Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές... Ακαδημίας και Γενναδίου γωνία
της Ρένας Ραψομανίκη
Ο χρόνος προχωρούσε αμείλικτος, οι εξετάσεις βρίσκονταν προ των πυλών, οι ζεστές μέρες του Αυγούστου φυλλορροούσαν και η αγωνία χτυπούσε κόκκινο. Μα ενώ όλα αυτά συνέβαιναν σ’ ένα πρώτο, ορατό, επίπεδο, από κάτω συνέβαιναν υπόγειες αόρατες διεργασίες που συνέκλιναν στα γεγονότα εκείνης της βραδιάς.
Τον τελευταίο καιρό η Αίγλη και ο Μιχαλιός συνήθιζαν συχνά, στα διαλείμματα, να παίρνουν την Ακαδημίας συζητώντας με θέρμη -η αλήθεια είναι ότι εκείνη μονοπωλούσε την κουβέντα καθορίζοντας και τη θεματολογία. Μια θεματολογία απελπιστικά μονότονη: προγνωστικά για τον βαθμό δυσκολίας των θεμάτων, εκτιμήσεις για το επίπεδο των εξετάσεων, φόβοι για την αποτυχία που εναλλάσσονταν με όνειρα για την επιτυχία.
Μα εκείνο το βράδυ δεν ήταν δική της πρωτοβουλία ν’ αφήσουν την κατάφωτη Ακαδημίας και να πάρουν τη μισοσκότεινη Γενναδίου πίσω από το ιερό της Ζωοδόχου Πηγής, δεν ήταν εκείνη που μιλούσε και η φωνή που έφτανε στ’ αυτιά της δεν είχε τη συνηθισμένη χροιά ούτε έλεγε συνηθισμένα πράγματα. Έβαλε τα δυνατά της να ξεκαθαρίσει τι άκουγε μα τα λόγια μπλέκονταν κι ανακατεύονταν με τον ήχο μιας σειρήνας συναγερμού που σφύριζε δαιμονισμένα εκπέμποντας μηνύματα που αποκωδικοποιούνταν ακαριαία και γίνονταν σπαράγματα λέξεων: κίνδυνος ...οι εξετάσεις ...οι προτεραιότητες... άκαιροι περισπασμοί...οι στόχοι… οι θυσίες... η οικογένεια…
Ο ήχος της σειρήνας, χωρίς να σταματήσει, επισκιάστηκε από την καταληκτική φράση του Μιχαλιού που έπεσε σαν ξερός ήχος κεραυνού.
-…Ούτε ξέρω πως μου συνέβη… Είμαι ερωτευμένος… Μαζί σου...
Τέτοια εξέλιξη ούτε στο πιο τρελό της όνειρο!
Ο ήρωας της, ο θεός της, είχε κατεβεί από το θρόνο του και στεκόταν στο ύψος της. Δεν της μιλούσε για την αφ’ υψηλού αγάπη του δημιουργού προς το πλάσμα, αλλά για την κατ’ εξοχήν ανθρώπινη και ισότιμη σχέση του έρωτα. Τι είχε κάνει για να αξίζει τόση εύνοια; Πώς να αντέξει τόση ευτυχία; Τι καλύτερο θα μπορούσε να της συμβεί εκείνο το ζεστό βράδυ; Tι αβάσταχτος πόνος χαράς! Η αδρεναλίνη που εκκρίθηκε, ποτάμι,από τα επινεφρίδια φλόγισε το πρόσωπό της - καλά που την προστάτευε τομισοσκόταδο. Τα αυτιά έκαιγαν όπως όταν είχε πυρετό, η καρδιά βροντοχτυπούσε να βγει από το στήθος, το στόμα είχε στεγνώσει -που εξαφανίστηκε το σάλιο της; Τον κοίταξε στα μάτια με διεσταλμένες κόρες. Είδε δυο κάρβουνα αναμμένα καρφωμένα στα δικά της που προσπαθούσαν να παραλύσουν την λογική της.
Δεν τα κατάφεραν!
