Σε κρίσιμη καμπή βρίσκεται η υπόθεση ασφάλειας της Κύπρου, καθώς ο εντοπισμός των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην κυπριακή ΑΟΖ και η αντίδραση της Τουρκίας έχουν επιβαρύνει το περιβάλλον ασφάλειας στο νησί, πέρα από αυτή καθ'αυτή την πραγματικότητα που δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι το 40% του δεύτερου ελληνικού κράτους βρίσκεται υπό κατοχή με όλα τα αρνητικά γεωστρατηγικά δεδομένα αυτής της πραγματικότητας.
Κατόπιν όλων αυτών οι τουρκικές κατοχικές δυνάμεις όχι απλώς εξακολουθούν να διατηρούν επιθετική διάταξη και αριθμητική υπεροχή έναντι των ελληνικών (ελλαδικών και κυπριακών) δυνάμεων, αλλά και να ενισχύονται καθημερινά.
Στο σημείο αυτό να τονιστεί προκαταβολικά πως, παρά την έναρξη μακρών ενταξιακών διαπραγματεύσεων Ε.Ε.–Τουρκίας, παρά το ότι ξεκίνησαν και είναι σε εξέλιξη συνομιλίες για εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό και παρά τo ότι έχουν περάσει πέντε χρόνια από το άνοιγμα συγκεκριμένων σημείων ελέγχου στη γραμμή κατάπαυσης του πυρός, η Τουρκία δεν προέβη στην παραμικρή μείωση των κατοχικών στρατιωτικών της δυνάμεων, έστω και ως ελάχιστη χειρονομία καλής θέλησης και ενώ μπορεί ταχύτατα να επαναφέρει στην Κύπρο μονάδες που τυχόν θα απέσυρε στην απέναντι περιοχή Μερσίνας-Αναμούρ.
Η Τουρκία συνεχίζει να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα επάνδρωσης και ικανοτήτων τις δυνάμεις της στη Μεγαλόνησο. Με τη διατήρηση ισχυρών στρατιωτικών δυνατοτήτων στην Κύπρο, είναι εμφανές πως ο τουρκικός παράγοντας θέλει να πετύχει διαιώνιση της διαπραγματευτικής του θέσης ως προς πιθανή λύση στο Κυπριακό, κυρίως όμως θέλει να εδραιώσει –και αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο για την Άγκυρα– τον ασφυκτικό γεωστρατηγικό έλεγχο που έχει σήμερα επί της Κύπρου.
Παράλληλα, σε τακτικό επίπεδο, διατηρεί την ικανότητα να εκβιάζει την ελληνοκυπριακή πλευρά, αμφισβητώντας με κάθε τρόπο και μέσο την κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παρά το γεγονός πως τα αριθμητικά δεδομένα είναι σε βάρος της Εθνικής Φρουράς, την τελευταία 15ετία αυτό εν μέρει αντισταθμίστηκε από την εύστοχη εισαγωγή στο κυπριακό οπλοστάσιο συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων, τα οποία σε κάποιους τομείς έφεραν «άνεμο υπεροχής», για πρώτη φορά από το 1974.
Αυτή τη χρονική στιγμή το ανθρώπινο δυναμικό των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο διατηρείται στους 38.000 άνδρες και μαζί με τους 4.500 Τουρκοκύπριους που στελεχώνουν τα δικά τους τάγματα, ξεπερνούν από κοινού τους 42.000.
Αυτό, ενώ οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς ανέρχονται στις 11.500 και μαζί με τις δυνάμεις της ΕΛΔΥΚ και τους εξ Ελλάδος αξιωματικούς φθάνουν γύρω στις 13.500. Ειδικά ως προς τα τεθωρακισμένα, τα άρματα μάχης των κατοχικών δυνάμεων διατηρούνται σταθερά σε πάνω από 400, με ομοιοτυπία (Μ-48Α5Τ1 και Τ2) αλλά προβληματική διαθεσιμότητα.
Από πλευράς της, απέναντι σε αυτή τη δύναμη, η Εθνική Φρουρά θα αντιπαρατάσσει 82 ρωσικά T-80U/UK, τα 113 γαλλικά ΑΜΧ-30 (61 μη εκσυγχρονισμένα και 52 Β2) και αριθμό ελλαδικών Μ48Α5 ΜΟLF. Προχωρά με ικανοποιητικούς ρυθμούς η δημιουργία και 2ης ΕΜΑ με άλλα 41 άρματα T-80U/UK, διαδικασία που με την προσεχή ολοκλήρωσή της θα αναβαθμίσει τις επιχειρησιακές δυνατότητες στο έδαφος.
