Του Ζαχαρία Μίχα, Διευθυντού Μελετών Ινστιτούτου Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ISDA
Ποιοι είναι άραγε οι λόγοι που οι Γερμανοί παθαίνουν… αναφυλαξία όταν η συζήτηση πηγαίνει στα χρέη της χώρας τους από το αιματοβαμμένο παρελθόν της, συμπεριφερόμενοι με έκδηλο εκνευρισμό, όπως αποδεικνύει η εσπευσμένη παρέμβαση για το θέμα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε;
Είναι οικονομικοί οι λόγοι ή μήπως η εξήγηση είναι πιο πολύπλοκη;
Στο θέμα λοιπόν των πολεμικών αποζημιώσεων (από τους δύο παγκοσμίους πολέμους) και του κατοχικού δανείου που ανακινήθηκε τελευταία μετά το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων και την εκπεφρασμένη πρόθεση της Ελλάδας να διεκδικήσει όσα της οφείλονται, εάν αποδειχθεί ότι οι ισχυρισμοί της χώρας μας έχουν νομική βάση, αισθάνθηκε την ανάγκη να τοποθετηθεί ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Μιλώντας στην εφημερίδα «Neue Osnabrücker Zeitung» επιχείρησε έξυπνα να κάνει αυτό που εύκολα είχαν οι πάντες προβλέψει: Να συνδέσει τις διεκδικήσεις με την οικονομική κρίση, παίζοντας ένα ύπουλο όσο και κατανοητό επικοινωνιακό παιγνίδι, με σκοπό να εμφανίσει την Ελλάδα ότι προσπαθεί να ξεφύγει από τη λιτότητα και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, «βάζοντας χέρι» στην τσέπη των «νοικοκυραίων» Γερμανών.
«Θεωρώ ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ανεύθυνες. Πολύ πιο σημαντικό από το να οδηγούνται οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε εσφαλμένη κατεύθυνση θα ήταν να τους εξηγήσει και να τους διαφωτίσει κανείς για τον δρόμο προς τις μεταρρυθμίσεις και να τους συνοδεύσει σε αυτήν την πορεία. Η Ελλάδα έχει επιτύχει πολλά μέχρι τώρα, αλλά έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει. Και από αυτόν τον δρόμο δεν πρέπει να αποπροσανατολίζεται. Σε ό,τι αφορά τις αξιώσεις για καταβολή αποζημιώνω δεν βλέπω καμιά ελπίδα, γιατί το ζήτημα αυτό έχει ξεκαθαριστεί από καιρό», είπε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών.
Την απάντηση στον Σόιμπλε έδωσε το υπουργείο Εξωτερικών και ο υπουργός, Δημήτρης Αβραμόπουλος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου:
«Κανένας συσχετισμός δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει, ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που γίνονται στην Ελλάδα και στο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων. Άλλωστε, οι γερμανικές αποζημιώσεις είναι θέμα που έχει αναδειχθεί εδώ και πολλά χρόνια από την Ελληνική Πολιτεία. Το εάν έχει λήξει ή όχι η υπόθεση αυτή το καθορίζει η διεθνής δικαιοσύνη, καθώς από τη φύση του, το θέμα αυτό άπτεται του διεθνούς δικαίου και των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Η Ελλάδα δεν ‘αποπροσανατολίζεται’ από την πολιτική των μεταρρυθμίσεων, παρά τις μεγάλες θυσίες που βαρύνουν στους ώμους του ελληνικού λαού.»
Παράλληλα, σε ενημερωτικό έγγραφο που όπως έγινε γνωστό έχει διαβιβαστεί από τις 5 Απριλίου στη Βουλή, με αφορμή την απάντηση σε ερώτηση που είχε καταθέσει ο ανεξάρτητος βουλευτής, Νίκος Νικολόπουλος, ο υπουργός Εξωτερικών αναφέρει: «Η Ελληνική Κυβέρνηση όπως έπραξε και στο ζήτημα των αποζημιώσεων των οικογενειών των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου, παρεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, διατηρεί το δικαίωμα να ανακινήσει έτερες πτυχές των γερμανικών αποζημιώσεων, τη στιγμή που θα κρίνει καταλληλότερη προς τούτο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το σύνολο των παραμέτρων».
