19.10.12

Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΓΙΑΝΙΤΣΩΝ (19 - 20 Οκτωβρίου 1912)


IΣΤΟΡΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
                Aπό το πρωϊ της 5ης Οκτωβρίου 1912, η βροντή των πυροβόλων αντηχούσε σε ολόκληρη την χερσόνησο του Αίμου. Η τετραπλή ΣυμμαχίαΣερβίας, Ελλάδος, Βουλγαρίας και Μαυροβουνίου ξεκινούσε τον αγώνα για την εκδίωξη του Οθωμανού από το Ευρωπαϊκό έδαφος, όπου σαν ξένο σώμα είχε εγκατασταθεί αιώνες πρίν.
Ταυ­τόχρονα με τον στόλο που ανοιγόταν στα γεμάτα πανάρχαιες μνήμες νερά του Αιγαίου, εκατόν είκοσι χιλιάδες Ελληνικός στρατός ξεκίνησε το ίδιο εκείνο φθινο­πωρινό πρωϊνό από την Μελούνα με ένα τίναγμα, παρακινούμενος από "... ιεράς υποχρεώσεις προς την φιλτάτη Πατρίδα, προς τους υποδούλους αδελφούς και προς την ανθρωπότητα...", για να εκπληρώσει το όνειρο της Μεγάλης Ελλάδος.
                Στις 6 Οκτωβρίου αυτοί οι αγρότες - πολεμιστές πήραν το βάπτισμα του πυρός στην Ελασσόνα και την Δεσκάτη. Τρείς μέρες αργότερα έδωσαν πραγματικές εξετάσεις μπροστά στα φοβερά στενά του Σαρανταπόρου και προς μεγάλη έκπληξη φίλων και εχθρών, τις πέρασαν με άριστα. Οι οχυρωμένες θέσεις που θα αποτε­λού­σαν τον "τάφο του Ελληνικού Στρατού" κατελήφθησαν δια της λόγχης μετά από διήμερη σφοδρή μάχη, και οι Τούρκοι έφυγαν σε πλήρη αποσύνθεση προς Κατερίνη και Θεσσαλονίκη.
                Ο Ελληνικός Στρατός τότε, χωρίστηκε σε τρείς φάλαγγες και με διαδοχικές συμπλοκές με τα υποχωρούντα στρατεύματα του Χασάν Ταχσίν Πασά αλλά και με τις κατά τόπους Τουρκικές φρουρές, απελευθέρωσε στην συνέχεια Κοζάνη, Βέρροια και Κατερίνη. Έτσι, στις 17 Οκτωβρίου 1912 τα Ελληνικά σύνορα ήταν μία γραμμή που ξεκινούσε από τον Φιλώτα, περνούσε από την Νάουσα και την Αλεξάνδρεια και κατάληγε στις εκβολές του Αλιάκμονα. Στην συνέχεια και αφου εγκατέστησαν το Γενικό Στρατηγείο στην Βέρροια, τα Ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να στρέφονται με άξονα την παραλία και να παρατάσσονται με μέτωπο προς το μεγάλο γέρας του πολέμου αυτού : την μακεδονική πρωτεύουσα, την κοσμοπολίτικη, την πολυεθνική, την βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Τα νώτα τους ο "μπαρμπα Κωνσταντίνος" άφησε να τα φυλάει η 5η Μεραρχία που θα κατευθυνόταν μέσω Αμυνταίου για να απελευθερώσει την Φλώρινα και αν μπορούσε και το ελληνικό Μοναστήρι. Αυτό το τελευταίο δεν έγινε κατορθωτό, όχι γιατί η Μεραρχία αυτή έφθασε αργά, αλλά γιατί την έπληξε μιά από τις μεγαλύτερες συμφορές του πολέμου αυτού...
  
" ...Ο γενναίος Στρατός μου ας έχη ως σύνθημα "Εμπρός πάντοτε". Τοιούτον αίσθημα άγει ασφαλώς προς την νίκην, απαραίτητον για την εκπλήρωσιν των ιεροτέρων μας καθηκόντων, την πλήρωσιν των αγνωτέρων μας ιδεωδών..."


Από την ημερησία διαταγή του Αρχιστρατήγου την επομένη
της μάχης του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτ. 1912)


ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
                Που βρισκόταν όμως ο εχθρός; Που σκόπευε να σταθεί για να δώση την τε­λευ­ταία μάχη για την Θεσσαλονίκη; Για διάφορους λόγους η επαφή μαζύ του είχε χαθεί από την προηγούμενη μέρα, και οι πληροφορίες γι' αυτόν ήταν πολύ συγκε­χυ­μέ­νες. Από την Θεσσαλονίκη πάλι, κατάσκοποι ανέφεραν αναχώρηση τραίνων γεμά­των με στρατεύματα (ήταν η 14η Μεραρχίατης Τουρκικής στρατιάς του Στρυμώνα) με κατεύθυνση προς ανατολάς. Κατά την γνώμη του Ελληνικού Επιτελείου υπήρχαν δύο πιθανές τοπο­θε­σίες για να αντιτάξουν οι Τούρκοι την τελευταία τους άμυνα πριν την Θεσσα­λονί­κη.
