Του Τάσου ΑβραντίνηΕίμαι υπέρ της πλήρους απελευθέρωσης του ωραρίου λειτουργίας των καταστημάτων. Επτά ημέρες την εβδομάδα, εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. Οι έμποροι πρέπει να αποφασίζουν οι ίδιοι πόσο και πότε θα εργαστούν. Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε νέες θέσεις εργασίας και θα ωφελούσε τους καταναλωτές.
Θα ισχυριστεί κάποιος καλόπιστος ότι μια τέτοια απελευθέρωση ενδέχεται να ευνοήσει τα υπερκαταστήματα εις βάρος των μικρότερων επιχειρήσεων. Κάτι τέτοιο δεν είναι σωστό, αφού τα υπερκαταστήματα είναι πολύ δύσκολο να ακολουθήσουν την απελευθέρωση του ωραρίου και να αποτελέσουν, εξ αυτού του λόγου, κίνδυνο για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Και τούτο διότι σε σχέση με αυτές έχουν πολύ μεγάλο λειτουργικό κόστος, δουλεύουν με σχεδόν οριακό κέρδος και τις ώρες της μειωμένης κίνησης δεν συμφέρει να μένουν ανοιχτά.
Το ελεύθερο ωράριο θα βοηθήσει κυρίως τις ευέλικτες επιχειρήσεις και τους εργατικούς και πολυμήχανους καταστηματάρχες που είναι σε θέση να ικανοποιούν ευκολότερα και αμεσότερα τις ιδιαίτερες ανάγκες των καταναλωτών τους. Δείτε τι συμβαίνει στις τουριστικές περιοχές, στις οποίες το ωράριο είναι σχεδόν απελευθερωμένο, και θα διασκεδασθούν οι όποιες ανησυχίες σας.
Η πρόταση του Υπουργείου Ανάπτυξης για το ποια καταστήματα θα μπορούν να ανοίγουν όλες τις Κυριακές του χρόνου είναι ημίμετρο και αλυσιτελής. Είναι φανερό ότι την έγραψαν κουτοπόνηροι γραφειοκράτες, τους οποίους και αυτή η κυβέρνηση εξακολουθεί να εμπιστεύεται, και όχι άνθρωποι της αγοράς. Με ποια λογική, λ.χ., θεωρείται μικρό ένα κατάστημα 250 τετραγωνικών μέτρων και μεγάλο ένα 251 τετραγωνικών μέτρων;
Είναι αξιοσημείωτο ότι έστω και στην μη ολοκληρωμένη αυτή απελευθέρωση αντιδρούν η ΓΣΕΒΕ και κάποιες ενώσεις εμπόρων. Το βρίσκω ενδιαφέρον και κάτι το οποίο ενδυναμώνει περισσότερο την πεποίθησή μου ότι ο καπιταλισμός δεν υπάρχει για τον επιχειρηματία αλλά μόνο για τον καταναλωτή. Ο τρόπος για να κερδίσει μια επιχείρηση μερίδιο στην αγορά –και αν όχι να το επαυξήσει, τουλάχιστον να το διατηρήσει– είναι ένας: να βρει τι θέλουν οι καταναλωτές και να τους το παρέχει όσο πιο φτηνά γίνεται. Επιπλέον, για να κρατάς ευχαριστημένη την πελατεία σου, θα πρέπει συνεχώς να ανακαλύπτεις τρόπους να μειώνεις τις τιμές σου και να βελτιώνεις την ποιότητα των προϊόντων σου ή των υπηρεσιών σου. Και πρέπει συνεχώς να είσαι σε εγρήγορση, γιατί πάντοτε ο ανταγωνισμός απειλεί να σε ξεπεράσει. Ο μόνος απόλυτος άρχων σ’ αυτό το –ανελέητο για ορισμένους, υπέροχο κατ’ εμέ– παιχνίδι είναι ο καταναλωτής και οι πιο απίθανες και τρελές του επιθυμίες ή ανάγκες.
Στην πραγματική οικονομία τα μονοπώλια σπανίζουν (εκτός αν με κρατική παρέμβαση διατηρούνται –είτε με ενισχύσεις και επιδοτήσεις σε κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες είτε ως απευθείας ως κρατικά) και οι επιχειρήσεις έχουν ανταγωνιστές ακόμη κι αν δεν το γνωρίζουν. Κανένας επικεφαλής μεγάλης εταιρείας δεν κοιμάται ποτέ ήσυχος όσο ισχυρός κι αν είναι. Αν δεν συνεχίσει να καινοτομεί και να έχει ευχαριστημένους τους πελάτες της εταιρείας, θα σημειώσει ζημιές και οι μέτοχοι πολύ γρήγορα θα του «πάρουν το κεφάλι». Στην πραγματικότητα οι μικρές επιχειρήσεις έχουν πολλά συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τις μεγάλες ή κυρίως τις πολυεθνικές. Μπορούν να καινοτομούν ευκολότερα, να παρέχουν καλύτερη εξυπηρέτηση, να μένουν ανοικτές περισσότερο χρόνο (αν τους το επιτρέπουν οι γελοίες διοικητικές ρυθμίσεις περί ωραρίου) και να προσφέρουν πολύ εξειδικευμένες υπηρεσίες ή προϊόντα σε συγκεκριμένη κατηγορία καταναλωτών. Δεν πρόκειται ποτέ να εξαφανιστούν εάν δεν βάλει το χεράκι του το κράτος.
Τέλος, αξίζει να σημειώσουμε ότι στην πρόσφατη ιστορία της χώρας, την περίοδο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος απελευθέρωσε πλήρως το ωράριο, κατάργησε τέσσερις χιλιάδες αγορανομικές διατάξεις που ταλάνιζαν την αγορά από την εποχή της Κατοχής και καθιέρωσε την τέταρτη βάρδια. Τα ίδια αστήρικτα επιχειρήματα ακούστηκαν και τότε, κυρίως από την αντιπολίτευση, αλλά πολλοί ήταν οι επικριτές του και μέσα στην κυβέρνηση. Το αποτέλεσμα δεν δικαίωσε βεβαίως όσους προέβλεπαν μαζικό κλείσιμο επιχειρήσεων αλλά τον τότε Υπουργό Εμπορίου. Δυστυχώς εκείνες οι επιτυχημένες ρυθμίσεις ακυρώθηκαν όταν συνέβη η «σοσιαλιστική παλινόρθωση» το 1993.
* Ο κ. Τάσος Αβραντίνης είναι δικηγόρος, πρώην αντιδήμαρχος Αθηναίων και μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της Δράσης.