Όταν επιτέλους κατάφερε να ανοίξει το στόμα δεν άκουσε – κανείς από τους δυο - λόγια συμβατά με ό,τι αισθάνθηκε. Προφανώς ο ορθολογικός της επόπτης είχε κάνει πολύ καλά τη δουλειά του. Άρχισε να δικαιολογείται αναπαράγοντας τα λόγια που της είχε υπαγορεύσει η σειρήνα – λόγια που εκείνος δεν άκουγε, γιατί απλά δεν τον ενδιέφεραν.
Όταν επιτέλους κατάφερε να ανοίξει το στόμα δεν άκουσε – κανείς από τους δυο - λόγια συμβατά με ό,τι αισθάνθηκε. Προφανώς ο ορθολογικός της επόπτης είχε κάνει πολύ καλά τη δουλειά του. Άρχισε να δικαιολογείται αναπαράγοντας τα λόγια που της είχε υπαγορεύσει η σειρήνα – λόγια που εκείνος δεν άκουγε, γιατί απλά δεν τον ενδιέφεραν.
Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογείς για το όχι. Το όχι είναι σκέτο όχι.
Άκουσε, όμως, το συμπέρασμα και σκοτείνιασε.
-Όπως καταλαβαίνεις, για τώρα τουλάχιστον...
Κάθε φορά που η Αίγλη ανακαλεί εκείνη τη συζήτηση έχει την αίσθηση ότι έμοιαζαν να παίζουν μια κακοστημένη παρτίδα σκάκι. Ίσως εκείνη η βραδιά καθόρισε και τη σχέση της με το παιχνίδι αυτό. Το απέρριψε ο οργανισμός της. Ποτέ δεν κατάφερε να γίνει παίκτρια αξιώσεων. Κάτι μέσα της αρνιόταν να μαντέψει τις επόμενες κινήσεις του αντίπαλου γιατί έτρεμε την διάψευση. Εκείνη τη βραδιά οχύρωσε προσεκτικά το κέντρο της και ταμπουρώθηκε πίσω από φόβους, προκαταλήψεις, γονικές συμβουλές, κατασκευασμένες “βεβαιότητες”. Εκεί μέσα ένιωθε τον βασιλιά της ασφαλή. Εντελώς απρόσμενα ο συμπαίκτης έκανε μια κίνηση που τουμπάρισε το σκηνικό. Εκείνη απάντησε χωρίς να αναθεωρήσει το βασικό της πλάνο, με την ενδόμυχη ελπίδα πως η επόμενη κίνησή του θα ήταν μια κίνηση κατανόησης. Θα μπορούσε να την αφήσει να κλάψει στον ώμο του, να την διαβεβαιώσει πως δεν πειράζει, εκείνος θα είναι πάντα εκεί να περιμένει – άλλωστε οι εξετάσεις σε ένα μήνα θα ήταν παρελθόν – η πόρτα θα είναι ανοιχτή όταν θα νιώσει έτοιμη. Ευσεβείς πόθοι! Ο Μιχαλιός λειτούργησε αντισυμβατικά και όρμησε σαν ταύρος σε υαλοπωλείο να αναστατώσει την στέρεα δομή κάνοντας μια δικής του επινόησης κίνηση που δεν προβλέπεται από τους κανόνες του παιχνιδιού. Γιατί στο σκάκι πάντα υπάρχει νικητής και νικημένος, άντε και ισοπαλία κάποτε. Δεν υπάρχει κίνηση που να κάνει και τους δύο ηττημένους. Αυτή την κίνηση την επινόησε ο Μιχαλιός.
-Και δεν φοβάσαι ότι η ζωή σου θα καταντήσει ένα: “για τώρα τουλάχιστον;”
Η πρόβλεψη ακούστηκε αποκρουστική. Και η βεβαιότητα με την οποία την διατύπωσε - κι ας είχε τη μορφή ερώτησης - την πανικόβαλε. Όχι, δεν ήθελε τέτοιο θλιβερό κατάντημα για τη ζωή της. Κατάφερε να διατηρήσει την ψυχραιμία της και να αμυνθεί συνεχίζοντας με προσποιητή άνεση μια παρτίδα ολοκληρωτικά κατεστραμμένη.