                Η πρώτη και η πιό προφανής, ήταν πίσω από τον Αξιό η οποία και προσέ­φερε μεγάλα πλεονεκτήματα στον αμυνόμενο λόγω του μεγέθους του ποταμού. Η δεύτερη ήταν η περιοχή γύρω από την ιερή για τους μουσουλμάνους πόλη των Γιαννιτσών. Ένα μεγάλο μέρος του πεδινού διαδρόμου από δυτική Μακεδονία προς Θεσσαλονίκη καταλαμβανόταν από την ομώνυμη αποξηραμένη σήμερα λίμνη, στα νότια της οποίας και μέχρι την θάλασσα, τρία χιλιόμετρα απόσταση, το έδαφος ήταν ελώδες και δύσβατο. Στα βόρεια της λίμνης και μπροστά από τα Γιαννιτσά, υπήρχε μία σειρά χαμηλών λόφων που εδέσποζαν στο πεδινό και ακάλυπτο έδαφος του κάμπου που είχε πλάτος δέκα περίπου χιλιομέτρων. Πιό βόρεια υψωνόταν ο ορεινός όγκος του Πάϊκου. Αυτόν τον χώρο στα Γιαννιτσά, διάλεξε ο Τούρκος αρχιστρά­τηγος για να δοκιμάση να σταματήση την ελληνική προέλαση.
                Οι δυνάμεις που διέθετε για τον σκοπό αυτό, ήταν 25.000 άνδρες περίπου που υποστηρίζονταν από 24 - 30 πυροβόλα. Η 14η Μεραρχία Σερρών (40, 41 και 42 Συν­τά­γματα Πεζικού), που είχε μεταφερθεί σιδηροδρομικώς, όπως είδαμε, από τον Στρυμώνα - ανοί­γον­τας έτσι τον δρόμο στους Βουλγάρους - ανέλαβε την υπεράσπιση των Γιαν­νι­τσών. Το ένα σύνταγμα της με μέρος του πυροβολικού (2 πεδινές πυροβο­λαρ­χίες) τάχθηκε βο­ρει­οανατολικά του χωριού Πενταπλάτανος για να προστατεύει την πόλη από βορρά, ενώ τά άλλα δύο μαζύ με το απόσπασμα Κατερίνης (4 τάγ­μα­τα) τάχθηκαν στα υψώ­ματα μπροστά από την πόλη. Νότια της λίμνης, στον κάτω ρου του Λουδία ποταμού, τοποθετήθηκαν η 22α Μεραρχία και η Εφεδρική (ρεντίφ) Μεραρχία Νεαπόλεως, που είχαν φθάσει λαχανιασμένες από το Σαραντά­πορο, λίγες μέρες πρίν.
                Ο Αρχιστράτηγος εξέδωσε τις διαταγές για τις παραπέρα κινήσεις του στρατού στις 18.00 της 18ης Οκτωβρίου 1912, ως εξής : Οι 2α, 3η, 4η και 6η Μεραρχίες να κινηθούν από τις 07:00 προς τα χωριά Παραλίμνη, Μεσιανό, Πενταπλάτανος και Δαμιανό αντίστοιχα, από όπου να εκπέμψουν αναγνωρίσεις προς τον Αξιό ποταμό. Η 7η Μεραρχία θα κάλυπτε την κίνηση αυτή από την κατεύ­θυ­νση του Λουδία ποταμού στα δεξιά της ελληνικής παρατάξεως. Η 1η Μεραρχία θα ήταν εφεδρεία. Τέλος, το ίδιο το Γενικό Στρατηγείο θα εγκαθίστατο στα Γιαν­νι­τσά το μεσημέρι της επομένης. Βλέπουμε λοιπόν πως η πεποίθηση ήταν οτι ο εχθρός είχε πολύ μικρές δυνάμεις δυτικά του Αξιού ποταμού και η συνεπώς η μάχη των Γιαννιτσών μπορεί να χαρακτηρισθεί ως "μη αναμενόμενη".
                Την ίδια ημέρα το Υπουργείο Ναυτικών γνώρισε στο Γενικό Στρατηγείο με τηλεγράφημα οτι την προηγούμενη νύκτα το τορπιλοβόλλο υπ' αριθμόν 11 με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Βότση, τορπίλλισε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης την παροπλισμένη θωρηκτή κορβέτα "Φετίχ-ι-Μπουλέντ"...
