της Ρένας Ραψομανίκη
Το ζευγάρωμα ραδιοφωνικού λόγου και νοσταλγικών αναμνήσεων έφερε ανεξιχνίαστες εσωτερικές διεργασίες που με τη σειρά τους γέννησαν την επιτακτική επιθυμία να φτιάξει, εδώ και τώρα, μουσταλευριά.
Χρειαζόταν επειγόντως ένα μπουκάλι μούστο.
Στη λαϊκή της γειτονιάς, ο παραγωγός, που πουλούσε σταφύλια, την κοίταξε παραξενεμένος.
Διέκρινε στην αναζήτησή της μια αγωνία και μια θέρμη, λες και κρινόταν η ζωή της από την απάντηση. Δεν πουλούσε, μα για χατίρι της θα έφερνε ένα μπουκάλι την επόμενη εβδομάδα. Την επόμενη εβδομάδα;Α, μπα! Δεν μπορούσε να περιμένει ως τότε. Δεν θα πήγαινε την άλλη μέρα σε κάποια άλλη συνοικία; Ήταν επείγον. Τώρα τον έμπλεξε για τα καλά. Πόσο μπορεί να επείγεται κάποιος για ένα μπουκάλι μούστο; Μα πώς να του εξηγήσει, που κι η ίδια ήταν εξίσου μπερδεμένη από την αυτονομημένη ανάγκη που είχε εξαπλωθεί κυριαρχικά μέσα της;
Χρειάστηκε ν’ αλλάξει τρία λεωφορεία, αλλά έφτασε σπίτι κρατώντας θριαμβευτικά το τρόπαιο.
Το σπίτι μοσχοβόλησε. Δοκίμασε τη ζεστή μουσταλευριά και κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι.
Η τέχνη δεν ξεχνιέται.
Πρωί-πρωί πήρε το λεωφορείο για την Αγία Παρασκευή.
Στο θυρωρείο του ραδιομεγάρου ζήτησε τον κύριο Πασχαλίδη.
Είχε μόλις τελειώσει την εκπομπή του κι ετοιμαζόταν να φύγει.
-Είμαι φανατική θαυμάστριά σας, η εκπομπή για την μουσταλευριά με συνεπήρε και σκέφτηκα να σας φέρω ένα πιάτο. Έτσι… για να γνωρίσουν τα εγγόνια σας την γεύση. Και μην πικραίνεστε, πάντα κάποιοι βρίσκονται να τηρούν τις παραδόσεις.
Τα είπε όλα μονορούφι μπας και την εγκαταλείψει το θάρρος της, λες και το θάρρος είναι βενζίνη που μπορεί από στιγμή σε στιγμή να εξαντληθεί αφήνοντας το όχημα καταμεσής του δρόμου.
Εκείνος την κοίταξε εξεταστικά κι άπλωσε το χέρι να πάρει το δώρο. Είδε την εικόνα μιας καλοκαμωμένης, ώριμης γυναίκας με γλυκό πρόσωπο. Απλή και φυσική, καλοντυμένη, αλλά καθόλου φτιασιδωμένη με καθαρή ματιά που καθρέφτιζε μια άνευ όρων αποδοχή – στα όρια της λατρείας - στο πρόσωπό του. Ως δηλωμένος λάτρης του ποδόγυρου χρειάστηκε μία μόνο λέξη που από μόνη της αρκούσε να περιγράψει την κυρίαρχη αίσθηση που εξέπεμπε. Καμπύλη, σκέφτηκε. Είναι αλήθεια πως όσο κι αν έψαχνες δεν θα μπορούσες να εντοπίσεις πάνω της γωνίες ή ευθείες. Ακόμα και η μύτη ήταν μια μικρή ανεπαίσθητη καμπύλη με τα κοίλα προς τα πάνω που της χάριζε μια φινέτσα απόλυτα ταιριαστή με το σύνολο και μια τσαχπινιά εντελώς παράταιρη. Το ντύσιμο στα μαύρα τον έκανε να υποψιάζεται βάσιμα πως σύζυγος δεν υπήρχε πια.
-Και από πού προέρχεται το «Ρούλα»;
-Από το «Δήμητρα», είπε με συστολή.
-Λέτε πως κόπτεστε για τις παραδόσεις, μα χαραμίσατε ένα υπέροχο όνομα, με πανάρχαια ιστορία για ένα απρόσωπο υποκοριστικό χωρίς ταυτότητα παρελθόν ή μέλλον.
Της φάνηκε πως την μάλωνε, με τρυφερότητα όμως, όπως μαλώνουμε ένα παιδί για μια ανοησία του.
-Οι γονείς μου το διάλεξαν, απολογήθηκε μουδιασμένα, κι εγώ δεν είχα την τόλμη να το αλλάξω.
-Κάποτε πρέπει να τολμάμε τις αλλαγές, είπε και της δημιουργήθηκε η αόριστη εντύπωση πως δεν αναφερόταν μόνο στο όνομα.
-Ίσως, ψιθύρισε αμήχανα
-Δεν έχετε αντίρρηση να είστε για μένα η κυρία Δήμητρα; Ή μάλλον η Δήμητρα… η Δήμητρα της μουσταλευριάς. Θα μου δώσετε το τηλέφωνό σας; Η γυναίκα μου θα θέλει οπωσδήποτε να σας ευχαριστήσει.
Στον δρόμο του γυρισμού ένιωθε μια γλυκιά παραζάλη. Δεν είναι μικρό να έρχεσαι φάτσα με φάτσα με το ίνδαλμά σου. Μέχρι τότε ήταν μόνο ένα ηχόχρωμα. Τώρα η φωνή απέκτησε πρόσωπο και μορφή. Απέκτησε όμως; Γιατί όσο κι αν προσπαθούσε να ανακαλέσει την φιγούρα του όλο κι ένιωθε να της ξεφεύγει. Το σοκ της συνάντησης ήταν μεγάλο. Θυμόταν ανάερα έναν πολύ ψηλό άντρα - δυο κεφάλια την περνούσε. Της φάνηκε συνομήλικος, μα αποδείχτηκε καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος - δεν του φαινόταν, είναι αλήθεια. Γκριζαρισμένα έως λευκά μαλλιά κι ένα γοητευτικό χαμόγελο. Μέχρι εκεί. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ούτε το χρώμα των ματιών, ούτε το σχήμα των χειλιών, ούτε το μέγεθος της μύτης ούτε το κούρεμα, ούτε – πολύ περισσότερο – το ντύσιμό του.
Συνεχίζεται...
Αναρτήθηκε από Γιούλια Ολόμπλαβα