Κάτι τέτοιο προϋποθέτει να αντιληφθούμε όλοι πως όσο ανεδαφικό ήταν να υποστηρίζει κανείς πως την επομένη των εκλογών (και αν επικρατούσαν οι λεγόμενες «αντιμνημονιακές» δυνάμεις) ήταν δυνατόν με μια μονοκοντυλιά να σβηστεί το μνημόνιο και να εξαφανιστούν οι συνέπειές του, άλλο τόσο εκτός πραγματικότητας είναι να υποστηρίζει κανείς τώρα πως η αναδιαπραγμάτευση των όρων του μνημονίου και η διαδικασία επιμήκυνσης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής μπορούσε να ξεκινήσει και να ολοκληρωθεί την επομένη των εκλογών.
Πρόκειται για τις δύο κυρίαρχες πλάνες των ημερών.
Με κίνδυνο να υπάρξει νέα παραπλάνηση τμημάτων του λαού, που μέσα στην απόγνωσή τους μπορεί τώρα είτε να πιστέψουν πως ήταν λάθος η εκλογική τους επιλογή, είτε να επιδείξουν (με τη βοήθεια της προπαγάνδας) μια υπερβολική ανυπομονησία για άμεσα αποτελέσματα.
Αυτό το τελευταίο, βέβαια, δικαιολογείται απόλυτα αν πρόκειται για τον λαό, όχι όμως και για κυβερνητικούς αξιωματούχους, που μέσα σ’ αυτό το κλίμα έδειξαν (ευτυχώς λίγοι και ευτυχώς επ’ ολίγον) πως μπορούν να κινηθούν με βάση όσα οι ίδιοι εξέλαβαν ως προεκλογικές δεσμεύσεις και όσα οι ίδιοι εξέλαβαν ως εντολή του λαού.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, άλλοι ερμήνευσαν το εκλογικό αποτέλεσμα ως εντολή παραμονής στο ευρώ ακόμη και με βαθύτερη είσοδο στο μνημόνιο (ενώ η εντολή του λαού ήταν έξοδος από το μνημόνιο χωρίς μοιραίους κραδασμούς), στέλνοντας την αναδιαπραγμάτευση στις Ελληνικές Καλένδες.
Και άλλοι θεώρησαν ότι μπορούσαν οι ίδιοι, από μόνοι τους, να ξεκινήσουν ξαφνικά επιμέρους διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των δανειστών στην Αθήνα, οι οποίοι, όμως, δεν έχουν λάβει εντολή διαπραγμάτευσης, αλλά καταγραφής της κατάστασης.
Μετά από δύο εκλογικές αναμετρήσεις και απίστευτο χάσιμο χρόνου, η επομένη των εκλογών βρήκε τη χώρα στο πουθενά.
Για τον λόγο αυτό και οι δανειστές αμέσως επανέλαβαν σε όλους τους τόνους ότι πριν ξεκινήσει οποιαδήποτε συζήτηση, πρέπει να υπάρξει μια επικαιροποίηση της κατάστασης.
Για όσους δεν κατάλαβαν, αυτό γίνεται τώρα.
Χωρίς αυτά τα στοιχεία, ούτε εμείς μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα ζητήσουμε στο πλαίσιο μιας αναδιαπραγμάτευσης.
Χωρίς αυτά τα στοιχεία, δεν μπορούμε να μιλάμε για την επιμήκυνση, διότι δεν γνωρίζουμε πόσος επιπλέον χρόνος θα χρειαστεί – ως γνωστόν, ο χρόνος είναι χρήμα και όσον αφορά στην επιμήκυνση, αφού θα χρειαστεί και η ανάλογη χρηματοδότηση.
Δηλαδή, εντάξει η επιμήκυνση, αλλά πόση; Κι’ αν ζητήσουμε βιαστικά τρία χρόνια και τελικά αποδειχθεί ότι χρειάζονταν τέσσερα; Αν ζητήσουμε τέσσερα και τελικά χρειάζονται τρία;
Αυτές τις μέρες, συζητούνται τα ισοδύναμα μέτρα, ώστε να μην χρειαστούν διάφορες περικοπές, μεταξύ των οποίων και στα λεγόμενα «ειδικά μισθολόγια».
Αν τελικά αυτά τα χρήματα βρεθούν από περικοπή άλλων δαπανών, δεν θα επηρεαστεί και η αναδιαπραγμάτευση, αλλά και η επιμήκυνση;
Όλα τα παραπάνω υπαγορεύονται από την κοινή λογική.
Την οποία, πρώτα και πάνω απ’ όλα, οφείλουν να διαθέτουν οι πολιτικοί…