Στο έγγραφο, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος ξεκαθαρίζει επίσης ότι «ανοικτό και διακριτό από το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων, παραμένει επίσης το θέμα του κατοχικού δανείου, το οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεώθηκε να συνομολογήσει με τις γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις κατοχής».
Γιατί λοιπόν αντιδρά έτσι η Γερμανία; Σίγουρα, τα ποσά δεν είναι μικρά και αντιλαμβάνεται ότι η νομική, πολιτική και ηθική της θέση είναι αρκούντως δύσκολη για μια σειρά από λόγους. Και μισό τρισεκατομμύριο ευρώ να αποδειχθεί ότι είναι στο σύνολό του το ποσό που θα πρέπει να επιστρέψει, δεν αντιστοιχεί παρά σε μερικούς μόνο μήνες εξαγωγών της βιομηχανίας της που επωφελούνταν – μέχρι στιγμής, για το μέλλον δεν θα παίρναμε και όρκο… – από την κρίση. Άλλες είναι οι στενοχώριες για τη γερμανική κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα δεν είναι πλέον τόσο απλά.
Το πρώτο πρόβλημα αφορά τις επερχόμενες εκλογές, καθώς καλείται να «χειραγωγήσει» το ζήτημα με τέτοιον τρόπο ώστε να μην πλήξει τους Χριστιανοδημοκράτες και αμφισβητήσει την πολιτική πρωτοκαθεδρία τους στη χώρα. Σίγουρα, μια «σθεναρή στάση» θα μπορούσε θεωρητικά να δώσει την εντύπωση μιας κυβέρνησης ισχυρής που προασπίζει τα συμφέροντα του γερμανικού λαού. Υπάρχει όμως κι άλλη ανάγνωση…
Εάν κανείς παρατηρήσει τη γερμανική αντίδραση σε κάθε θέμα που θέτει προς το Βερολίνο το Ισραήλ, από την επιδότηση κατασκευής οπλικών συστημάτων και το μπλοκάρισμα πώλησης άλλων σε χώρες που θεωρητικά ή πραγματικά αποτελούν απειλή εθνικής ασφαλείας για το εβραϊκό κράτος, προκύπτει ότι το συναίσθημα συλλογικής ενοχής για το Ολοκαύτωμα είναι ακόμα ζωντανό στη σκέψη της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας και της κοινωνίας.
Αυτό αποδεικνύεται και από την έντιμη σε γενικές γραμμές στάση των γερμανικών μέσων ενημέρωσης που έχουν αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις ότι δε διστάζουν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους όταν προκύπτουν ακόμα και τα πιο δύσκολα θέματα που εκθέτουν τη χώρα. Εάν λοιπόν αυτό ισχύει, τότε εγείρεται ένα θέμα δύο μέτρων και δύο σταθμών το οποίο με τους κατάλληλους επικοινωνιακούς χειρισμούς σε διεθνές επίπεδο η Ελλάδα μπορεί να το αξιοποιήσει δεόντως. Προφανώς επιβάλλεται αρθρογραφία των κορυφαίων πολιτικών και πολιτειακών παραγόντων της χώρας στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου που θα δείξουν μέγιστο ενδιαφέρον, είτε λόγο του ενδιαφέροντος της υπόθεσης είτε για λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια.
Κατά συνέπεια, τίθεται ένα ζήτημα στρατηγικής για τη γερμανική πλευρά, εάν βρεθεί αντιμέτωπη με μια ελληνική «επικοινωνιακή καταιγίδα» η οποία θα εξηγεί τις ελληνικές θέσεις, με βάση στοιχεία που δεν είναι καθόλου ευνοϊκά για τη Γερμανία, που προβάλλεται ως – και είναι – η ηγέτιδα δύναμη της ενωμένης Ευρώπης. Μια χώρα η οποία επωφελήθηκε δεόντως από τη γαλαντομία των νικητών, στο «στρατόπεδο» των οποίων βρισκόταν κάποτε και η Ελλάδα, εξερχόμενη όμως από τον πόλεμο κατεστραμμένη. Το ζήτημα στρατηγικής που εγείρεται είναι πόσο μεγαλύτερο είναι το κόστος από την υπενθύμιση όλων αυτών που οι Γερμανοί θέλουν να ξεχάσουν και στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν κάνει γενναία αυτοκριτική για το παρελθόν τους.
