Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές...
της Ρένας Ραψομανίκη
Δίπλωσε προσεκτικά το χαρτί, το έκλεισε μέσα σε έναν άσπρο φάκελο, σάλιωσε την άκρη για να κολλήσει κι έγραψε απ' έξω: να ανοιχτεί το 1978.
Η χαρά, που ασφυκτιούσε συμπιεσμένη μέσα της, εκτονώθηκε καθώς μεταγγίστηκε στο απέραντο δοχείο του χωροχρόνου, κατακερματίστηκε και τα θραύσματα διασκορπίστηκαν στο μέλλον κι έμεινε για το παρόν η σωστή δοσολογία που μπορούσε να αντέξει χωρίς να παλαβώσει.
Αυτή ήταν η Αίγλη! Βρήκε τον τρόπο να δώσει στο γεγονός τις σωστές διαστάσεις τοποθετώντας το δίπλα σε γεγονότα παγκόσμιας εμβέλειας.
Όχι πως δεν έζησε την παραζάλη των πανηγυρισμών, τα συγχαρητήρια, τα δώρα, τα τηλεγραφήματα, τα λαμπερά χαμόγελα, τα γιορταστικά πάρτι. Για πόσο όμως; Όσο ν’ αρχίσουν τα πρώτα σχόλια από τους επαΐοντες. Οι φοιτητές, φίλοι του αδελφού της, δεν παρέλειψαν να την προειδοποιήσουν.
-Ξέρεις που έχεις μπλέξει; Η πιο δύσκολη σχολή, πιο δύσκολη κι απ’ το Πολυτεχνείο. Πολλοί την παρατάνε και πάνε γι άλλα.
Οι πληροφορίες επαληθεύτηκαν με το “καλημέρα” της φοίτησης. Η σχολή απευθυνόταν σε άτομα με τον σπάνιο συνδυασμό ευφυΐας και εργατικότητας. Οι καθηγητές ξεκαθάρισαν από το πρώτο μάθημα τις απαιτήσεις τους, δήλωσαν ότι θα διατηρούσαν, με όποιο κόστος, το επίπεδο σπουδών ανεβασμένο, προειδοποίησαν πως ο πήχης θα έμπαινε ψηλά και έδειξαν πως δεν πολυνοιάζονται για το πόσοι θα μπορέσουν ν’ ανταποκριθούν. Καλά μπήκα, πώς παίρνεις πτυχίο από δω μέσα; Την τρομοκρατούσαν οι δυσκολίες, μα δεν θα καταδεχόταν ποτέ να εγκαταλείψει τις σπουδές και δεν την γοήτευε ο τίτλος του αιώνιου φοιτητή. Ο αγώνας ήταν ένα κλικ πάνω από τις δυνατότητές της, μα πώς να απογοητεύσει την ζωή που την εμπιστεύτηκε και την έβαλε να σπουδάσει μέσα σ’ ένα κύκλο εκλεκτών με τους οποίους βάλθηκε να συναγωνίζεται;
Αν όμως θα μπορούσε να γυρίσει την κλεψύδρα της ζωής της ανάποδα, θα διέγραφε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό τα φοιτητικά της χρόνια. Ανούσια και άχρηστα, χαζοχαρούμενα και ανώφελα, μελαγχολικά και μίζε ρα, γκρίζα κι αμίλητα τα βρήκε. Λες και υπήρχε μια συνωμοσία σιωπής, λες και ήταν κομπάρσος σε ταινία του Αγγελόπουλου που η βροχή δεν λέει να σταματήσει και οι μαύρες ομπρέλες, ανοιχτές ή κλειστές, αποτελούν μελανά στίγματα που δεν προστατεύουν από το μούλιασμα στην παρακμή. Η φοιτητική ζωή, που στο μυαλό της είχε πάρει μυθικές διαστάσεις, αποδείχτηκε προέκταση της σχολικής όπου η μελέτη είχε μοναδικό στόχο τις υψηλές επιδόσεις στην εξεταστική του Ιουνίου. Όχι πως δεν τα κατάφερνε, αλλά να: τίποτα δεν την ενέπνεε. Όλα άρχιζαν και τέλειωναν σ’ ένα τυπικό καθήκον, η γνώση που έπαιρνε ήταν στείρα. Μπορεί να είχε κι εκείνη μερίδιο ευθύνης. Δεν ασχολήθηκε με κάτι παράπλευρο που να την απογειώσει. Δεν ωρίμασε, δεν βελτιώθηκε, δεν συνειδητοποιήθηκε. Δεν διάβασε για προσωπική απόλαυση ούτε βιβλία της επιστήμης της πέρα από τα πανεπιστημιακά συγγράμματα, ούτε βιβλία γενικότερης παιδείας. Δεν γνώρισε το ξενύχτι ούτε για μελέτη, ούτε για διασκέδαση. Δεν βγήκε ποτέ από το αυστηρό της πρόγραμμα. Δεν γνώρισε ενδιαφέροντες ανθρώπους. Οι καθηγητές ήταν απόμακροι κι απρόσωποι, ανίκανοι να την εμπνεύσουν. Απείχαν πολύ από το πρότυπο του επιστήμονα που είχε ονειρευτεί. Ανάμεσα στους συμφοιτητές δεν ξεχώρισε κανέναν σαν τον Μιχαλιό κι ο ίδιος ο Μιχαλιός δεν εμφανίστηκε ποτέ στα αμφιθέατρα ή τα εργαστήρια. Οι υποθέσεις και οι εικασίες την οδηγούσαν σε παντελώς άγνωστα μονοπάτια μα τις σκέψεις αυτές δεν μοιράστηκε με κανέναν από έγνοια μήπως του κάνει κακό. Χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση καταλάβαινε πως οι καιροί ήταν πονηροί και δύσκολοι – για κάποιους τουλάχιστον. Σιγά-σιγά η ζωή την πήρε απ’ το χέρι και με μοναδική μαεστρία την πήγε αλλού. Ο Μιχαλιός έμεινε ανάμνηση.