19η ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ : Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ
Στά νότια :
                Από το πρωϊ της 19ης Οκτωβρίου άρχισε η προέλαση του Ελληνικού Στρατού προς τα ανατολικά, σύμφωνα με τις διαταγές του Γενικού Στρατηγείου. Ήδη από τις επτά, η 2α Μεραρχία με το 12ο Σύνταγμά της σαν εμπροσθο­φυ­λακή και τα υπόλοιπα σε φάλαγγες άρχισε να κινείται από το Αχλαδοχώρι μέσω Γαλατάδων προς Καρυώτισσα. Λίγο πιό αριστερά της, ακολουθώντας σχεδόν τις όχθες της αιματοβαμμένης από τους νεκρούς του Μακεδονικού αγώνα λίμνης των Γιαννιτσών, βάδιζε η 3η Μεραρχία η οποία είχε αρχίσει την κίνησή της μία ώρα αργότερα. Είχε ξεκινήσει στις 08.00 από τον Άγιο Λουκά και έχοντας σαν κεφαλή της το τρίτο Σύνταγμα, κινήθηκε και αυτή μέσω Καρυώτισσας προς Μελίσσι. Στόχος και των δύο Μεραρχιών ήταν να διαβούν το βαθύ, ορμητικό και με απόκρημνες όχθες ρέμα Μπαλίτσα (σημερινός Ασπροπόταμος), από την γέφυρα που υπήρχε στό χωριό Μελίσσι το οποίο τότε ήταν χτισμένο στις όχθες της λίμνης. Πιό βόρεια θα εβάδιζαν προς Γιαννιτσά η 4η Μεραρχία μέσω Μυλότοπου, ενώ η  θα κινείτο στα ριζο­βούνια του Πάϊκου μέσω Αραβησσού. Εφεδρεία κρατήθηκε η 1η Μεραρχία.
                Στις 08.30 περίπου και ενώ η ημιλαρχία ιππικού της 2ας Μεραρχίαςπλη­σίαζε την Καρυώτισσα δέχθηκε πυρά από Τουρκικά τμήματα που ήταν οχυρω­μέ­να στα πρώτα σπίτια του χωριού. Ταχύτατα το 3ο Σύνταγμά της αναπτύ­σ­σε­ται και με την βοήθεια τμημάτων της 3ης Μεραρχίας (1ο Τάγμα του 12ου Συντάγ­μα­τος) κατα­λαμ­βά­νει το χωριό γύρω στις 10.30 και τρέπει τους Τούρκους σε άτακτη φυγή. Το Τάγμα αυτό συνεχίζει ορμητικά την καταδίωξη του εχθρού που στην παραζάλη του δεν ανατινάζει την γέφυρα στο Μελίσσι, και αρχίζει έτσι να περνά τους λόχους του στην ανατολική όχθη του Ασπροπόταμου.
                Όμως οι Τούρκοι είχαν όλο τον καιρό να επισημάνουν από πρίν για το πυροβολικό όλα τα χαρακτηριστικά σημεία του εδάφους μπροστά από τα Γιαννιτσά και φυσικά και την γέφυρα αυτή που είχε μεγάλη σημασία για την άμυνα της πόλης. Τα Ελληνικά τμήματα που την πλησιάζουν ευθύς δέχονται καταιγισμό βολιδοφόρων οβίδων και οι τρείς πρώτοι στρατιώτες που επιχειρούν να την περάσουν, πέφτουν νεκροί. Χρειάστηκε η επέμβαση του διοικητού του 3ου Συντάγματος Συνταγμα­τάρ­χου Γιαννακίτσα και του Μεράρχου της 2ας, Στρατηγού Καλλάρη για να περάσουν δύο λόχοι τού τάγματος την στενή ξύλινη αυτή γεφυρούλα. Ήταν ήδη 10.45 και ο όγκος των δύο Μεραρχιών είχε αρχίσει να φθάνει και να αναπτύσσεται στην δυτική όχθη του ποταμού. Αμέσως δέχονται σφοδρότατο βομβαρδισμό από το Τουρκικό πυροβολικό. Από τις ίδιες θέσεις δέχεται μερικά βλήματα επίσης και το Γενικό Στρατηγείο που εκινείτο εκείνη την ώρα στον αμαξιτό δρόμο Σκύδρας - Γιαννιτσών. Σαν απάντηση, το πυροβολικό της 2ας αρχίζει να τάσσεται και κάτω από τα συνεχή και πυκνά πυρά του εχθρού στέλνει τις πρώτες οβίδες εναντίον του, προς μεγάλη ανακούφιση των πεζών που παρακολουθούσαν ανήμποροι.
                Το Γενικό Στρατηγείο τώρα αντιλαμβάνεται οτι οι υπολογισμοί του για μικρή εχθρική δύναμη μεταξύ Γιαννιτσών και Αξιού ποταμού ήταν εσφαλμένοι και αμέσως στέλνει νέες διαταγές ως εξής: Οι 2α και 3η Μεραρχίες να συνε­χί­σουν την επίθεσή τους προς τα Γιαννιτσά. Η 7η Μεραρχία να επιτεθή νοτίως της λίμνης και να περάση τον Λουδία ποταμό, ενώ η 4η Μεραρχία θα πρέπει να κινηθή προς το χωριό Πενταπλάτανος και βοηθούμενη από την 6η που κινείται από βορρά, να επιτεθεί κατά των Γιαννιτσών από την κατεύθυνση αυτή.