Το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα όμως ανάγεται στο γεωπολιτικό επίπεδο. Πώς θα φαινόταν στους Γερμανούς, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίσουν το θέμα ως ευκαιρία για να «στριμώξουν» τους Γερμανούς για την «αυθάδεια» που επιδεικνύουν τα τελευταία χρόνια, συμπεριφερόμενοι με σκαιότητα απέναντι στον εκάστοτε Αμερικανό υπουργό Οικονομικών όταν τους τονίζεται ότι «τραβούν το σκοινί» επικίνδυνα με την πολιτική τους απέναντι στον ευρωπαϊκό νότο, θέτοντας σε κίνδυνο τη διεθνή οικονομία, μέσω της άρνησης ουσιαστικά να συντονίσουν τα βήματά τους με αυτά των υπερατλαντικών τους εταίρων;
Και οι εταίροι αυτοί δεν είναι τυχαίοι… έχουν παίξει ρόλο στη γερμανική Ιστορία και τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων που επιτρέπει σήμερα στους Γερμανούς να έχουν τη θέση που έχουν στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος είτε διαγράφοντας τεράστιο μέρος του χρέους τους, είτε επιτρέποντας στον πληθωρισμό να κάνει τη δουλειά του, ενώ οι ίδιοι σήμερα αρνούνται να συζητήσουν είτε για Ευρωομόλογα είτε για την ανοχή υψηλότερου πληθωρισμού και χαμηλότερης αξίας στο ευρώ (μη φανταστούμε τίποτα «τρελά» νούμερα) για να διευκολυνθούν οι «αμαρτωλοί» νότιοι να συνέλθουν.
Κι ενώ οι εταίροι τους κάποτε έβαλαν τόσο «νερό στο κρασί» τους που… δεν πινόταν για να τους βοηθήσουν, αυτοί σήμερα δε ρίχνουν ούτε σταγόνα, αφήνοντας έτσι όμως την επιτυχία που άλλοι τους χάρισαν να τους «μεθύσει» και συμπεριφέρονται με τη νοοτροπία ανάλγητου ηγεμόνα… Ο αγαπητός οπαδός της «οικονομικής ορθοδοξίας», υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, μιας χώρας που παραδοσιακά αποσταθεροποιούσε την Ευρώπη θα πρέπει να αντιληφθεί ότι θα αποβεί σε βάρος της χώρας του να ξεχνά.
Αυτό που ξεχνά και αυτός και η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου στη Γερμανία, δεν ξεχνούν οι υπόλοιποι δεν έχει σχέση με το οικονομικό, αφού όσο και να μην το αντιλαμβάνονται πολλοί, παρέμενε, παραμένει και θα παραμένει υποενότητα του γεωπολιτικού παράγοντα, των παγκοσμίων ισορροπιών, των οποίων η οικονομική ισχύς είναι ένας μόνο παράγοντας ισχύος και μάλιστα βαρύτατα εξαρτώμενος από άλλες παραμέτρους. Ποιο είναι αυτό;
Η χώρα του ήταν, είναι και θα παραμείνει πολύ μεγάλη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, τόσο μεγάλη ώστε να προκαλεί αστάθεια όσο δεν υπάρχει η φρόνηση διαχείρισης αυτής της ισχύος με τρόπο μη αμιγώς εθνοκεντρικό. Ας θυμηθούμε τη διεθνή συζήτηση την εποχή της επανένωσης των δύο Γερμανιών, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, αλλά και την ιστορική ρήση του Μαλτέζου πρεσβευτή στα Ηνωμένα Έθνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι αγαπά τόσο πολύ τη Γερμανία, που θα ήθελε να είναι δύο…
Ταυτόχρονα, η χώρα του παραμένει πολύ μικρή για να συμμετάσχει επί ίσοις όροις στο παγκόσμιο «παίγνιο» που διεξάγεται μεταξύ των μεγάλων «παικτών» του διεθνούς συστήματος, κυρίως των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας, με τους υπόλοιπους (Ιαπωνία, Ινδία, Βραζιλία) να βρίσκονται ένα σκαλί πιο κάτω και επιχειρούν με πρωτοβουλίες τύπου BRICS, να επαυξήσουν την επιρροή τους στον διεθνή καταμερισμό ισχύος.
