Φούγκα για δύο ασύμμετρες φωνές...στην Πρωτεύουσα
της Ρένας Ραψομανίκη
Ανάρτηση Από τον/την Γιούλια Ολόμπλαβα
|
της Ρένας Ραψομανίκη
ΘΕΜΑ
Για μια οικογένεια με γονείς εκπαιδευτικούς και παιδιά μαθητές, το “καλή χρονιά” ακουγόταν πιο φυσικό τον Σεπτέμβρη παρά τον Γενάρη. Ήταν ο Σεπτέμβρης ο μήνας που σηματοδοτούσε αλλαγές - συνήθως αναβαθμίσεις. Από το δημοτικό στο Γυμνάσιο κι από κει στο Λύκειο, από απλοί διδάσκοντες στη θέση υποδιευθυντή με στόχο την επίζηλη θέση του Γυμνασιάρχη. Ο συγκεκριμένος Σεπτέμβρης, ωστόσο, ήταν μοναδικός και η αλλαγή που κουβάλησε καθοριστική. Η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Για τους γονείς η σωστή λέξη θα ήταν: ξεριζώθηκαν. Για τα παιδιά, που δεν είχαν προλάβει ν’ απλώσουν ρίζες στο νησί, η μεγάλη πόλη αποτελούσε ταυτόχρονα το άγνωστο που τα φόβιζε και το καινούργιο που τα συνέπαιρνε. Για όλους η μετάθεση στην πρωτεύουσα ήταν αδήριτη ανάγκη· ο μεγάλος γιος θα σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο και η οικογένεια δεν μπορούσε να συντηρεί δύο σπίτια.
Για μια οικογένεια με γονείς εκπαιδευτικούς και παιδιά μαθητές, το “καλή χρονιά” ακουγόταν πιο φυσικό τον Σεπτέμβρη παρά τον Γενάρη. Ήταν ο Σεπτέμβρης ο μήνας που σηματοδοτούσε αλλαγές - συνήθως αναβαθμίσεις. Από το δημοτικό στο Γυμνάσιο κι από κει στο Λύκειο, από απλοί διδάσκοντες στη θέση υποδιευθυντή με στόχο την επίζηλη θέση του Γυμνασιάρχη. Ο συγκεκριμένος Σεπτέμβρης, ωστόσο, ήταν μοναδικός και η αλλαγή που κουβάλησε καθοριστική. Η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Για τους γονείς η σωστή λέξη θα ήταν: ξεριζώθηκαν. Για τα παιδιά, που δεν είχαν προλάβει ν’ απλώσουν ρίζες στο νησί, η μεγάλη πόλη αποτελούσε ταυτόχρονα το άγνωστο που τα φόβιζε και το καινούργιο που τα συνέπαιρνε. Για όλους η μετάθεση στην πρωτεύουσα ήταν αδήριτη ανάγκη· ο μεγάλος γιος θα σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο και η οικογένεια δεν μπορούσε να συντηρεί δύο σπίτια.
Στα δεκάξι της, η αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος δεν έμοιαζε εύκολη υπόθεση για τη Αίγλη. Άφηνε την ασφάλεια όσων είχε κατακτήσει κι έπρεπε να αποδείξει από την αρχή ποια ήταν. Δεν είχε πρόβλημα με τις αποδείξεις, τα προαποφασισμένα την τρόμαζαν. Ένας εφιάλτης η ταμπέλα “επαρχιωτάκι” που ενδεχομένως θα της κολλούσαν οι πρωτευουσιάνες συμμαθήτριες. Κι αν δεν έμπαιναν στον κόπο να την ανακαλύψουν; Κι αν η ξεχωριστή προφορά του νησιού γινόταν αφορμή να την περιγελάνε πίσω από την πλάτη της; Όπως τα περισσότερα παιδιά της ηλικίας της, ένιωθε να πανικοβάλλεται στην ιδέα πως θα διαφέρει από το σύνολο. Το ζητούμενο που θα την καθησύχαζε ήταν να κρυφτεί μέσα στην ασφάλεια της ομογενοποίησης. Θα το πετύχαινε ή θα την απομόνωναν;
Οι φόβοι αποδείχτηκαν αβάσιμοι και ο εγκλιματισμός ανέλπιστα εύκολος. Περνώντας το κατώφλι του άχρωμου απεριποίητου διδακτήριου ένιωσε να την πλημμυρίζει αναδρομική περηφάνια για το καινουργιοχτισμένο σχολείο που είχε στεγάσει την μέχρι τότε μαθητική της ζωή. Ένα κτίριο με έντονη αρχιτεκτονική σφραγίδα, ηλιόλουστες αίθουσες διδασκαλίας, ευρύχωρα γραφεία καθηγητών με ράφια γεμάτα βιβλία ολοτρόγυρα, βοηθητικές εγκαταστάσεις που είχαν αντιγραφεί από ευρωπαϊκά κολέγια. Κι άσχετα που τα αποδυτήρια με τα ντους είχαν καταδικαστεί σε αχρηστία και είχαν καταντήσει αποθήκες αθλητικού υλικού, ή που το αμφιθέατρο φυσικών επιστημών ήταν ακριβοθώρητο και έμοιαζε μαυσωλείο με τα όργανα άψογα τακτοποιημένα στις προθήκες με τις γυάλινες προσόψεις, ήταν ένα σχολείο με όραμα. Ένα όραμα που είχε εμπνευστεί η αυστηρή και φιλόδοξη ηγεσία και είχαν ενστερνιστεί οι ορεξάτοι, νέοι στην πλειονότητα, διδάσκοντες. Ένα σχολείο με θεατρική ομάδα, χορευτικό τμήμα, αθλητικές δραστηριότητες, μαντολινάτα, εκδοτική δραστηριότητα. Ένα σχολείο που φάνταζε πρότυπο μπροστά στο συνοικιακό, δευτεροκλασάτο σχολείο της Αθήνας με τους κουρασμένους εκπαιδευτικούς να αλληθωρίζουν προς τη συνταξιοδότηση.