Στην τελετή απονομής πτυχίων κι ενώ ο πρύτανης της έσφιγγε το χέρι δεν έδωσε στον εαυτό της την πολυτέλεια της ανάπαυσης του πολεμιστή. Στο μυαλό της κλωθογύριζαν οι επόμενες κινήσεις.
Και τώρα τι;
Γιατί όχι το αναμενόμενο; Μήπως αυτός δεν ήταν ο στόχος της; Να περάσει το άλλο πρωί την πόρτα του Υπουργείου Παιδείας ν’ αφήσει μια αίτηση για τη μέση εκπαίδευση. Οι φυσικοί ήταν περιζήτητοι, θα διοριζόταν με συνοπτικές διαδικασίες, θα μετακόμιζε σε κάποια επαρχιακή πόλη και θα γινόταν μια καλή καθηγήτρια.
Μα τώρα, ο στόχος έμοιαζε λίγος.
Η ανταμοιβή ήταν μικρή για τα όσα είχε δώσει. Μια αυτόματη αναθεώρηση στόχων είχε γίνει ερήμην της, ερεθιστική για τα είκοσι δύο της χρόνια.
Τι ακριβώς ήθελε να κάνει δεν ήξερε ακόμα, ούτε μπορούσε να μαντέψει τα σχέδια που είχε η ζωή για λογαριασμό της.
Την πρώτη μέρα της καινούργιας φάσης ζωής, πτυχιούχος Φυσικός πια, τα βήματα την οδήγησαν στον “τόπο του εγκλήματος”. Κοινότοπο μέχρι αηδίας, μα τέσσερα χρόνια είναι πολλές μέρες και η συνήθεια λίγο απέχει από το να γίνει εξάρτηση. Ως επισκέπτρια πια είχε την άνεση να κοιτάξει με άλλο μάτι το πανέμορφο, αλλά κακοσυντηρημένο νεοκλασικό του Τσίλερ στο νούμερο 104 της Σόλωνος γνωστό στον φοιτητόκοσμο ως Παλιό Χημείο. Ανέβηκε, για πρώτη φορά χωρίς βιασύνη, την τεράστια μαρμάρινη εξωτερική σκάλα με τα δύο μεγάλα πλατύσκαλα που οδηγούσε στην επιβλητική είσοδο με την τριπλή πόρτα. Αναρωτήθηκε γιατί δεν είχε ποτέ δει τις πλαϊνές πόρτες ανοιχτές. Η είσοδος και η έξοδος γινόταν από την μεσαία που οριοθετούσαν δύο λιτοί δωρικοί κίονες με απλά κιονόκρανα που, μαζί με τις δύο παραλληλεπίπεδες κολώνες στα πλάγια, υποστήριζαν το τριγωνικό αέτωμα της πρόσοψης. Παρατήρησε για πρώτη φορά το γκρίζο χρώμα της παρακμής. Τα καυσαέρια πότιζαν μέρα και νύχτα τα μάρμαρα αφήνοντας παντού το αποτύπωμα της μουτζούρας. Πρόσεξε τους δύο μικρούς παραμελημένους κήπους με νεραντζιές δεξιά κι αριστερά της σκάλας περιφραγμένους με μαύρα σιδερένια κιγκλιδώματα που απαγόρευαν την προσπέλαση στους πάντες. Γιατί υπήρχαν τότε; Το φαντάστηκε ολοκαίνουργιο, πάλλευκο όπως παραδόθηκε για χρήση στο Πανεπιστήμιο λίγο πριν ξεψυχήσει ο δέκατος ένατος αιώνας.
