6.3.13

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΑΣ ΓΩΝΙΑ


 Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... "τα πάθη του πόθου"


Της Ρένας Ραψομανίκη

Έτσι πέρασε ο χειμώνας κι η Άνοιξη. Με τις πρώτες καλοκαιρινές ζέστες τα σχολεία έκλεισαν και, καθώς τα κορίτσια πέταξαν τις μπλε μαθητικές ποδιές και τα χοντρά πουλόβερ, άρχισαν ν' αποκαλύπτονται γυμνά μπράτσα και καμπυλωτές γάμπες και λευκοί λαιμοί κύκνου.

 Κάποτε - πιο σπάνια αυτό - τύχαινε οι φούστες να είναι αρκετά κοντές και τα θρανία άβολα κι  ένα αφράτο μπούτι να ξεπροβάλει, και μαζί να ξεπροβάλει απαιτητική και λαίμαργη η παλιά επιθυμία του Μιχαλιού να τις έχει όλες. Μα εκείνο που ήταν  απρόσμενο ήταν η μεταμόρφωση της Αίγλης.

 Η Αίγλη αποδείχτηκε πως είχε, μακράν, τα ωραιότερα βυζιά της τάξης. Βυζιά που πήγαιναν πέρα δώθε με μια λικνιστική κίνηση που του ’φερνε ζαλάδα κι ένα λίγωμα που δεν μπορούσε να αντέξει. Βυζιά που ασφυκτιούσαν μέσα στο αμάνικο μπλουζάκι στο χρώμα των βερίκοκων που κυριαρχούσαν εκείνη ακριβώς την εποχή στους πάγκους των λαϊκών αγορών. 

Βυζιά για τα οποία θα ήταν διατεθειμένος να κάνει οτιδήποτε προκειμένου να νιώσει δυο ρώγες που θα ορθώνονταν από ανατριχίλα στο άγγιγμά του.

Τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς θυσίες και η Αίγλη δεν ήταν Άννα. Έπρεπε να της το φέρει γλυκά. Μέχρι και φιγούρα ήταν διατεθειμένος να κάνει για χατίρι της. 
Και την έκανε! 
Ένα ζεστό βράδυ που ο φαλακρός καθηγητής ίδρωνε προσπαθώντας να λύσει μια άσκηση που είχε κολλήσει, αντί να τον αφήσει να παιδεύεται και να βασανίζεται τον έβγαλε από την δύσκολη θέση με δυο σταράτες κουβέντες. Το εύγλωττο θαυμαστικό βλέμμα της Αίγλης – που γύρισε ολόκληρη προς τα πίσω, για να διαπιστώσει με τα μάτια αυτό που τ’ αυτιά αρνούνταν να  πιστέψουν -   ήταν η γλυκιά ανταμοιβή και η επιβεβαίωση πως είχε βρει το κουμπί της. Τα υπόλοιπα τα έκανε μόνη της.  Ήταν κι αυτή διατεθειμένη να κάνει οποιαδήποτε θυσία προκειμένου να φτάσει το στόχο της. Α, σ’ αυτό αποδείχτηκε πως έμοιαζαν πολύ. Σιγά – σιγά το στρείδι άνοιγε, το μαργαριτάρι που έκρυβε άρχισε να γίνεται ορατό, η συμμαθήτρια ζητούσε γνώσεις μαθηματικών αντλημένες από πηγές που εκείνη ούτε να διανοηθεί μπορούσε.

Μόνο που η κατάσταση που διαμορφώθηκε είχε παράπλευρες συνέπειες. Η Άννα  εκνευριζόταν κι έδειχνε φανερά και δημόσια την δυσαρέσκειά της καθώς έβλεπε την Αίγλη να μονοπωλεί τον χρόνο του φίλου της στα διαλείμματα καθηλώνοντάς τον μπροστά στον πίνακα. Ξενέρωτη την ανέβαζε, ψηλομύτα την κατέβαζε και, όταν ήταν πολύ θυμωμένη, δεν δίσταζε να την χαρακτηρίζει ανοργασμικιά. Ο Μιχαλιός την συγκρατούσε με πολλή μαεστρία  και υπομονή  να μην τσακωθεί μαζί της κι επειδή τον αγαπούσε, με μια αγάπη που δεν βρίσκεις κάθε τρεις και λίγο, έδινε τόπο στην οργή μόνο για χατίρι του. Διασκέδαζε στην ιδέα να τις δει να μαλλιοτραβιούνται για πάρτη του, ήξερε όμως πως έπρεπε να το αποφύγει με κάθε τρόπο.  Η Αίγλη από την άλλη δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τίποτα από όλη αυτή την αντιδικία. Αυτή είχε φορέσει τις παρωπίδες της και δεν έβλεπε πέρα από τη μύτη της. 