Η κουλτούρα που είχε πάρει από ένα τέτοιο σχολείο δεν θα μπορούσε να μείνει στην αφάνεια για πολύ, μα η συγκυρία το ’φερε να λάμψει από την πρώτη κι όλας διδακτική ώρα, όταν η καθηγήτρια ξεκίνησε ένα φρεσκάρισμα στην αρχαία τραγωδία. Για την Αίγλη η τραγωδία ήταν αγαπημένο θέμα. Την προηγούμενη χρονιά ένας νεαρός φιλόλογος είχε διδάξει με πολύ πάθος κι εκείνη είχε ρουφήξει κάθε πληροφορία στραγγίζοντας ως τον πάτο το ποτήρι της γνωριμίας με το αρχαίο θέατρο. Οι έννοιες κάθαρση, τραγική ειρωνεία, από μηχανής λύση δεν είχαν εγκατασταθεί μέσα της σαν μαθητική γνώση αλλά σαν πολύτιμη παιδεία. Απαντούσε στις ερωτήσεις με την άνεση μιας σύγχρονης του Ευριπίδη κι αυτό δεν ήταν συμπτωματικό και δεν πέρασε απαρατήρητο. Την έβλεπε την αποδοχή στα μάτια των συμμαθητριών μα δεν είχε καθρέφτη να επιβεβαιώσει πως το φωτοστέφανο, που ένιωθε να την περιβάλει, υπήρχε στ’ αλήθεια. Στο διάλειμμα την περικύκλωσαν με ερωτήσεις για το νησί της, το σχολείο της, τα ενδιαφέροντά της.
Οι φόβοι αποδείχτηκαν αβάσιμοι και ο εγκλιματισμός ανέλπιστα εύκολος. Περνώντας το κατώφλι του άχρωμου απεριποίητου διδακτήριου ένιωσε να την πλημμυρίζει αναδρομική περηφάνια για το καινουργιοχτισμένο σχολείο που είχε στεγάσει την μέχρι τότε μαθητική της ζωή. Ένα κτίριο με έντονη αρχιτεκτονική σφραγίδα, ηλιόλουστες αίθουσες διδασκαλίας, ευρύχωρα γραφεία καθηγητών με ράφια γεμάτα βιβλία ολοτρόγυρα, βοηθητικές εγκαταστάσεις που είχαν αντιγραφεί από ευρωπαϊκά κολέγια. Κι άσχετα που τα αποδυτήρια με τα ντους είχαν καταδικαστεί σε αχρηστία και είχαν καταντήσει αποθήκες αθλητικού υλικού, ή που το αμφιθέατρο φυσικών επιστημών ήταν ακριβοθώρητο και έμοιαζε μαυσωλείο με τα όργανα άψογα τακτοποιημένα στις προθήκες με τις γυάλινες προσόψεις, ήταν ένα σχολείο με όραμα. Ένα όραμα που είχε εμπνευστεί η αυστηρή και φιλόδοξη ηγεσία και είχαν ενστερνιστεί οι ορεξάτοι, νέοι στην πλειονότητα, διδάσκοντες. Ένα σχολείο με θεατρική ομάδα, χορευτικό τμήμα, αθλητικές δραστηριότητες, μαντολινάτα, εκδοτική δραστηριότητα. Ένα σχολείο που φάνταζε πρότυπο μπροστά στο συνοικιακό, δευτεροκλασάτο σχολείο της Αθήνας με τους κουρασμένους εκπαιδευτικούς να αλληθωρίζουν προς τη συνταξιοδότηση.
