«Για να σου δώσω να καταλάβεις», συνέχισε, «ο πόθος για διορισμό στο Δημόσιο είναι τόσο μεγάλος, που αν ο Θεός ζητούσε από κάποιον να διαλέξει ανάμεσα στο να διοριστεί το παιδί του και να πάθε καρκίνο και να μην διοριστεί και να ζήσει με υγεία πολλά χρόνια, είμαι βέβαιος ότι θα διάλεγε το πρώτο. Με τη λογική, βέβαια, του… ας τρουπώσει τώρα και αργότερα θα δούμε τι θα κάνουμε με τον καρκίνο».
Αυτά που συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες με την εφαρμογή του νόμου για διαθεσιμότητα των διοικητικών υπαλλήλων δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίοι δεν έχουν προσληφθεί μέσω ΑΣΕΠ ή άλλων ειδικών διαδικασιών επιλογής, αποδεικνύουν πως ο συνομιλητής μου είχε δίκιο.
Πυρηνική βόμβα να είχε πέσει στην Ελλάδα, δεν θα είχε προκληθεί τέτοιος εθνικός κλονισμός όπως αυτός που προκάλεσε η δημοσίευση στη «Διαύγεια» της σχετικής εγκυκλίου του υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης για το νέο θεσμικό πλαίσιο κινητικότητας των υπαλλήλων του δημόσιου τομέα.
Σα να έπεσε (Τρίτη και 13) μια βόμβα νετρονίων που θα εξαφανίσει τους ανθρώπους και θα αφήσει άθικτα τα κτίρια.
Μας αρέσει, δεν μας αρέσει, πρόκειται για ένα κοινωνιολογικό φαινόμενο και ως τέτοιο οφείλουν να το αντιμετωπίσουν ακόμη και όσοι αισθάνονται αποτροπιασμό μπροστά στο πελατειακό κράτος και τις ρουσφετολογικές προσλήψεις.
Όσο και αν προσπαθήσουν να εξηγήσουν πως το κράτος έκλεισε και επομένως δεν μπορεί να πληρώνει τις εκατοντάδες χιλιάδες των υπαλλήλων του, ο κόπος τους θα πάει χαμένος.
Έτσι μεγάλωσαν γενιές και γενιές, έτσι γαλουχήθηκαν, να ζουν με δανεικά (και να βρίζουν κι’ από πάνω τους δανειστές).
Επομένως – μας αρέσει, δεν μας αρέσει – πρέπει να βρεθεί η χρυσή τομή.
Και οι άνθρωποι που καλώς ή κακώς εξασφάλισαν τις συγκεκριμένες θέσεις εργασίας πρέπει να αξιοποιηθούν με τον προσφορότερο – δεδομένης της οικονομικής κατάστασης και των ποσοστών ανεργίας – τρόπο, εκεί όπου το Δημόσιο έχει κενά και τους χρειάζεται.
Δεν μπορείς να χτυπήσεις τη γροθιά στο μαχαίρι – κυρίως όταν είσαι εσύ που τοποθέτησες το μαχαίρι από την κοφτερή του πλευρά.
Υπό αυτήν την έννοια, ο υπουργός Αντώνης Μανιτάκης είναι ο άνθρωπος που περισσότερο χρειάζεται στήριξη αυτή τη στιγμή.
Έχει να φέρει σε πέρας ένα τιτάνιο έργο, να πολεμήσει με την Μεγάλη Ιδεοληψία, να φέρει σε πέρας ένα επιχειρησιακό σχέδιο και να το κάνει χωρίς να αφήσει πίσω του θύματα.
Για να συμβεί, όμως, αυτό οφείλουν να συνεργαστούν όλοι – οι υπηρεσίες από όπου απομακρύνονται οι υπάλληλοι και αυτές που θα τους υποδεχθούν.
Οι δημοτικοί άρχοντες, που παριστάνουν τώρα τους προστάτες των πελατών τους (τους οποίους προσελάμβαναν για να εξασφαλίζουν τις ψήφους των ιδίων και των οικογενειών τους), οφείλουν να εγκαταλείψουν άμεσα την υποκριτική τακτική τους.
Και οι υπάλληλοι που μετακινούνται, οφείλουν να αντιληφθούν πως εφόσον πλεονάζουν εκεί όπου βρίσκονται, πρέπει να μετακινηθούν σε οργανισμούς όπως τα ασφαλιστικά ταμεία, όπου οι φάκελοι συσσωρεύονται και οι άνθρωποι περιμένουν πάνω από δύο χρόνια για να πάρουν τη σύνταξή τους.
Όσοι αυτή τη στιγμή με διάφορους τρόπους εμποδίζουν τη διαδικασία, απλώς ροκανίζουν τον χρόνο και εμποδίζουν την τελική τοποθέτηση αυτών που παριστάνουν ότι προστατεύουν.
Στο κάτω-κάτω, αν όλοι δεχόμαστε πως το κράτος μας χρειάζεται μεταρρύθμιση, δεν υπάρχει λόγος να κάνουμε δύσκολη τη ζωή του Μανιτάκη.
Ας τον εμπιστευθούμε και ας τον αφήσουμε να κάνει τη δουλειά του – με τον δίκαιο και αντικειμενικό τρόπο που ξέρουμε ότι θα το κάνει.
Υ.Γ. Η επίθεση στον Γερμανό πρόξενο στη Θεσσαλονίκη, ως... απάντηση στις δηλώσεις Φούχτελ περί των χιλίων Γερμανών δημοτικών υπαλλήλων που κάνουν τη δουλειά τριών χιλιάδων Ελλήνων συναδέλφων τους, μόνο αποτροπιασμό μπορεί να προκαλεί. Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία, διότι είναι μεν γνωστό ότι η βία γεννά βία, αλλά καμιά βία δεν δικαιολογείται. Φαντάζομαι να έγινε πλέον αντιληπτό πόσο καταστροφικές είναι οι δηλώσεις περί λιντσαρίσματος με αναφορές σε διπλωμάτες. Φαντάζομαι επίσης πως, μετά από αυτό το αποτροπιαστικό περιστατικό, θα έγινε επίσης αντιληπτό ότι το λόμπι της δραχμής συνεχίζει να δίνει τα ρέστα του, χρησιμοποιώντας όποιον αγανακτισμένο βρίσκει μπροστά του.
Άλλωστε, ο Φούχτελ - βρήκαμε τώρα τον υπεύθυνο για τα δεινά μας στο πλαίσιο της γνωστής διαδικασίας μετάθεσης ευθυνών - δεν εννοούσε πως είναι ικανότεροι οι Γερμανοί υπάλληλοι. Εννοούσε απλώς ότι οι Έλληνες είναι περισσότεροι.