-Πας στοίχημα ότι η ζωή μου θα γίνει όμορφη σαν μυθιστόρημα;
-Πολύ ανιαρό μυθιστόρημα, μα την αλήθεια.
-Αυτό, άσε τους αναγνώστες να το κρίνουν. Τι χάνεις;
-Δεν θα υπάρχει τίποτα πια να σου δώσω...
Οι λέξεις του ξερνούσαν χολή. Η κίτρινη πικρίλα διαπερνούσε κάθε πόρο της και περνούσε στην κυκλοφορία του αίματος. Απόρησε που ένιωθε να την χαστουκίζει χωρίς να την αγγίζει. Είχε καταφέρει να σωματοποιήσει τον πόνο της ψυχής.
Ο Μιχαλιός, μετά από μικρή παύση, άλλαξε γνώμη. Αποφάσισε να σηκώσει το γάντι και να αποδεχτεί το στοίχημα. Έδειξε να υπολογίζει κι ύστερα συνέχισε πεισμωμένος.
-Σου φτάνουν τριάντα χρόνια; Ας το στρογγυλέψουμε στο 2000, τι λες; Όποιος χάσει θα αναζητήσει τον άλλο και θα ζητήσει συγγνώμη.
Δεν έκατσε να το σκεφτεί. Θα συμφωνούσε με οτιδήποτε θα την έβγαζε από την δεινή θέση που είχε βρεθεί.
Δεν έκατσε να το σκεφτεί. Θα συμφωνούσε με οτιδήποτε θα την έβγαζε από την δεινή θέση που είχε βρεθεί.
-Πάει.
Άπλωσαν ταυτόχρονα τα χέρια να επικυρώσουν τη συμφωνία.
Άπλωσαν ταυτόχρονα τα χέρια να επικυρώσουν τη συμφωνία.
Εκείνος ένιωσε ένα πολύτιμο,εύθραυστο φαρφουρένιο αντικείμενο, παγωμένο όμως και άψυχο.
Εκείνη δεν ένιωσε τίποτα. Το χέρι της ήταν παράλυτο όπως ακριβώς και η ψυχή της.
Το παράλογο σε όλο του το μεγαλείο.
Ο διογκωμένος εφηβικός εγωισμός του εισέπραξε την άρνηση σαν απόρριψη.
Η μηδενική εμπειρία της την έκανε να νομίζει πως μόλις είχε κερδίσει και χάσει ταυτόχρονα όλο τον κόσμο, πως είχε κλωτσήσει τη μοναδική ευκαιρία της ζωής της.
Κι εκείνοι συζητούσαν σοβαρά για κάτι που θα γίνει στο μακρινό μέλλον… χιλιάδες έτη φωτός μακριά … στην εξωπραγματική ηλικία των πενήντα… το μυθολογικό 2000… σε μια άλλη χιλιετία… σε μια άλλη εποχή.
Θα αναζητήσει ο ένας τον άλλον!
Πού; Κάπου σε όλο τον κόσμο; Κάπου στον άλλο κόσμο;
Πίστευαν άραγε ότι όλη η ζωή τους θα περιστρεφόταν Ακαδημίας και Γενναδίου γωνία;
Τα πρακτικά θέματα δεν μπήκαν στο τραπέζι.
Άλλωστε δεν ήταν εκεί η ουσία.
Ένας ψύχραιμος παρατηρητής εύκολα θα διαπίστωνε ότι όλη τους η έγνοια ήταν να εξαφανίσουν τα ίχνη εκείνης της βραδιάς, να υποκριθούν πως δεν είχε υπάρξει ποτέ. Πάσχιζαν να απωθήσουν αυτό που σήμερα φάνταζε πρόβλημα αξεπέραστο μετατοπίζοντάς το σ’ ένα απώτερο μέλλον που, ακριβώς λόγω της χρονικής απόστασης, δεν ενοχλούσε.
Νιάτα!
Συνεχίζεται...
Γιούλια Ολόμπλαβα