Η κουλτούρα που είχε πάρει από ένα τέτοιο σχολείο δεν θα μπορούσε να μείνει στην αφάνεια για πολύ, μα η συγκυρία το ’φερε να λάμψει από την πρώτη κι όλας διδακτική ώρα, όταν η καθηγήτρια ξεκίνησε ένα φρεσκάρισμα στην αρχαία τραγωδία. Για την Αίγλη η τραγωδία ήταν αγαπημένο θέμα. Την προηγούμενη χρονιά ένας νεαρός φιλόλογος είχε διδάξει με πολύ πάθος κι εκείνη είχε ρουφήξει κάθε πληροφορία στραγγίζοντας ως τον πάτο το ποτήρι της γνωριμίας με το αρχαίο θέατρο. Οι έννοιες κάθαρση, τραγική ειρωνεία, από μηχανής λύση δεν είχαν εγκατασταθεί μέσα της σαν μαθητική γνώση αλλά σαν πολύτιμη παιδεία. Απαντούσε στις ερωτήσεις με την άνεση μιας σύγχρονης του Ευριπίδη κι αυτό δεν ήταν συμπτωματικό και δεν πέρασε απαρατήρητο. Την έβλεπε την αποδοχή στα μάτια των συμμαθητριών μα δεν είχε καθρέφτη να επιβεβαιώσει πως το φωτοστέφανο, που ένιωθε να την περιβάλει, υπήρχε στ’ αλήθεια. Στο διάλειμμα την περικύκλωσαν με ερωτήσεις για το νησί της, το σχολείο της, τα ενδιαφέροντά της.
Αυτό ήταν όλο κι όλο. Οι έφηβοι είναι απόλυτοι και σκληροί. Ή σε αποδέχονται αμέσως ή σε αποκλείουν ολοκληρωτικά. Πριν καλά-καλά το καταλάβει ήλθε η πρώτη πρόσκληση σε πάρτι. Ούτε στο πιο τρελό της όνειρο δεν μπορούσε να φανταστεί τόσο γρήγορη εξέλιξη! Αληθινό πάρτι! Χωρίς γονείς! Με ημίφως! Με αγόρια! Με βερμούτ! Με μπλουζ! Καμιά αντιξοότητα δεν θα μπορούσε να νοθεύσει με μεμψιμοιρία τη μαγεία της βραδιάς: ούτε πως σαν άλλη Σταχτοπούτα, έπρεπε να αποχωρήσει μόλις οι δείχτες έδειχναν δώδεκα, ούτε το φουστάνι που δανείστηκε για την περίσταση, ούτε που όφειλε να συνοδεύεται υποχρεωτικά από τον μεγαλύτερο αδελφό.
Οι επόμενες μέρες κινήθηκαν μονοθεματικά στον αστερισμό του γεγονότος. Ατέλειωτες συζητήσεις στα διαλείμματα για τα καινούργια πρόσωπα που γνώρισαν, τα ειδύλλια που πλέχτηκαν, τα τραγούδια που σχετίστηκαν με χτυποκάρδια, τα φλερτ που έμειναν ανολοκλήρωτα, τις χορευτικές φιγούρες που άφησαν εντυπώσεις… Και όνειρα, πολλά όνειρα μέχρι την επόμενη φορά. Η ζωή έμοιαζε πασπαλισμένη ονειρόσκονη. Οι αδιαφοροποίητες, ρουτινιάρικες, γεμάτες απαγορεύσεις μέρες στην επαρχία είχαν δώσει τη σκυτάλη στο απρόβλεπτο, στην δράση, στην έξαψη, στην ένταση.
Οι επόμενες μέρες κινήθηκαν μονοθεματικά στον αστερισμό του γεγονότος. Ατέλειωτες συζητήσεις στα διαλείμματα για τα καινούργια πρόσωπα που γνώρισαν, τα ειδύλλια που πλέχτηκαν, τα τραγούδια που σχετίστηκαν με χτυποκάρδια, τα φλερτ που έμειναν ανολοκλήρωτα, τις χορευτικές φιγούρες που άφησαν εντυπώσεις… Και όνειρα, πολλά όνειρα μέχρι την επόμενη φορά. Η ζωή έμοιαζε πασπαλισμένη ονειρόσκονη. Οι αδιαφοροποίητες, ρουτινιάρικες, γεμάτες απαγορεύσεις μέρες στην επαρχία είχαν δώσει τη σκυτάλη στο απρόβλεπτο, στην δράση, στην έξαψη, στην ένταση.
Συνεχίζεται...
Ανάρτηση Από τον/την Γιούλια Ολόμπλαβα