                Εν τω μεταξύ οι θέσεις των λιγοστών Ελλήνων στρατιωτών στην από 'κεί όχθη του Ασπρο­πόταμου ήταν τουλάχιστον επισφαλείς και σε περίπτωση Τουρκι­κής αντε­πι­θέ­σεως θα κινδύνευαν να ανατραπούν. Έπρεπε όμως να φθάσει το από­γευ­μα όταν η μεγάλη μονομαχία πυροβολικού στο κέντρο της παρατάξεως, τράβηξε τα πυρά του εχθρού όπως θα δούμε παρακάτω, για να αρχίση η 3η Με­ραρχία να περνά λίγους - λίγους τους άνδρες της από την γέφυρα. Μέχρι το σούρουπο (18.30 περίπου) και αφού ο διοικητής του 12ου Συντάγματος Συντα­γμα­τάρχης Μπαϊρας που οδηγούσε τους άνδρες του τραυ­μα­τίσθη­κε στο χέρι, το 3ο και το 12ο Σύνταγμα είχαν αναπτυχθεί στην ανατο­λι­κή όχθη του Ασπροπότα­μου και διανυκτέρευσαν σε επαφή με τον εχθρό.

Στο Κέντρο :
                Εν τω μεταξύ στο κέντρο του Ελληνικού μετώπου, η 4η Μεραρχία που ξεκί­νησε από τις επτά το πρωϊ αφού βάδισε προς Γυψοχώρι και στην συνέχεια έφθα­σε στο χωριό Παλαιός Μυλότοπος, συγκέντρωσε τις μονάδες της και άρχισε να βαδίζει γύρω στις 13.00 ακόμα ανατολικότερα, μέσα από το χωριό Αξός με εμπρο­σθο­φυλα­κή το 8ο Σύνταγμά της. Όμως μόλις οι πρώτοι στρα­τι­ώ­τες του 8ου ξεπέρασαν τα τελευταία σπίτια του, δέχθηκαν πυρά από όπλα πεζικού από τα υψώματα Παληό και 136 που δέσποζαν δεξιά και αριστερά από τον δρόμο Αξού - Γιαννιτσών. Αμέ­σως η Μεραρχία άρχισε να αναπτύσσει τα Συντάγ­μα­τά της (8ο και 9ο μπροστά, 11ο σε εφεδρεία) δυτικά του χωριού για να επιτεθεί στα μικρά τμήματα οπισθοφυλα­κών που, όπως πίστευε, κάλυπταν την υποχώρηση του εχθρού. Ταυτόχρονα άρχισαν να πέφτουν πάνω στους Έλληνες στρατιώτες και οι πρώτες οβίδες από το τουρκικό πυροβολικό που ήταν ανεπτυγμένο λίγο έξω από τα Γιαννιτσά.
                Αμέσως το 8ο και 9ο άρχισαν να αναπτύσσουν τα Τάγματά τους σύμφωνα με τις τακτικές της εποχής πρώτα σε "διμοιρίες κατά τετράδες", και στην συνέχεια σε ακροβο­λι­σμό. Χωρίς παραπέρα χρονοτριβή δίνεται η διαταγή για επίθεση που εκτελείται ορμη­τικά και με επιτυχία. Μία ώρα αργότερα τα δύο αυτά υψώματα ήταν σε ελλη­νι­κά χέρια. Όμως δυσάρεστη έκπληξη περίμενε τους Έλληνες μαχητές. Αντί να ανοίξει έτσι ο δρόμος προς τα Γιαννιτσά και την Θεσσαλονίκη όπως ανέμεναν τα επιτελεία, μπροστά τους στην λοφοσειρά που εκτείνεται σε μήκος τριών περίπου χιλιομέτρων εμφανίζεται η δεύτερη αμυντική γραμμή των Τούρκων, ισχυρότερη και καλύτερα οργανωμένη και με έδαφος που δεν παρείχε παρά ελάχιστη κάλυψη σ' αυτόν που θα ήθελε να επιτεθή. Ήδη τα πυρά σαρώνανε πυκνότατα τις ελληνικές θέσεις, πυρά ενός εχθρού πεισμωμένου και αποφασισμένου να πουλήση ακριβά την ιερή του πόλη, και στους ακανόνιστους ήχους των χιλιάδων Μάουζερ και τις βροντές των κανονιών, ήρθε να προστεθεί και το ρυθμικό κροτάλισμα πολυβόλων.
