Το
σημαντικότερο πρόβλημα της Τουρκίας εστιάζεται στο ποιος κατέχει την εξουσία
της χώρας. Στο παρελθόν, το στρατιωτικό κατεστημένο ρύθμιζε και έλεγχε όλες τις
εξελίξεις αφήνοντας μικρά περιθώρια ελιγμών στις δημοκρατικά εκλεγμένες
κυβερνήσεις. Σήμερα, παρόλο που η στρατοκρατία ηττήθηκε σε μεγάλο βαθμό από την
νέα πολιτική πραγματικότητα, η νοσηρή αντίληψη περί εξουσίας εξακολουθεί να
υπάρχει στη χώρα με αποτέλεσμα να δημιουργείται η εντύπωση ότι η δικτατορία των
τουρκο-ισλαμιστών στρατηγών αντικαταστάθηκε από την δικτατορία των
τουρκο-ισλαμιστών πολιτικών.
Η
δημοκρατική λειτουργία ενός κράτους στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: ο πρώτος αφορά
στις σχέσεις ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και περιλαμβάνει τα ανθρώπινα δικαιώματα και
τις βασικές ατομικές ελευθερίες. Ο δεύτερος πυλώνας αφορά στις...
σχέσεις ΚΡΑΤΟΥΣ-ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και αναφέρεται στην ισχύ και το εύρος των απαιτήσεων των πολιτικών φορέων και κοινωνικών ομάδων. Και τέλος, ο τρίτος πυλώνας περιλαμβάνει τις σχέσεις ΚΡΑΤΟΥΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και ειδικότερα, τόσο τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων στα πλαίσια των νόμων και της ιεραρχίας, όσο την ορθή λειτουργία των μηχανισμών πολιτικού, δικαστικού και διοικητικού ελέγχου.
σχέσεις ΚΡΑΤΟΥΣ-ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ και αναφέρεται στην ισχύ και το εύρος των απαιτήσεων των πολιτικών φορέων και κοινωνικών ομάδων. Και τέλος, ο τρίτος πυλώνας περιλαμβάνει τις σχέσεις ΚΡΑΤΟΥΣ-ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ και ειδικότερα, τόσο τον καθορισμό των αρμοδιοτήτων στα πλαίσια των νόμων και της ιεραρχίας, όσο την ορθή λειτουργία των μηχανισμών πολιτικού, δικαστικού και διοικητικού ελέγχου.
Αν
κρίνουμε από τις έως τώρα συμπεριφορές του τουρκικού πολιτικού συστήματος
καθίσταται σαφές ότι η δυσλειτουργία των δημοκρατικών θεσμών της χώρας είναι
διαχρονική και εστιάζεται: στο κουρδικό πρόβλημα, στο στρατιωτικό κατεστημένο,
στη σημαντική απήχηση της θρησκευτικο-πολιτικής αντίληψης του κινήματος
Γκιουλέν στους φορείς ασφαλείας και ΜΜΕ, στην επιδίωξη του πρωθυπουργού
Ερντογάν να αλλάξει το πολίτευμα της χώρας από προεδρευόμενη σε μια μορφή
προεδρικής ή ημιπροεδρικής δημοκρατίας και τέλος στην ωφελιμιστική πολιτική των
Τούρκων έναντι της Δύσης και τη συμμόρφωση τους με τους δυτικούς δημοκρατικούς
θεσμούς στο επίπεδο που αυτοί κρίνουν σωστό.
Κουρδικό πρόβλημα και πιθανή αλλαγή του πολιτεύματος
Η
τουρκική κυβέρνηση συνεχίζει με δυναμικό και αποφασιστικό τρόπο τη στρατηγική
της έναντι των Κούρδων και δεν θα υπαναχωρήσει κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες από
τις αρχές: μια σημαία, ένα έθνος, μια πατρίδα, ένα κράτος. Ωστόσο, παράλληλα
με τα στρατιωτικά μέτρα, η Άγκυρα προβαίνει σε πολυδιάστατες ενέργειες σε πεδία
δράσης που έχουν κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική, ψυχολογική και διπλωματική
διάσταση.
