30.4.13

Πάσχα εν Πόντω - Δύο υπέροχα έθιμα


Τα έθιμα της Μεγάλης Εβδομάδας: «τουρνίκες» και «καθίζω τζιχτζιράνο»

της Λένας Σαββίδου

Ο πλούτος των εθιμικών δρώμενων της Μεγάλης Εβδομάδας που έφεραν οι πρόσφυγες από τον Πόντο, είναι ασύλληπτου εύρους και ομορφιάς. Ο χρόνος, δυστυχώς, πολλά από αυτά τα θάμπωσε στη μνήμη κι άλλα τα παράλλαξε στο πέρασμα του. Το ευτυχές όμως είναι πως μέσα από λαογραφικές μελέτες και καταγραφές πολύ μεγάλο μέρος τους έχει διασωθεί κι έτσι ακόμη κι αν δεν υπάρχουν ως κομμάτια του «εορταστικού» βίου μας, μπορούμε να τα εντοπίσουμε, να τα μελετήσουμε και φυσικά να τα ματαγαπήσουμε και να τους ξαναδώσουμε «ανάσα», εντάσσοντας τα στην σύγχρονη πραγματικότητα μας.

Ένα πολύ όμορφο έθιμο που μας έρχεται από την περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν είναι οι Τουρνίκες. Το έθιμο αυτό το κατέγραψε ο Γ. Φωτιάδης στην εργασία του «Από τα πασχαλινά έθιμα του Ακ Δαγ Μαδέν» που δημοσιεύτηκε στον 38ο τόμο του Αρχείου Πόντου. Οι τουρνίκες ήταν τα αυγά που οι νοικοκυρές έβαφαν κι ετοίμαζαν για την Λαμπρή. Στο Ακ Νταγ Ματέν σε αντίθεση με ότι σήμερα επικρατεί, τα αυγά τα έβαφαν το Μεγάλο Σάββατο. Η συνήθεια να βάφονται αυγά ανήμερα του Μεγάλου Σαββάτου, κατά τον Φωτιάδη που φέρει στο φως και τη σχετική μαρτυρία, δεν έχει γνωστή προέλευση. Προσωπικά το θυμάμαι να συμβαίνει και στο δικό μας σπίτι-είμαστε πρόσφυγες από το χωριό Σιον (Επαρχίας Χαλδίας, τμήμα Χεροιάνων-Κελκίτ)- τουλάχιστον 40 χρόνια πριν, αρχές δεκαετίας του 70 και σταδιακά να εκλείπει και τα αυγά να βάφονται σταθερά πλέον την Μεγάλη Πέμπτη. Οι τουρνίκες δεν ήταν αποκλειστικά κόκκινα αυγά αλλά έχαιραν πλήθος χρωμάτων, όπως είναι το κίτρινο, το γαλάζιο και το πράσινο και πέραν των ωραίων χρωμάτων τους ήσαν πλουμιστές με όμορφα σχέδια. Τα αυγά που θα βαφόταν το Μεγάλο Σάββατο τα διάλεγαν από τα μέσα περίπου της Σαρακοστής και τα ξεχώριζαν σε εξαιρετικά γερά και σε…συνηθισμένα. Τα γερά έμεναν ξέχωρα από τα υπόλοιπα και ξέχωρα βαφόταν.

Ένα δεύτερο έθιμο που σχετίζεται με το βάψιμο των αυγών και που κι αυτό μας έρχεται από την περιοχή του Ακ Νταγ Ματέν, το παραθέτει πάλι ο Γ. Φωτιάδης στην παραπάνω αναφερθείσα μελέτη του και είναι το «καθίζνε τζιχτζιράνο». Το έθιμο αυτό το κρατούσαν οι μερακλήδες του τσουγκρίσματος των αυγών και σκοπό είχε να δώσει αυγά τέτοια που κυλούν και στέκονται στη μύτη και κατά το σπάσιμο τους ακούγεται θόρυβος σαν να σπάζει κέλυφος σαλιγκαριού. Για να το πετύχουν αυτό χρησιμοποιούσαν τη χόβολη. Την άνοιγαν και πάνω στη πυρακτωμένη πλάκα της έστρωναν στάχτη. Πάνω σε αυτή τη στάχτη τοποθετούσαν τα αυγά με τη μύτη προς τα κάτω και τα σκέπαζαν με ένα κιούπι. (Το κιούπι είναι το πήλινο σκεύος που σήμερα θα λέγαμε μικρό κανάτι ή μικρό πυθάρι). Από πάνω έριχναν τα αναμμένα κάρβουνα, τη χόβολη δηλαδή. Μέσα σε 24 ώρες ότι υπήρχε στο εσωτερικό του αυγού κατακαθόταν στη μύτη αυτού, ξεραινόταν, κολλούσε στον φλοιό και γινόταν σαν ένα σώμα με αποτέλεσμα όπως κι αν κυλούσε το αυγό να έρχεται να κάθεται στη μύτη, μιας κι εκεί πλέον είχε μετατοπιστεί κι όλο το βάρος του. Κατά το σπάσιμο αυτών των αυγών, όπως προαναφέρθηκε, δημιουργούταν ήχος ιδιαίτερος και οι μερακλήδες πρόβαλλαν το… μεράκι τους.

Σήμερα ο χρόνος που διαθέτουμε στο να προετοιμαστούμε για τη Λαμπρή ολοένα και λιγοστεύει. Αυτό μας αναγκάζει να σβήνουμε από το τεφτέρι μας, όσα μας καθυστερούν από τις επείγουσες εργασίες μας ή να τα αντικαθιστούμε με ότι γίνεται ταχύτερα κι ευκολότερα. Έτσι, αγοράζουμε τα κουλουράκια έτοιμα ψημένα από το φούρνο, τα τσουρέκια τα παραγγέλνουμε στο ζαχαροπλαστείο γιατί που χρόνος να ζυμώσουμε και τα τελευταία χρόνια δε βάφουμε μήτε αυγά μιας και κυκλοφορούν καλοβαμμένα και καλογυαλισμένα πασχαλινά αυγά στα ράφια των υπεραγορών. Ας αναλογιστούμε όμως τι χάνουμε έτσι…κι όχι μόνον μέσα από τον κόσμο των ηθών και των εθίμων μας, μα κυρίως μέσα από την ίδια μας την ψυχή που πλέον ξεχνά να ευφραίνεται και να αγάλλεται. Ξεχνά να συμμετέχει και να δημιουργεί.