Α και να μπορούσε να μιλήσει! Και τι δεν είχε φιλοξενήσει στους δαιδαλώδεις χώρους του: στο μεγάλο και το μικρό αμφιθέατρο, στα εργαστήρια και τα σπουδαστήρια, στα γραφεία και τους διαδρόμους, στο μηχανουργείο και την εσωτερική αυλή! Φιλοδοξίες, αγωνίες, επιστημονικές αντιπαραθέσεις, διαψεύσεις, επιβεβαιώσεις, φιλίες, αντιζηλίες, έρωτες, αποτυχίες, προσπάθειες, ξενύχτια πάνω σε πειραματικές διατάξεις, εξετάσεις, διαλέξεις… Τα αναμενόμενα και τα απρόσμενα. Όπως εκείνη η ιστορία από την Κατοχή. Τότε που οι Γερμανοί είχαν σκυλιάσει γιατί, ενώ τα ραδιογωνιόμετρα έδειχναν πως οι εκπομπές για Μέση Ανατολή γίνονταν από το συγκεκριμένο οικοδομικό τετράγωνο, δεν κατάφερναν να εντοπίσουν την πηγή παρόλο το εξονυχιστικό χτένισμα που έκαναν στην περιοχή. Μα είχαν γνώση οι φύλακες αφού ο νεαρός καθηγητής της ηλεκτρονικής Φυσικής αποσυναρμολογούσε τον πομπό μετά τις νυχτερινές εκπομπές και τοποθετούσε τα εξαρτήματα προσεκτικά στις γυάλινες προθήκες των εργαστηρίων έτσι που να διαγράφει κάθε ίχνος. Ήταν η εποχή που ο καθένας υπηρετούσε τον Σκοπό από όποιο πόστο μπορούσε.
Αισθάνθηκε άβολα τριγυρνώντας άσκοπα στους διαδρόμους έχοντας απεκδυθεί την ιδιότητα της φοιτήτριας. Έριξε μια μηχανική ματιά στις ανακοινώσεις, που δεν είχαν πια κανένα χρηστικό ενδιαφέρον για κείνη, μια και απευθύνονταν σε άλλους. Ένιωσε ξένη και σαν να την είχαν πάρει τα χρόνια μέσα στο πλήθος των άγνωστων νεανικών προσώπων που την περιτριγύριζαν. Οι συμφοιτητές εξαφανισμένοι, διασκορπισμένοι. Ό,τι τους συγκέντρωνε είχε πια τελειώσει. Δεν ήταν καλή ιδέα η επίσκεψη. Γεννούσε τη θλίψη της απώλειας του δεδομένου που δεν είχε προλάβει να αντικατασταθεί από το καινούργιο. Αναθάρρησε διακρίνοντας μια γνώριμη φιγούρα και κούνησε το χέρι από μακριά. Κάποιος είχε την ίδια ιδέα μ’ εκείνη.
-Πώς από δω;
-Περαστική, είπε ψέματα. Εσύ;
-Ήρθα μήπως μάθω κάτι για την τύχη της αίτησής μου, μα ο Ροδινός κρατάει το στόμα του κλειστό.
Έμαθε πως είχαν προκηρυχτεί κάποιες θέσεις πανεπιστημιακών βοηθών.
Λες να ήταν η ευκαιρία της;
Αισθάνθηκε άβολα τριγυρνώντας άσκοπα στους διαδρόμους έχοντας απεκδυθεί την ιδιότητα της φοιτήτριας. Έριξε μια μηχανική ματιά στις ανακοινώσεις, που δεν είχαν πια κανένα χρηστικό ενδιαφέρον για κείνη, μια και απευθύνονταν σε άλλους. Ένιωσε ξένη και σαν να την είχαν πάρει τα χρόνια μέσα στο πλήθος των άγνωστων νεανικών προσώπων που την περιτριγύριζαν. Οι συμφοιτητές εξαφανισμένοι, διασκορπισμένοι. Ό,τι τους συγκέντρωνε είχε πια τελειώσει. Δεν ήταν καλή ιδέα η επίσκεψη. Γεννούσε τη θλίψη της απώλειας του δεδομένου που δεν είχε προλάβει να αντικατασταθεί από το καινούργιο. Αναθάρρησε διακρίνοντας μια γνώριμη φιγούρα και κούνησε το χέρι από μακριά. Κάποιος είχε την ίδια ιδέα μ’ εκείνη.
-Πώς από δω;
-Περαστική, είπε ψέματα. Εσύ;
-Ήρθα μήπως μάθω κάτι για την τύχη της αίτησής μου, μα ο Ροδινός κρατάει το στόμα του κλειστό.
Έμαθε πως είχαν προκηρυχτεί κάποιες θέσεις πανεπιστημιακών βοηθών.
Λες να ήταν η ευκαιρία της;
Συνεχίζεται...
Γιούλια Ολόμπλαβα
(http://www.efenpress.gr/)