Σκοπίμως αφήσαμε έξω την Ευρωπαϊκή Ένωση. Διότι η ΕΕ είναι αυτό που κάνει τη Γερμανία να συμμετάσχει ισότιμα στο παιχνίδι των μεγάλων, αν και η στρατιωτική της καχεξία κάνει τα πάντα για να το υπονομεύσει. Οι Γερμανοί ξέρουν ότι η πραγματική αξία της ΕΕ γι’ αυτούς είναι πολύ ευρύτερη των οικονομικών υπολογισμών. Έχει έρθει η ώρα να αντιληφθεί ότι η ηγεσία συνεπάγονται κόστος, όχι μόνο οικονομικό. Και η ανακίνηση του θέματος των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου από την Ελλάδα, δεν θα βρει τη χώρα μας μόνη της εάν το χειριστεί σωστά η πολιτική της ηγεσία, μαζί με μια υπεύθιυνη αντιπολίτευση (πρέπει να τονιστεί), αφού όπως εξηγήσαμε, ΔΕΝ είναι θέμα μόνο οικονομικό, όσο κι αν βολεύεται ο χερ Σόιμπλε να υποστηρίζει.
DEFENCEPOINT
Ποιοι είναι άραγε οι λόγοι που οι Γερμανοί παθαίνουν… αναφυλαξία όταν η συζήτηση πηγαίνει στα χρέη της χώρας τους από το αιματοβαμμένο παρελθόν της, συμπεριφερόμενοι με έκδηλο εκνευρισμό, όπως αποδεικνύει η εσπευσμένη παρέμβαση για το θέμα του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε;
Είναι οικονομικοί οι λόγοι ή μήπως η εξήγηση είναι πιο πολύπλοκη;
Στο θέμα λοιπόν των πολεμικών αποζημιώσεων (από τους δύο παγκοσμίους πολέμους) και του κατοχικού δανείου που ανακινήθηκε τελευταία μετά το πόρισμα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων και την εκπεφρασμένη πρόθεση της Ελλάδας να διεκδικήσει όσα της οφείλονται, εάν αποδειχθεί ότι οι ισχυρισμοί της χώρας μας έχουν νομική βάση, αισθάνθηκε την ανάγκη να τοποθετηθεί ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Μιλώντας στην εφημερίδα «Neue Osnabrücker Zeitung» επιχείρησε έξυπνα να κάνει αυτό που εύκολα είχαν οι πάντες προβλέψει: Να συνδέσει τις διεκδικήσεις με την οικονομική κρίση, παίζοντας ένα ύπουλο όσο και κατανοητό επικοινωνιακό παιγνίδι, με σκοπό να εμφανίσει την Ελλάδα ότι προσπαθεί να ξεφύγει από τη λιτότητα και τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, «βάζοντας χέρι» στην τσέπη των «νοικοκυραίων» Γερμανών.
«Θεωρώ ότι τέτοιες δηλώσεις είναι ανεύθυνες. Πολύ πιο σημαντικό από το να οδηγούνται οι άνθρωποι στην Ελλάδα σε εσφαλμένη κατεύθυνση θα ήταν να τους εξηγήσει και να τους διαφωτίσει κανείς για τον δρόμο προς τις μεταρρυθμίσεις και να τους συνοδεύσει σε αυτήν την πορεία. Η Ελλάδα έχει επιτύχει πολλά μέχρι τώρα, αλλά έχει ακόμη πολύ δρόμο να διανύσει. Και από αυτόν τον δρόμο δεν πρέπει να αποπροσανατολίζεται. Σε ό,τι αφορά τις αξιώσεις για καταβολή αποζημιώνω δεν βλέπω καμιά ελπίδα, γιατί το ζήτημα αυτό έχει ξεκαθαριστεί από καιρό», είπε χαρακτηριστικά στην εφημερίδα ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών.