                Εκείνη την ώρα (14.00) έφθασε ο αγγελιαφόρος από το Γενικό Στρατηγείο με τις νέες διαταγές. Ο Μέραρχος της 4ης Υποστράτηγος Μοσχόπουλος διατάσσει ευθύς την εφεδρεία του δηλαδή το 11ο Σύνταγμα, να κινηθεί προς το χωριό Πεντα­πλά­­­τανο για να απειληθούν έτσι τα Γιαννιτσά με κύκλωση και από βορρά. Για να δοθεί κάποια υποστήριξη στο δοκιμαζόμενο πεζικό, γύρω στις 16.00 το απόγευμα σε μιά παράτολ­μη κίνηση, αναπτύσσονται στο ακάλυπτο πεδινό έδαφος δύο από τις πυροβολαρχίες της μεραρχίας. Και μόλις ο Συνταγ­μα­τάρχης Βουλπιώτης Κωνστα­ντί­νος διοικητής του μεραρχιακού πυρο­βο­λικού δίνει την διαταγή, οι πυροβολαρχίες των Λοχαγών Μπάλμπη και Αξελού μπαίνουν στο πεδίο "σε φάλαγγα κατ' όχημα" με τους αξιωματικούς και τους υπηρέτες αμίλητους, κορδωμένους και σοβαρούς σαν σε παρέλαση. Στο λεπτό γίνονται στόχος του εχθρού και περίπου εικοσιτέσσερα τουρκικά πυροβόλα αρχίζουν να ραντί­ζουν την πεδιάδα με οβίδες που αμέσως σκεπάζεται από δεκάδες άσπρα θανατηφόρα συννεφάκια..
                Όμως η "τάξις προς πυροβόλησιν" των οκτώ Ελληνικών κανονιών κατω από αυτή την δολοφονική σιδερένια βροχή, γίνεται με υποδειγματική ακρίβεια. Τα προόλκαια αποχωρίζονται ταχύτατα και οι ελάτες οδηγούν τους ίππους πιό πίσω, ενώ οι σκοπευτές και οι χειριστές των κλείστρων κάθονται στις έδρες τους με σοβα­ρότητα συμβολαιογράφων στα γραφεία τους. Οι πυροβολάρχες κάνουν τους υπολο­γισ­μούς των στοιχείων βολής και οι πρώτες ελληνικές οβίδες πετούν προς τον εχθρό. Άρχιζε η μονομαχία των κανονιών...
                Σ' αυτήν την αναμέτρηση, η φυσική ευφυία και η πολύ ανώτερη εκπαίδευση του Έλληνα πυροβολητή, αυτά δηλαδή τα στοιχεία που έκαναν τους Τούρκους να λένε οτι "κάθε Γιουνάνης κουβαλά στην πλάτη του ένα κανόνι", γείραν σχεδόν αμέσως την πλάστιγγα εις βάρος των αμυνομένων. Μόλις με τέχνασμα εντο­πίσθηκαν οι θέσεις των Τούρκων, ακούστηκε το παράγγελμα του λοχαγού "δια βολιδοφόρων ανά τρείς, πύρ ταχύ ! ". Και αμέσως ο λόφος που ήταν τα εχθρικά κανόνια αρχίζει να καπνίζει από συνεχείς εκρήξεις σαν να καίγεται. Σε λίγα λεπτά ακούγεται η διαταγή "βολή προοδευτική ! " που ξεσηκώνει ζητωκραυγές από τις ομοχειρίες : σημαίνει οτι ο εχθρός ζεύει με σπουδή τα πυροβόλα του και φεύγει για να γλυτώσει από τον πύρινο μαίανδρο που έστρωνε το ελληνικό κανόνι...
                Εν τω μεταξύ τα 8ο και 9ο Συντάγματα ετοιμάζονται για την έφοδο. Κάποια στιγμή ακούγεται η διαταγή των αξιωματικών "εμπρός δια της λόγχης ! " και αμέσως χιλιάδες άνδρες ρίχνονται από τις θέσεις τους προς τον κάμπο με αλαλλαγμούς. Διασχίζουν γοργά με "άλματα" το ακάλυπτο έδαφος και πέφτουν με εφ' όπλου λόγχη στις τουρκικές θέσεις. Στον δρόμο μένουν νεκροί οι ανθυπολοχαγοί Σγούρος διμοιρίτης των πολυβόλων, Σούμπασης και Γαλανόπουλος, ο επιλοχίας Μωκέας και δεκάδες στρατιώτες. Τραυματίζονται ο ταγματάρχης Ηλιόπουλος στην κοιλιά, ο λοχαγός Μήνης στο κεφάλι και ο ανθυπολοχαγός Κωστόπουλος, οι οποίοι όμως αρνούνται να διακομισθούν και μένουν στις θέσεις τους μέχρι το βράδυ. Ο εχθρός σαστίζει από την ορμή της εφόδου, τά χάνει και κλονίζεται. Ακόμα μισής ώρας σκληρός αγώνας και οι σημαντικές αυτές θέσεις του εχθρού καταλαμβά­νονται.