Για
πολλά χρόνια η τουρκική πολιτική που εφαρμόσθηκε για την αντιμετώπιση του
κουρδικού διαχώριζε το κουρδικό πρόβλημα από το πρόβλημα του ΡΚΚ, θεωρώντας ότι
για την επίλυσή τους θα πρέπει να εφαρμοσθούν διαφορετικές στρατηγικές. Άλλωστε,
το ΡΚΚ για πολλά χρόνια δαιμονοποιήθηκε στην τουρκική κοινή γνώμη και η
μεταστροφή του κλίματος που έχει δημιουργηθεί αφενός δεν είναι εύκολη, αφετέρου
θα απαιτήσει μεγάλο χρονικό διάστημα. Μάλιστα,
η κυβέρνηση του Ερντογάν, ως πρώτο βήμα, θα πρέπει να σταματήσει να αποκαλεί το
ΡΚΚ ως τρομοκρατική οργάνωση αλλά ως κουρδική εξέγερση. Στη συνέχεια θα πρέπει
να γίνουν ενέργειες από το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών προς τις Ηνωμένες
Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε το ΡΚΚ να μην περιλαμβάνεται στον
κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων. Αυτό θα διευκολύνει τόσο τα ηγετικά
στελέχη του ΡΚΚ όσο και τους λοιπούς αντάρτες να παραδοθούν είτε στην Τουρκία
είτε σε τρίτες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, το Ιράκ, χώρες της Ευρωπαϊκής
Ένωσης κ.λπ.
Ας
σημειωθεί ακόμη ότι οι θέσεις και απόψεις των κουρδικών
κομμάτων, φορέων και οργανώσεων προκαλούν σύγχυση δεδομένου ότι αυτές
κατηγοριοποιούνται ως ακολούθως:
· Πρώτον, υπάρχουν αυτοί που επιδιώκουν την ίδρυση
ενός νέου κράτους έθνους ενώνοντας τους Κούρδους του Ιράκ, του Ιράν, της Συρίας
και της Τουρκίας.
· Δεύτερον, υπάρχουν αυτοί που επιθυμούν είτε την
ομοσπονδία, είτε την αυτονομία εντός των κρατών στα οποία κατοικούν οι Κούρδοι.
· Τρίτον, υπάρχουν αυτοί που αγωνίζονται για την
εθνική-πολιτιστική ταυτότητα των Κούρδων, εντεταγμένων εντός της χώρας τους, η
οποία θα διακυβερνάται με δημοκρατικά κριτήρια και αξίες.
· Και τέταρτον, υπάρχουν αυτοί που αγωνίζονται για
την οικονομική, τεχνολογική και κοινωνική ανάπτυξη των κουρδικών περιοχών
προτάσσοντας υπεράνω όλων την πολιτιστική διάσταση του προβλήματος.
Το
τελευταίο διάστημα διαπιστώνεται μια προσπάθεια συνδιαλλαγής του κυβερνώντος
κόμματος ΑΚΡ με τον φυλακισμένο Κούρδο ηγέτη Οτζαλάν προκειμένου να αφοπλισθεί
το ΡΚΚ και να σταματήσει η ένοπλη δράση του. Ωστόσο, η διαδικασία αυτή παρουσιάζει τα ακόλουθα
αρνητικά στοιχεία:
· Με την προσέγγιση αυτή καταδεικνύεται ότι η τουρκική
κυβέρνηση δεν έχει αντιληφθεί την ουσία του κουρδικού προβλήματος και αποτελεί
το προϊόν μιας μικροπολιτικής αντίληψης που έχει ως στόχο να εκμεταλλευθεί την
προαναφερθείσα διάσταση απόψεων και θέσεων που υπάρχει μεταξύ των Κούρδων. Φυσικά,
ένα τμήμα των ανταρτών ίσως να παραδώσει τον οπλισμό του και να εγκαταλείψει τον
ένοπλο αγώνα, όμως οι υπόλοιποι αντάρτες θα παραμείνουν στις θέσεις τους αναμένοντας
την οριστική επίλυση του κουρδικού προβλήματος. Είναι γνωστό πάντως ότι ο
πρωθυπουργός Ερντογάν δεν επιδιώκει την επίλυση του κουρδικού στα πλαίσια ενός
εθνικού προβλήματος, αλλά στην προσπάθεια ώστε να πεισθούν οι μερικές χιλιάδες
αντάρτες του ΡΚΚ να εγκαταλείψουν τον ένοπλο αγώνα στα βουνά και να μεταβούν σε
άλλα κράτη.