Την απάντηση στον Σόιμπλε έδωσε το υπουργείο Εξωτερικών και ο υπουργός, Δημήτρης Αβραμόπουλος, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφου:
«Κανένας συσχετισμός δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει, ανάμεσα στις μεταρρυθμίσεις που γίνονται στην Ελλάδα και στο ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων. Άλλωστε, οι γερμανικές αποζημιώσεις είναι θέμα που έχει αναδειχθεί εδώ και πολλά χρόνια από την Ελληνική Πολιτεία. Το εάν έχει λήξει ή όχι η υπόθεση αυτή το καθορίζει η διεθνής δικαιοσύνη, καθώς από τη φύση του, το θέμα αυτό άπτεται του διεθνούς δικαίου και των διεθνών δικαιοδοτικών οργάνων. Η Ελλάδα δεν ‘αποπροσανατολίζεται’ από την πολιτική των μεταρρυθμίσεων, παρά τις μεγάλες θυσίες που βαρύνουν στους ώμους του ελληνικού λαού.»
Παράλληλα, σε ενημερωτικό έγγραφο που όπως έγινε γνωστό έχει διαβιβαστεί από τις 5 Απριλίου στη Βουλή, με αφορμή την απάντηση σε ερώτηση που είχε καταθέσει ο ανεξάρτητος βουλευτής, Νίκος Νικολόπουλος, ο υπουργός Εξωτερικών αναφέρει: «Η Ελληνική Κυβέρνηση όπως έπραξε και στο ζήτημα των αποζημιώσεων των οικογενειών των θυμάτων της σφαγής του Διστόμου, παρεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ Γερμανίας και Ιταλίας, ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, διατηρεί το δικαίωμα να ανακινήσει έτερες πτυχές των γερμανικών αποζημιώσεων, τη στιγμή που θα κρίνει καταλληλότερη προς τούτο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν το σύνολο των παραμέτρων».
Στο έγγραφο, ο Δημήτρης Αβραμόπουλος ξεκαθαρίζει επίσης ότι «ανοικτό και διακριτό από το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων, παραμένει επίσης το θέμα του κατοχικού δανείου, το οποίο η Τράπεζα της Ελλάδος υποχρεώθηκε να συνομολογήσει με τις γερμανικές και ιταλικές δυνάμεις κατοχής».
Γιατί λοιπόν αντιδρά έτσι η Γερμανία; Σίγουρα, τα ποσά δεν είναι μικρά και αντιλαμβάνεται ότι η νομική, πολιτική και ηθική της θέση είναι αρκούντως δύσκολη για μια σειρά από λόγους. Και μισό τρισεκατομμύριο ευρώ να αποδειχθεί ότι είναι στο σύνολό του το ποσό που θα πρέπει να επιστρέψει, δεν αντιστοιχεί παρά σε μερικούς μόνο μήνες εξαγωγών της βιομηχανίας της που επωφελούνταν – μέχρι στιγμής, για το μέλλον δεν θα παίρναμε και όρκο… – από την κρίση. Άλλες είναι οι στενοχώριες για τη γερμανική κυβέρνηση που αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα δεν είναι πλέον τόσο απλά.
Το πρώτο πρόβλημα αφορά τις επερχόμενες εκλογές, καθώς καλείται να «χειραγωγήσει» το ζήτημα με τέτοιον τρόπο ώστε να μην πλήξει τους Χριστιανοδημοκράτες και αμφισβητήσει την πολιτική πρωτοκαθεδρία τους στη χώρα. Σίγουρα, μια «σθεναρή στάση» θα μπορούσε θεωρητικά να δώσει την εντύπωση μιας κυβέρνησης ισχυρής που προασπίζει τα συμφέροντα του γερμανικού λαού. Υπάρχει όμως κι άλλη ανάγνωση…
Εάν κανείς παρατηρήσει τη γερμανική αντίδραση σε κάθε θέμα που θέτει προς το Βερολίνο το Ισραήλ, από την επιδότηση κατασκευής οπλικών συστημάτων και το μπλοκάρισμα πώλησης άλλων σε χώρες που θεωρητικά ή πραγματικά αποτελούν απειλή εθνικής ασφαλείας για το εβραϊκό κράτος, προκύπτει ότι το συναίσθημα συλλογικής ενοχής για το Ολοκαύτωμα είναι ακόμα ζωντανό στη σκέψη της γερμανικής πολιτικής ηγεσίας και της κοινωνίας.
