο κι ας πέφτεις έξω μετρώντας τα με τη δικιά σου
μεζούρα. Είναι πώς νιώθεις. Γκρινιάζουμε και απαιτούμε εθνικά και ατομικά,
χωρίς (ακόμα) να αχνίζουν κάννες και ν’ ακούγονται πυροβολισμοί. Σκάνε
«κανόνια», αλλά είναι των τραπεζών. Για αμαρτίες ενόχων και αθώων που τους
άρπαξε η δίνη.
«ΕΑΝ θέλεις ειρήνη
προπαρασκευάζου δια πόλεμον» έλεγαν οι Λατίνοι κι εμείς πιαστήκαμε στον ύπνο.
Ανέτοιμοι για μεγάλες σκοτούρες και χωρίς ασπίδα για δεινά που έρχονταν.
ΝΙΩΘΟΥΜΕ προδομένοι και
εκβιαζόμενοι οικονομικά απ’ τους ισχυρούς μας συνεταίρους(!;), αλλά η
«Συμμαχική» προδοσία της Μικρασίας δεν έχει προηγούμενο, οι «Σύμμαχοι» δεν
έχουν ταίρι. Ούτε εκείνη(οι) της αδερφοσφαγής μας. Κι αν «πόλεμος είναι
αιματηρή πολιτική και πολιτική είναι αναίμακτος πόλεμος» (Μάο Τσε Τουνγκ), πάλι
καλά που δεν μας άναψαν (ακόμα) πόλεμο θερμό και κουβαλάμε τη σούβλα για τον
οβελία στον πορτμπαγκάζ, αντί το αντιαρματικό στον ώμο.
ΕΡΧΟΝΤΑΙ (ήρθαν) στιγμές που
η αθάνατη ελληνική ψυχή ξυπνάει απ’ τον λήθαργο. Με αρετές κρυμμένες που η ζωή
τις νάρκωσε, τις μεταμόρφωσε, χωρίς να τις αφανίσει. Το ‘νιωσε ο σύγχρονος
ρωμιός πως ο ρωμιός πεινάει και σκίρτησε η καρδιά του. Πήρε το βλέμμα απ’ τις
δικές του πληγές, θυμήθηκε, λογάριασε και το’ ριξε στον διπλανό του. Με το χέρι
τεντωμένο να κρατάει κάτι απ’ το υστέρημά του (τα βιώματα των προγόνων απ’
το διάβα τους στην ιστορία έπιασαν τόπο).
ΠΗΡΕ το δρόμο για στέκια και
πλατείες διανομής αγαθών, άδειασε τη γεμάτη αγκαλιά στην άδεια του φτωχού και
γέμισε η καρδιά του χαρά και συναισθήματα που αναβίωσαν στη σκληρή εποχή μας.