· Η ιδέα του πλήρους αφοπλισμού του ΡΚΚ αποτελεί ουτοπία,
δεδομένου ότι, μετά την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Ιράκ και
τις εξελίξεις στη Συρία, το όρος Καντίλ, που ελέγχεται από το ΡΚΚ, απέκτησε
σημαντική περιφερειακή αξία επειδή ευρίσκεται στον άξονα
Δαμασκός-Βαγδάτη-Τεχεράνη-Μόσχα. Συνακόλουθα δε, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι,
πλέον το κουρδικό πρόβλημα περιφερειοποιήθηκε και οι Κούρδοι της Συρίας, της
Τουρκίας, του Ιράκ και του Ιράν προσδίδουν στο όρος Καντίλ ένα ιδιαίτερο
στρατηγικό βάθος.
· Εάν ο αφοπλισμός του ΡΚΚ ή ακόμη και η επίλυση του κουρδικού
προβλήματος δεν υλοποιηθούν βάσει μιας διαφανούς, πλουραλιστικής και
δημοκρατικής διαδικασίας και εάν αυτά συνδυασθούν με την επιδίωξη του Ερντογάν
να βρει συμμάχους για την αλλαγή του πολιτεύματος σε μια μορφή προεδρικής ή
ημιπροεδρικής δημοκρατίας θα ενεργοποιηθούν τα εθνικιστικά αντανακλαστικά του
50% των ψηφοφόρων του κόμματος ΑΚΡ και οι συνέπειες για τον Τούρκο πρωθυπουργό
θα είναι προφανείς. Εάν επιβεβαιωθεί η άποψη αυτή, το κουρδικό κόμμα BDP πιθανόν θα στηρίξει το κυβερνόν
κόμμα ΑΚΡ τόσο στο σχετικό δημοψήφισμα που θα γίνει όσο και στη ψήφιση του νέου
Συντάγματος. Για το λόγο αυτό, η τουρκική κυβέρνηση, προκειμένου να αποτρέψει
μια πιθανή αντίδραση της δικαστικής εξουσίας προτίθεται να προβεί στον πλήρη
έλεγχό της με την άμεση εκλογή από την πολιτική εξουσία των 9 από τα 17 μέλη
του Συνταγματικού Δικαστηρίου και των 16 από τα 22 μέλη του Ανωτάτου Συμβουλίου
Δικαστών και Εισαγγελέων. Συνεπώς, με τον τρόπο αυτό η νομοθετική και δικαστική
εξουσία της χώρας θα ελέγχονται πλήρως από τον Ερντογάν και το αυταρχικό καθεστώς
του.
Η ρήξη του Ερντογάν με
το στρατιωτικό κατεστημένο
Όταν ο Ερντογάν ανέλαβε την εξουσία
απέφυγε την οριστική ρήξη με τους κεμαλιστές στρατηγούς και επεδίωξε τη βήμα
προς βήμα συνδιαλλαγή μαζί τους, κερδίζοντας χρόνο και ενδυναμώνοντας παράλληλα
την επιρροή και τη διείσδυσή του κόμματός του στους υπόλοιπους κρατικούς
φορείς, όπως η αστυνομία, η ΜΙΤ, η δικαιοσύνη και η παιδεία. Στην προσπάθεια
του αυτή, σημαντική ήταν η συμβολή της «ασύμμετρης συμμαχίας» Ερντογάν-κίνημα
Γκιουλέν, η οποία όμως το τελευταίο διάστημα τείνει να μετατραπεί σε μια
«ασύμμετρη σύγκρουση», δεδομένου ότι ο Τούρκος πρωθυπουργός αφού απέκτησε τα
προσδοκώμενα οφέλη άρχισε να επανακαθορίζει τις ισορροπίες εξουσίας της «Νέας
Τουρκίας».