Αυτό αποδεικνύεται και από την έντιμη σε γενικές γραμμές στάση των γερμανικών μέσων ενημέρωσης που έχουν αποδείξει σε πολλές περιπτώσεις ότι δε διστάζουν να πουν τα πράγματα με το όνομά τους όταν προκύπτουν ακόμα και τα πιο δύσκολα θέματα που εκθέτουν τη χώρα. Εάν λοιπόν αυτό ισχύει, τότε εγείρεται ένα θέμα δύο μέτρων και δύο σταθμών το οποίο με τους κατάλληλους επικοινωνιακούς χειρισμούς σε διεθνές επίπεδο η Ελλάδα μπορεί να το αξιοποιήσει δεόντως. Προφανώς επιβάλλεται αρθρογραφία των κορυφαίων πολιτικών και πολιτειακών παραγόντων της χώρας στις μεγαλύτερες εφημερίδες του κόσμου που θα δείξουν μέγιστο ενδιαφέρον, είτε λόγο του ενδιαφέροντος της υπόθεσης είτε για λόγους που θα εξηγήσουμε στη συνέχεια.
Κατά συνέπεια, τίθεται ένα ζήτημα στρατηγικής για τη γερμανική πλευρά, εάν βρεθεί αντιμέτωπη με μια ελληνική «επικοινωνιακή καταιγίδα» η οποία θα εξηγεί τις ελληνικές θέσεις, με βάση στοιχεία που δεν είναι καθόλου ευνοϊκά για τη Γερμανία, που προβάλλεται ως – και είναι – η ηγέτιδα δύναμη της ενωμένης Ευρώπης. Μια χώρα η οποία επωφελήθηκε δεόντως από τη γαλαντομία των νικητών, στο «στρατόπεδο» των οποίων βρισκόταν κάποτε και η Ελλάδα, εξερχόμενη όμως από τον πόλεμο κατεστραμμένη. Το ζήτημα στρατηγικής που εγείρεται είναι πόσο μεγαλύτερο είναι το κόστος από την υπενθύμιση όλων αυτών που οι Γερμανοί θέλουν να ξεχάσουν και στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν κάνει γενναία αυτοκριτική για το παρελθόν τους.
Το σημαντικότερο ίσως πρόβλημα όμως ανάγεται στο γεωπολιτικό επίπεδο. Πώς θα φαινόταν στους Γερμανούς, εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίσουν το θέμα ως ευκαιρία για να «στριμώξουν» τους Γερμανούς για την «αυθάδεια» που επιδεικνύουν τα τελευταία χρόνια, συμπεριφερόμενοι με σκαιότητα απέναντι στον εκάστοτε Αμερικανό υπουργό Οικονομικών όταν τους τονίζεται ότι «τραβούν το σκοινί» επικίνδυνα με την πολιτική τους απέναντι στον ευρωπαϊκό νότο, θέτοντας σε κίνδυνο τη διεθνή οικονομία, μέσω της άρνησης ουσιαστικά να συντονίσουν τα βήματά τους με αυτά των υπερατλαντικών τους εταίρων;
Και οι εταίροι αυτοί δεν είναι τυχαίοι… έχουν παίξει ρόλο στη γερμανική Ιστορία και τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων που επιτρέπει σήμερα στους Γερμανούς να έχουν τη θέση που έχουν στον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος είτε διαγράφοντας τεράστιο μέρος του χρέους τους, είτε επιτρέποντας στον πληθωρισμό να κάνει τη δουλειά του, ενώ οι ίδιοι σήμερα αρνούνται να συζητήσουν είτε για Ευρωομόλογα είτε για την ανοχή υψηλότερου πληθωρισμού και χαμηλότερης αξίας στο ευρώ (μη φανταστούμε τίποτα «τρελά» νούμερα) για να διευκολυνθούν οι «αμαρτωλοί» νότιοι να συνέλθουν.