                Την επόμενη μία ώρα οι άνδρες της ηρωϊκής 4ης Μεραρχίας την περνάνε αποκρούοντας απανωτές εχθρικές αντεπιθέσεις που καταλήγουν σχεδόν πάντα σε μάχη σώμα με σώμα. Έφθασε έξι το απόγευμα για να εγκαταλείψει ο εχθρός την προσπάθειά του. Και από τις κερδισμένες με αίμα θέσεις τους οι κατάκοποι Έλληνες μαχητές, μπορούν να διακρίνουν πλέον στο φώς του ήλιου που πλησιάζει την δύση του, τα πρώτα άσπρα σπιτάκια των Γιαννιτσών...

Στον βορρά :
                Η 6η Μεραρχία (17ο, 18ο και 1 Σύνταγμα Ευζώνων) που ξεκίνησε από την Σκύδρα στις 07.00, διέγραψε ένα μεγάλο τόξο στους πρόποδες του Πάϊκου και βάδισε μέσω των χωριών Δροσερό, Αραβησσός, Αχλαδοχώρι και Αμπελιές με προορισμό τον Πενταπλάτανο. Μόλις όμως έφθασε στα δυτικά του χωριού Αμπελιές (13.30 περίπου) δέχθηκε πυρά από τις τουρκικές προφυλακές. Αμέσως το 9ο τάγμα Ευζώνων που ήταν και η εμπροσθοφυλακή της Μεραρχίας, ανέτρεψε τον εχθρό και τον κατεδίωξε κατά πόδας προς την κυρία γραμμή άμυνας των Τούρκων.
                Χωρίς άλλη χρονοτριβή τα άλλα Συντάγματα αναπτύσσονταν και αυτά σε διάταξη μάχης, με τους Ευζώνους στο κέντρο, το 17ο αριστερά και το 18ο δεξιά που ήταν ήδη και σε επαφή με μονάδες της 4ης Μεραρχίας, με σκοπό να συνεχίσουν την επίθεση. Το 18ο σχεδόν αμέσως συνάντησε ισχυρότατη αντίσταση και είχε πολλές απώλειες. Μεταξύ αυτών ήταν και οι διοικητές του Συντάγματος Αντισυν­ταγματάρ­χης Πανα­γιωτόπουλος και του 1ου Τάγματος Ταγματάρχης Γκιώκας, ενώ ο λόχος Μηχανικού της Μεραρχίας αποδεκατίστηκε από πυρά πολυβόλων. Οι άνδρες ακέφαλοι άρχισαν να υποχωρούν, υποχώρηση που θα γινόταν άτακτη φυγή αν ο διοικητής του Συντάγ­μα­τος Ευζώνων Παπαδόπουλος δεν έσπευδε να τους συγκεντρώση και να τους εμψυχώση και τελικά να τους οδηγήση πάλι εμπρός.
                Οι Εύζωνοι εν τω μεταξύ συνέχισαν την επίθεση με την ίδια ορμή και υποστηριζόμενοι από το πυροβολικό της Μεραρχίας, ιδιαίτερα τις πυροβολαρχίες των Λοχαγών Βερέτα και Άρτη, κατέλαβαν μέσα σε λίγες ώρες διαδοχικές αμυντικές θέσεις του εχθρού. Τέτοια ήταν η ταχύτητα της προελάσεώς τους, ώστε φθάσαν σε ελάχιστο χρόνο στις θέσεις του τουρκικού πυροβολικού. Το τελευταίο αυτό, μόλις που κατάφερε να διαφύγη εγκαταλείποντας όμως μεγάλες ποσότητες υλικού και πυρομαχικών. Αλλά το τίμημα που πλήρωσαν οι Έλληνες σε νεκρούς και τραυματίες ήταν πολύ μεγάλο και μετά και τον τραυματισμό και του ίδιου του διοικητού του 9ου Τάγματος Ευζώνων Ταγματάρχη Γεωργούλη, ο Συνταγματάρχης διέταξε την διακοπή της επιθέσεως για να μπορέσουν να ανα­συνταχθούν οι μονάδες.
                Το 17ο Σύνταγμα συνάντησε ισχυρότατη αντίσταση μπροστά από τον Πενταπλάτανο και μέχρι τις εξήμισυ το απόγευμα δεν μπόρεσε να προχωρήση παραπέρα. Έτσι έφθασε το σούρουπο της πρώτης μέρας της μάχης και οι δύο στρατοί διανυκτέρευσαν αντικρυστά ο ένας στον άλλο, λαγοκοιμώμενοι κάτω από την ψιλή φθινοπωρινή βροχή και με αγκαλιά τα ζεστά ακόμα Μάουζερ και Μάνλιχερ περίμεναν το χάραμα για να ξαναχυμήξουν ο ένας στον άλλο...