Όταν το στρατιωτικό κατεστημένο είχε τον
πλήρη έλεγχο της χώρας αποστράτευε όσα στελέχη, με τις πράξεις τους, καταδείκνυαν
ότι δεν ασπάζονται και δεν σέβονται τις μεταρρυθμίσεις και τις αρχές του
Ατατούρκ. Πλέον, το τουρκο-ισλαμικό καθεστώς του Ερντογάν άλλαξε τα κριτήρια
αυτά και δίδει βαρύτητα στην ιδιωτική ζωή των στρατιωτικών. Συγκεκριμένα, οι
Διευθύνσεις Στρατιωτικών Πληροφοριών συλλέγουν αντίστοιχες πληροφορίες για τα
στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και τα μέλη των οικογενειών τους και στη συνέχεια
μέσω εκβιασμών και απειλών τους αναγκάζουν σε παραίτηση. Το γεγονός αυτό, σε
συνδυασμό με τη φυλάκιση ή την πρόωρη αποστρατεία περίπου 1.000 Τούρκων
στρατιωτικών λόγω των υποθέσεων Εργκένεκον και κατασκοπείας τείνει να βεβαιώσει
ότι, στην «κρυφή ατζέντα» του τουρκο-ισλαμιστή Ερντογάν περιλαμβάνεται μεταξύ
άλλων και η δημιουργία ενός θρησκευόμενου στρατού. Η συγκεκριμένη άποψη
επιβεβαιώνεται από προηγούμενη δήλωση του Ερντογάν για γαλούχηση θεοσεβούμενων
γενεών, η οποία ανησύχησε έντονα τους κοσμικούς-κεμαλικούς κύκλους της Τουρκίας
και θεωρήθηκε ως το πρώτο βήμα για την εγκαθίδρυση ενός θεοκρατικού κρατικού
μηχανισμού. Σημειωτέον ότι έχουν φυλακισθεί 365 στρατιωτικοί (201 εν ενεργεία
και 164 εν αποστρατεία) από τους οποίους οι 132 είναι ανώτατοι, οι 208
ανώτεροι, οι 15 κατώτεροι και 10 υπαξιωματικοί.
Φυσικά, θα ήταν λάθος να ειπωθεί ότι
οι ισλαμιστές πέτυχαν πλήρως τους στόχους τους και θα σταματήσουν την επίθεση
εναντίον του στρατιωτικού κατεστημένου. Ο τουρκο-ισλαμικός μηχανισμός του
Ερντογάν χρειάζεται επιπλέον 5 έως 6 χρόνια για να ελέγξει πλήρως τις ένοπλες
δυνάμεις, δεδομένου ότι οι μελλοντικοί ισλαμιστές αρχηγοί των γενικών
επιτελείων, προς το παρόν, κατέχουν το βαθμό του ταξιάρχου. Συνακόλουθα δε,
Τούρκοι αναλυτές θεωρούν ότι το τελικό πλήγμα των ισλαμιστών προς τους
στρατηγούς θα γίνει μετά τη ψήφιση του νέου Συντάγματος και την εκλογή του
Ερντογάν ως προέδρου Δημοκρατίας, σε ένα νέο πολίτευμα προεδρικής ή
ημιπροεδρικής δημοκρατίας.
Η Τουρκία
απομακρύνεται από τη Δύση;
Το 2001, ο Τούρκος στρατηγός Tuncer Kılınç, ως γενικός γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της
Τουρκίας, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα της χώρας του να αναζητήσει ως
εναλλακτική λύση έναντι της ευρωπαϊκής ένωσης τη Ρωσία, την Κίνα, το Ιράν και
την Κεντρική Ασία. Στη συνέχεια, το 2007, σε ένα συνέδριο στην Αγγλία που διοργάνωσε
ο Σύνδεσμος Σκέψης του Ατατούρκ, ο Kılınç υπεραμύνθηκε της άποψης αυτής τονίζοντας ότι η Τουρκία θα πρέπει
να γυρίσει την πλάτη της στην Ευρώπη, να αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ και να στραφεί
προς την Ρωσία και την Κίνα.
Σύμφωνα με τον Τούρκο δημοσιογράφο Hasan Cemal της εφημερίδας Milliyet/6-2-2013, οι θέσεις
αυτές εστιάζονταν στο γεγονός ότι η εναρμόνιση με τους δημοκρατικούς θεσμούς
της ευρωπαϊκής ένωσης θα έθετε σε κίνδυνο την στρατοκρατία στην Τουρκία, σε
αντίθεση με τα τότε αυταρχικά καθεστώτα της Ρωσίας και της Κίνας, όπου τα
ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου δεν είχαν καμία αξία.