Κι ενώ οι εταίροι τους κάποτε έβαλαν τόσο «νερό στο κρασί» τους που… δεν πινόταν για να τους βοηθήσουν, αυτοί σήμερα δε ρίχνουν ούτε σταγόνα, αφήνοντας έτσι όμως την επιτυχία που άλλοι τους χάρισαν να τους «μεθύσει» και συμπεριφέρονται με τη νοοτροπία ανάλγητου ηγεμόνα… Ο αγαπητός οπαδός της «οικονομικής ορθοδοξίας», υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, μιας χώρας που παραδοσιακά αποσταθεροποιούσε την Ευρώπη θα πρέπει να αντιληφθεί ότι θα αποβεί σε βάρος της χώρας του να ξεχνά.
Αυτό που ξεχνά και αυτός και η πλειοψηφία του πολιτικού κόσμου στη Γερμανία, δεν ξεχνούν οι υπόλοιποι δεν έχει σχέση με το οικονομικό, αφού όσο και να μην το αντιλαμβάνονται πολλοί, παρέμενε, παραμένει και θα παραμένει υποενότητα του γεωπολιτικού παράγοντα, των παγκοσμίων ισορροπιών, των οποίων η οικονομική ισχύς είναι ένας μόνο παράγοντας ισχύος και μάλιστα βαρύτατα εξαρτώμενος από άλλες παραμέτρους. Ποιο είναι αυτό;
Η χώρα του ήταν, είναι και θα παραμείνει πολύ μεγάλη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, τόσο μεγάλη ώστε να προκαλεί αστάθεια όσο δεν υπάρχει η φρόνηση διαχείρισης αυτής της ισχύος με τρόπο μη αμιγώς εθνοκεντρικό. Ας θυμηθούμε τη διεθνή συζήτηση την εποχή της επανένωσης των δύο Γερμανιών, μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, αλλά και την ιστορική ρήση του Μαλτέζου πρεσβευτή στα Ηνωμένα Έθνη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ότι αγαπά τόσο πολύ τη Γερμανία, που θα ήθελε να είναι δύο…
Ταυτόχρονα, η χώρα του παραμένει πολύ μικρή για να συμμετάσχει επί ίσοις όροις στο παγκόσμιο «παίγνιο» που διεξάγεται μεταξύ των μεγάλων «παικτών» του διεθνούς συστήματος, κυρίως των ΗΠΑ, της Ρωσίας και της Κίνας, με τους υπόλοιπους (Ιαπωνία, Ινδία, Βραζιλία) να βρίσκονται ένα σκαλί πιο κάτω και επιχειρούν με πρωτοβουλίες τύπου BRICS, να επαυξήσουν την επιρροή τους στον διεθνή καταμερισμό ισχύος.
Σκοπίμως αφήσαμε έξω την Ευρωπαϊκή Ένωση. Διότι η ΕΕ είναι αυτό που κάνει τη Γερμανία να συμμετάσχει ισότιμα στο παιχνίδι των μεγάλων, αν και η στρατιωτική της καχεξία κάνει τα πάντα για να το υπονομεύσει. Οι Γερμανοί ξέρουν ότι η πραγματική αξία της ΕΕ γι’ αυτούς είναι πολύ ευρύτερη των οικονομικών υπολογισμών. Έχει έρθει η ώρα να αντιληφθεί ότι η ηγεσία συνεπάγονται κόστος, όχι μόνο οικονομικό. Και η ανακίνηση του θέματος των πολεμικών επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου από την Ελλάδα, δεν θα βρει τη χώρα μας μόνη της εάν το χειριστεί σωστά η πολιτική της ηγεσία, μαζί με μια υπεύθιυνη αντιπολίτευση (πρέπει να τονιστεί), αφού όπως εξηγήσαμε, ΔΕΝ είναι θέμα μόνο οικονομικό, όσο κι αν βολεύεται ο χερ Σόιμπλε να υποστηρίζει.
DEFENCEPOINT