20ή ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ : Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΡΑ
                Με το πρώτο φώς της ημέρας (γύρω στις 06.30) και ενώ η βροχή δεν έχει σταματήσει να πέφτει, οι Έλληνες συνέχισαν την επίθεση, τώρα όμως με την αυτοπεποίθηση του μαχητού που έχει την πρωτοβουλία. Στον νότο η 2α και 3η Μεραρχίες συνεχίζουν ορμητικά την προέλασή τους μέσα από ελώδες έδαφος και κάτω από πυκνά εχθρικά πυρά. Όμως τώρα υπο­στη­ρίζονται στενά από το πυρο­βο­λι­κό και κινούνται με μεγάλη αποφα­σιστι­κό­τητα. Γρήγορα ανατρέπουν την εχθρική αντίσταση και καταλαμβάνουν μετά από έφοδο με την λόγχη τον λόφο στα δυτικά των Γιαννιτσών που δεσπόζει της πόλεως. Σαν τον τελευταίο σπασμό του θηρίου που ξεψυχά, τα τουρκικά πυρά πάνω στις θέσεις του 7ου Συντάγματος της 2ας γίνονται καταιγιστικά και ακολουθούνται από λυσσαλέες αντεπιθέσεις. Όμως φαίνεται οτι τίποτε δεν είναι ικανό τώρα να συγκινήση τους Έλληνες στρατιώτες που παραμένουν ακλόνητοι στις θέσεις τους.
                Το ελληνικό πυροβολικό αντιθέτως ρίχνει μετρημένα αλλά με εκπληκτική ευστοχία. Λές και οδηγημένες από μαγικό χέρι η δεύτερη ή τρίτη το πολύ οβίδα βρίσκουν το στόχο τους. Η μία μετά την άλλη η τουρκικές πυροβολαρχίες κάτω από τον φόβο της καταστροφής αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους. Στον χορό μπαίνουν και τα κανόνια της 4ης Μεραρχίας, οι μονάδες της οποίας επιτίθενται και αυτές από το πρωϊ κατά των εχθρικών θέσεων στο κέντρο του μετώπου. Η προέ­λα­ση τώρα γίνεται τόσο γρήγορη, ώστε γύρω στις 07.30 οβίδες από το πυρο­βο­λικό έπε­σαν πίσω από τους στρατιώτες που με εφ' όπλου λόγχη ορμούσαν προς τα εμπρός !
                Τόσο στο κέντρο όσο και στο νότιο τομέα του μετώπου οι Τουρκικές μονάδες άρχισαν από τις 09.00 να δείχνουν εμφανή σημεία κλονισμού, ενώ αντίθετα τα Ελλη­νικά Συντάγματα προχωρούσαν ακάθεκτα. Σε όλα τα σημεία οι Τουρκικές δυνάμεις εγκαταλείπουν τα χαρακώματά τους και σχηματίζουν φάλαγγες που κινούνται γρήγορα προς τα ανατολικά.
                Στον βορρά η κατάσταση εξελίσσεται ακόμα πιό ευνοϊκή για τα Ελληνικά όπλα. Οι Εύζωνοι και το 18ο Σύνταγμααφού από νωρίς ξεκαθάρισαν κάποιες τουρκικές απόπειρες για διείσδυση ανάμεσα στα κενά της ελληνικής διατάξεως, ανέλαβαν πάλι την πρωτοβουλία. Οι Τούρκοι τώρα αμύνονταν με την δύναμη που δίνει η απελπισία. Όμως η πυροβολαρχία του Λοχαγού Βερέτα είχε εντοπίσει τις θέσεις του εχθρικού πυροβολικού που ήταν ταγμένο στο στο ελληνικό νεκροταφείο των Γιαν­νι­τσών, και έστελνε ήδη βροχή από οβίδες επάνω του. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και μερικά ζεύγη αλόγων φάνηκαν να πλησιάζουν το νεκροταφείο: ήταν οι ομο­ζυ­γίες της πυροβολαρχίας που έτρεχαν να ζεύξουν τα πυροβόλα για να τα απομακρύνουν. Ο Έλληνας πυροβολάρχης ρυθμίζει ακαριαία τα πυρά του εναντίον των προολκαίων τώρα και η πρώτη οβίδα σαν συστημένη, χτυπά ολόσωμα ένα βλητοφόρο. Μία τρομερή έκρηξη ακούγεται καθώς τα πυρομαχικά που περιέχει το όχημα αναφλέγονται και ευθύς ο τόπος γεμίζει συντρίμια, διαμελισμένα ζώα, και νεκρούς και τραυματίες ελάτες και οι υπόλοιποι υπηρέτες των τουρκικών πυροβόλων σκορπίζουν πανικόβλητοι.