Την αξιόμαχη αρματική δύναμη της Εθνικής Φρουράς συμπληρώνουν τα τεσσάρων διαφορετικών τύπων VAB (125 οχήματα), τα περισσότερα ως ΤΟΜΠ και κάποια εξ αυτών σε ρόλο ΤΟΜΑ, καθώς και τα εξαιρετικά BMP-3 (43 οχήματα). Τα τουρκικά ΤΟΜΑ συγκροτούνται από 260 περίπου οχήματα τύπου AIFV/AAPC καθώς και ανάλογο αριθμό Μ113Α1, με προβληματικές και εδώ διαθεσιμότητες.
Όπως εύκολα καθίσταται αντιληπτό, το ποιοτικό προβάδισμα στον αρματικό αγώνα τον διαθέτει η Εθνική Φρουρά. Το πρόβλημα παραμένει στον αέρα, οξύνθηκε δε μετά το 2000, όταν η Αθήνα εγκατέλειψε ουσιαστικά το δόγμα του ενιαίου αμυντικού χώρου με την Κύπρο, με τη θλιβερή κατάληξη των συστοιχιών S-300PMU.
Η υποβάθμιση και τελικά (κατ’ ουσίαν) κατάργηση της ελληνοκυπριακής επιχειρησιακής συνεργασίας («ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ-ΤΟΞΟΤΗΣ»), σε συνδυασμό με τη γενικότερη τάση των πολιτικών ελίτ Αθηνών-Λευκωσίας για απαξίωση της εθνικής άμυνας και των Ενόπλων Δυνάμεων, είναι σίγουρο πως δεν βοήθησε στην άνοδο της αμυντικής ισχύος πανεθνικά και την Κύπρο ειδικότερα Εν πάση περιπτώσει, αυτή την περίοδο, η Εθνική Φρουρά διέρχεται φάση αναδι- οργάνωσης (όχι χωρίς επικρίσεις).
Ειδικά ως προς τα φυλάκια στη μήκους 180 χλμ. «πράσινη γραμμή», υπάρχει συνολική αλλαγή φιλοσοφίας: από την στατική επιτήρηση, οι προκεχωρημένες μονάδες της Εθνικής Φρουράς θα περάσουν σε συνδυ- ασμό κινητικής και στατικής παρουσίας, με κινούμενες περιπόλους και σταθερά φυλάκια ζωτικής σημασίας, καθώς και ύπαρξης λόχων ειδικής σύνθεσης σε κάθε Τάγμα της Προκεχωρημένης Γραμμής Άμυνας (ΠΓΑ).
Οι λόχοι αυτοί θα έχουν τη δυνατότητα άμεσης επέμβασης, με σκοπό την απόκρουση-αναχαίτιση τετελεσμένων που θα επιχειρήσουν οι κατοχικές δυνάμεις. Το αρματικό δυναμικό: συγκρίσεις και ισορροπίες Η είσοδος των ρωσικών αρμάτων Τ-80U/UK στην κυπριακή Εθνική Φρουρά πριν από μερικά χρόνια, από κοινού με τα ΤΟΜΑ ΒΜΡ-3, έφερε για πρώτη φορά από την εισβολή του 1974 χαμόγελα αισιοδοξίας στη Λευκωσία. Η Εθνική Φρουρά αποκτούσε (και έκτοτε διατηρεί) ένα σημαντικό ποιοτικό πλεονέκτημα στο έδαφος, ενώ την ώρα αυτή, με τις εν εξελίξει παραδόσεις άλλων 41 αρμάτων ομοίου τύπου και τον σχηματισμό και δεύτερης ΕΜΑ, οι επιχειρησιακές δυνατότητές της διευρύνονται –όπως προαναφέρθηκε– ακόμη περισσότερο.
Η αντίπαλη πλευρά δεν έμεινε φυσικά αδρανής μετά τις πρώτες παραδόσεις των ρωσικών αρμάτων. Στο διάστημα 1996- 1998 μεταφέρθηκαν μέσω του λιμανιού της Αμμοχώστου στα κατεχόμενα μία τουλάχιστον πρόσθετη ΕΜΑ Μ-48 Α5Τ2 καθώς και ΤΟΜΑ AIFV, ενώ έκτοτε οι Τούρκοι επιτελείς διατηρούν στην κατεχόμενη Κύπρο 150 παλαιότερα Μ-48 Α5Τ1 και 250 περίπου εκσυγχρονισμένα Μ-48 Α5Τ2. Με διαθεσιμότητα της τάξης του 60-70% περίπου, το τουρκικό αρματικό δυναμικό είναι προφανές ότι συνιστά υπολογίσιμο αντίπαλο για την Εθνική Φρουρά, λόγω αριθμών βεβαίως και όχι για λόγους ανωτερότητας.
defencenet.gr