Ωστόσο, 12 χρόνια μετά, αυτό που δεν πραγματοποίησαν οι Τούρκοι
στρατηγοί μήπως θέλει να το πετύχει ο Ερντογάν; Το αναφέρουμε αυτό διότι το
τελευταίο διάστημα ο Τούρκος πρωθυπουργός, με ένα συνεχόμενο παραλήρημα
αλαζονείας, τόνισε ότι η μη ένταξη της χώρας του στην ευρωπαϊκή ένωση δεν θα
αποτελέσει το τέλος του κόσμου, δεδομένου ότι η Ευρώπη έχει μεγαλύτερη ανάγκη
την Τουρκία παρά η Τουρκία την Ευρώπη. Παράλληλα δε, διεμήνυσε στη Ρωσία και
την Κίνα ότι σε
περίπτωση αποδοχής της Τουρκίας ως μέλος του
Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης (ΟΣΣ), η
Άγκυρα θα έχανε κάθε ενδιαφέρον για την ένταξή της στην ευρωπαϊκή ένωση. Ως
γνωστόν, ο ΟΣΣ ιδρύθηκε στις 14-6-2001 και αριθμεί 6 κράτη μέλη: την Κίνα, τη
Ρωσία, το Καζακστάν, τη Κιργιζία, το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν,
συμμετέχουν 4 κράτη με την ιδιότητα του παρατηρητή: Ινδία, Πακιστάν, Ιράν και
Μογγολία, καθώς επίσης και 3 κράτη με την ιδιότητα του συνομιλητή, όπως η Τουρκία,
η Λευκορωσία και η Σρι Λάνκα..
Περαιτέρω θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η ενταξιακή πορεία της
Τουρκίας προς την ευρωπαϊκή ένωση αποτέλεσε ένα ισχυρό κίνητρο για την
αναβάθμιση της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης της χώρας
σύμφωνα με τα δυτικά πρότυπα, σε αντίθεση με τα περισσότερα κράτη του ΟΣΣ όπου
οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν έχουν καμία έννοια.
Κατά συνέπεια, η ωφελιμιστική πολιτική του τουρκο-ισλαμιστή πρωθυπουργού όχι
μόνο δεν ενοχλείται από τη δυσλειτουργία των δημοκρατικών θεσμών της χώρας του,
αλλά δεν διστάζει να απειλήσει και με αποχώρηση από οργανισμούς (ευρωπαϊκή
ένωση και ΝΑΤΟ) που τον στήριξαν για να εδραιωθεί στην τουρκική κοινωνία.
Ενισχυτικό δε της άποψης αυτής αποτελεί η ακόλουθη δήλωση του Ερντογάν: «Θα βαδίσουμε προς τα εκεί που βρίσκονται τα
συμφέροντα μας. Θα αναζητήσουμε συνεργασίες και θα αναπτύξουμε σχέσεις με εκείνους
που θα εξυπηρετήσουν τα συμφέροντά μας. Δεν θα παραχωρήσουμε το δικαίωμα σε
κανένα άτομο, σε κανένα κράτος και σε κανένα οργανισμό να μας κάνει τον έξυπνο
και να μας επιβάλει τη θέλησή του.»
Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι η Τουρκία διοικείται από
μια μορφή μετακεμαλικής
ολιγαρχίας, στηριζόμενης στην αυταρχικότητα και τον ολοκληρωτισμό, την οποία
είναι δύσκολο και επικίνδυνο κάποιος να την εμπιστευτεί. Τούτο επιβεβαιώνεται
από το γεγονός ότι το ΑΚΡ δεν αποτελεί μια ομοιογενή πολιτική κίνηση, αλλά ένα
συνασπισμό φιλελεύθερων, θρησκευόμενων, συντηρητικών, εθνικιστικών και
αριστερών τάσεων, των οποίων οι κόκκινες γραμμές υπερβαίνουν την εξάρτησή τους
από τα πολιτικά κόμματα.