Το θέμα είναι ότι ενώ εκείνη προχωρούσε μεθοδικά στον στόχο της εξασφαλίζοντας τη βοήθειά του για τις εξετάσεις, ο Μιχαλιός δεν είχε κάνει ούτε ένα βήμα προς τον δικό του στόχο. Αποφάσισε να γίνει προσεχτικά τολμηρός. Της έδωσε ένα τετράδιο με ασκήσεις Τριγωνομετρίας – να μελετήσει τάχα μου – και φρόντισε να γεμίσει τις γραμμές ανάμεσα σε τύπους και αποδείξεις  με ερωτικούς στίχους. Ψόφαγε από επιθυμία να δει το φλόγισμα στα στρογγυλά της μάγουλα όταν θα διάβαζε τον στίχο από την “Αυτοψία” του Ελύτη:

Κι όσο γι αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη,
δείχνουν ότι στ' αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά,
κάθε φορά που έσμιγε με γυναίκα.

Αυτή όμως του επέστρεψε, όλο ευγνωμοσύνη, το τετράδιο με άφθονα σχόλια πάνω στα Μαθηματικά κι ούτε λέξη για την ποίηση. Λες και προσπέρασε τους στίχους σαν να ’ταν αόρατοι ή λες κι ήταν το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο η συγκατοίκηση μαθηματικών και ποίησης σ’ ένα μαθητικό τετράδιο, αν κι εδώ που τα λέμε έχουν κοινό γνώρισμα την  αρμονία. Θα μπορούσε τουλάχιστον να δείξει ένα ξάφνιασμα, μια έκπληξη, μια απορία βρε αδελφέ! Αυτή απαθής. Κάθε τι που δεν είχε σχέση με τις εξετάσεις απλά δεν υπήρχε.

Ο Μιχαλιός, αντί να παραδεχτεί τους χαρακτηρισμούς της Άννας και να την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια, έκανε μια ακόμα  προσπάθεια. Της άνοιξε την καρδιά του και της εκμυστηρεύτηκε πώς ξεκίνησε και πώς  διαμορφώθηκε η αγάπη του για την ποίηση. Την είδε να κολακεύεται, εισέπραξε την αυθεντική συγκίνησή της  για την εμπιστοσύνη κι από τότε η μορφή της σχέσης τους άλλαξε ελαφρά και η θεματολογία των συζητήσεων πλάτυνε. Τώρα πια, εκτός από μέντορας στα μαθηματικά, ανέλαβε και τη μύησή της στη σύγχρονη ποίηση με ανταμοιβή γλυκά χαμόγελα και θερμές ευχαριστίες και διαβεβαιώσεις για την αιώνια ευγνωμοσύνη της. Και τα βυζιά της να βρίσκονται σε απόσταση ερεθιστικής  αναπνοής κι εκείνος να μην έχει το δικαίωμα όχι μόνο να τα ακουμπήσει, αλλά ούτε να τα κοιτάξει, υποκρινόμενος πως την κοιτάζει στα μάτια. Μη τυχόν και παρεξηγηθεί η μυξοπαρθένα! 

Πώς την είχε πατήσει έτσι; Τώρα πια δεν ήταν μόνο πόθος, ήταν και πείσμα κι εγωισμός και μια παιδιάστικη περί δικαίου αίσθηση που τον έκανε να θυμώνει. Ήταν ένα προσωπικό στοίχημα που θα τον έβγαζε ανίκανο αν δεν πετύχαινε να την καταφέρει. Αν ήταν ωριμότερος θα διέκρινε πως δεν ήταν μόνο αυτά. Θα παραδεχόταν πώς του άρεσε να βλέπει στο βλέμμα της την απόλυτη αποδοχή, πως καμάρωνε  που τον είχε στήσει σ’ ένα βάθρο και τον λάτρευε σαν παντογνώστη  θεό, πως έφτανε μοσχομυριστή στη μύτη του η μυρωδιά από το λιβάνι που έκαιγε μπροστά στον βωμό του. Μα ήταν μόνο δεκαοχτώ και μπέρδευε τον αφέντη πόθο με την αγάπη για τη συνολική αύρα της. Ήταν μόνο δεκαοχτώ και δεν μπορούσε να πάει πιο μακριά από κει που τον οδηγούσαν οι ανασφάλειες της ηλικίας.

Συνεχίζεται...


Γιούλια Ολόμπλαβα