                Ο ενθουσιασμός του πεζικού είναι απερίγραπτος. Ακολουθεί μία θυελλώδης έφοδος κατά την οποία το 9ο Τάγμα Ευζώνων κυριολεκτικά συνέτριψε την τουρκική αντίσταση μπροστά από τα Γιαννιτσά και στις 08.45 κατέλαβε το νεκροταφείο της πόλεως, μαζύ με τα τέσσερα τουρκικά κανόνια. Χωρίς να ανακόψουν την προέλασή τους οι εύζωνοι προχωρούν και καταλαμβάνουν τους λόφους βορειοανατολικά των Γιαννιτσών, και μαζύ μ' αυτούς και άλλα δύο πυροβόλα με τα βλητοφόρα τους. Στην συνέχεια από τις θέσεις αυτές κατάκοποι αλλά ακλόνητοι αποκρούουν αλλε­πάληλες εχθρικές αντεπιθέσεις. Ταυτόχρονα το 17ο Σύνταγμα καταλαμ­βά­νο­ντας τις αμυντικές θέσεις των Τούρκων απειλούσε με κύκλωση από βορρά τα Γιαννιτσά.
                Πανικός καταλαμβάνει τώρα τους Τούρκους. Οι θέσεις τους περισφίγγονται από νότο από τις 3η και 2α Μεραρχίες και από βορρά από την  που έχει φθάσει όπως είδαμε στα πρώτα σπίτια της πόλεως. Η άμυνα των Τούρκων δείχνει τώρα σημεία καταρεύσεως. Το Στρατηγείο τους αναγκάζεται να εγκαταλείψει την πόλη και αυτό ήταν το σύνθημα για την γενική υποχώρηση. Αυτή στην αρχή ήταν κανο­νική, καθώς όμως το ελληνικό πεζικό καταδιώκει κατά πόδας και το πυροβολικό βομβαρδίζει αλύπητα, μετατρέ­πεται σε φυγή. Ένα Τάγμα Ρεντίφ (εφέδρων) πετά τα όπλα του και τρέχει πρός τις γέφυ­ρες του Αξιού ενώ αλλού ολόκληρος λόχος με τους αξιωματικούς του πιάνεται αιχμάλωτος από το 11ο Σύνταγμα. Πολλά πολυβόλα, πυροβόλα, βλητοφόρα και πυρομαχικά πέφτουν στα χέρια των Ελλήνων.
                Στα Γιαννιτσά μπαίνουν μαζύ με τους Ευζώνους και οι πρώτοι λόχοι της 4ης Μεραρχίας και άγριες οδομαχίες ξεσπούν, όπου οι τακτικές και τα παραγγέλματα ξεχνιούνται και τον πρώτο λόγο έχουν η προσωπική ικανότητα και το θάρρος. Οι αμυνόμενοι πλέον έχουν μετατραπεί σε σύμφυρμα πανικόβλητων ανθρώπων και ούτε οι εκκλήσεις ούτε και τα μαστίγια των αξιωματικών τους έχουν αποτέλεσμα. Μόλις 7.000 αξιόμαχοι στρατιώτες διασώζονται περνώντας τον Αξιό για να υπερασπισθούν την Θεσσαλονίκη, εγχείρημα που και ο ίδιος ο Ταχτσίν Πασάς λίγες μέρες αργότερα θα αντιληφθεί οτι είναι μάταιο.
                Οι ελληνικές απώλειες της διήμερης μάχης ανέρχονται σε 10 νεκρούς και 29 τραυματίες αξιωμα­τι­κούς και 178 νεκρούς και 758 τραυματίες οπλίτες. Οι Τούρκοι έχασαν στα υψώματα των Γιαννιτσών πάνω από 2.000 νεκρούς και τραυματίεςενώ άφησαν στα χέρια των νικητών άλλους 2.000 περίπου αιχμαλώτους μαζύ με 14 πυροβόλα, δύο σημαίες και πολλά λάφυρα.
                Ο Τούρκος είχε ήδη ρίξει την τελευταία του σφαίρα στο πανάρχαιο έδαφος της Μακεδονίας στο οποίο ποτέ δεν ανήκε. Το μόνο εμπόδιο πλέον για την απελευθέρωση της αρχαίας πρωτεύουσάς της, θα αποτελούσαν για τον Ελληνικό Στρατό τα φουσκωμένα νερά του Αξιού ποταμού. Oι Έλληνες είχαν ξεπλύνει κατά τον καλύτερο τρόπο το στίγμα του 1897. Αποδείχθηκαν ανώτεροι των Τούρκων σε οργάνωση, εκπαίδευση, ευφυϊα, τακτική και στρατηγική αντίληψη, αλλά ακόμα και σε προσωπική ευψυχία.
                Για την εξασφάλιση όμως της γής του Αμύντα, του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου από τους ομόθρησκους πλέον και "συμμάχους" γνωστούς επίδοξους σφετεριστές της, θα έπρεπε να χυθεί ακόμα περισσότερο Ελληνικό αίμα σε έναν νέο, αλλά και πάλι νικηφόρο Βαλκανικό πόλεμο.
 ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΙΛΩΝ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Αναρτήθηκε από