Η μουσταλευριά...το χρώμα του κενού
της Ρένας Ραψομανίκη
Ύστερα ήρθε το απόλυτο κενό.
Τι χρώμα έχει το κενό;
Πιο σωστά: έχει χρώμα το κενό;
Όχι, δεν έχει!
Και πώς να ζήσεις χωρίς χρώματα, χωρίς ήχους, χωρίς μυρωδιές, χωρίς αισθήσεις, χωρίς συναισθήματα;
Πενήντα πέντε χρόνων.
Πολύ νέα για να παραδεχτεί πως η ζωή έχει τελειώσει.
Πολύ μεγάλη για να ξαναρχίσει από το μηδέν.
Το σπίτι άδειο, βουβό, έρημο, μοναχικό. Τα δωμάτια άψογα τακτοποιημένα και να μην υπάρχει κανείς να αναστατώσει την αρμονία που καταντούσε ενοχλητική. Λαχταρούσε μυρωδιές: ιδρωμένες αντρικές κάλτσες αφημένες εδώ κι εκεί – συνηθισμένη αιτία καυγά.
Α, και να τις μύριζε μια φορά ακόμα!
Μυρωδιά από φρεσκοψημένο φαγητό που ξεγλιστράει από την κουζίνα και πλημυρίζει το σπίτι.
Τώρα η κατσαρόλα έβραζε ό,τι πιο πρόχειρο ίσα- ίσα για να συντηρείται.
Ο χρόνος είχε διασταλεί επικίνδυνα. Είχε στη διάθεσή της ατέλειωτες ώρες που έμεναν αναξιοποίητες. Αναπολούσε την εποχή που το εικοσιτετράωρο της φαινόταν λειψό, τότε που ευχόταν κάποιο χέρι να φρενάρει την περιστροφή της γης έτσι που να μπουν κάποιες ώρες τσόντα, να προλάβει όσα είχε να κάνει.
Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τις ευχές μας.
Τα παιδιά τηλεφωνούσαν.
-Πώς είσαι μαμά;
Πώς να είμαι; Ζωντανή στον κόσμο των νεκρών, νεκρή στον κόσμο των ζωντανών.
-Μην ανησυχείτε, τα βολεύω.
Δεν ήθελε να τους φορτώσει με την έγνοια της, είχαν τόσα πολλά στο νου τους.
Μα αν οι ώρες της μέρας ήταν απλώς δύσκολες, οι ώρες της νύχτας ήταν εφιαλτικές. Δεν είχε μάθει πώς είναι να κοιμάσαι μόνη. Σαν παιδί μοιραζόταν το δωμάτιο με τ’ αδέλφια. Μετά τον γάμο ήταν ελάχιστες οι φορές που χρειάστηκε να κοιμηθούν χωριστά κι εκείνες με την προσμονή του. Και τώρα έπρεπε να συνηθίσει τη μοναξιά της νύχτας και, το πιο απελπιστικό, τη μονιμότητα αυτής της μοναξιάς. Μα πώς να γίνει μπορετό να συνηθίσεις το σκοτάδι, τη νεκρική ησυχία, τα φαντάσματα που πλακώνουν τα μεσάνυχτα, τις θύμισες που λατρεύουν τις νυχτερινές ώρες και συνηθίζουν να γραπώνονται επάνω σου και δεν λένε να φύγουν πριν φέξει;
Η φρικιαστική αίσθηση πως εκείνος είναι παραχωμένος, παγωμένος, αβοήθητος, στο έλεος των σκουληκιών της γης που αποδομούν το κορμί του ξεκινώντας από τα μάτια, της έφερνε μια ανατριχίλα που άρχιζε από τις φτέρνες κι έφτανε στις ρίζες των μαλλιών, διατρέχοντας κάθε κύτταρο της σπονδυλικής στήλης.
Οι νύχτες της ήταν νύχτες αγρύπνιας που διακόπτονταν από σύντομα διαλείμματα ανήσυχου ύπνου.
Πόσες φορές δεν τινάχτηκε τρομαγμένη νομίζοντας πως είχε ακούσει χτύπημα στο παράθυρο; Τότε αναρριγούσε και ο αλαφιασμένος νους της δεν ήξερε να διαλέξει ανάμεσα στον τρόμο του υπερφυσικού και στον φόβο κακοποιών.
Όταν συσσωρεύτηκαν πολλές τέτοιες βασανιστικές νύχτες σχηματίζοντας βουνό που απειλούσε να την πλακώσει, κατέφυγε στη βοήθεια ηρεμιστικών για να αποφύγει την κατάρρευση.
Μα ο φαρμακευτικός ύπνος είναι ληθαργική αντίδραση κι όχι αναζωογονητική δράση. Κοιμόταν, αλλά ξυπνούσε με πρησμένα μάτια και βαρύ κεφάλι. Η εύκολη λύση δεν ήταν και η βέλτιστη. Θυμόταν, χαμογελώντας με πίκρα, τα ανόητα παιδιάστικα σχέδιά της: θα παντρευτώ έναν πολύ πλούσιο άντρα να μου αγοράζει τα πιο καλά φάρμακα και να μην πεθάνω ποτέ. Τι εύκολα που είναι όλα στην παιδική σκέψη! Ο άντρας που παντρεύτηκε ήταν πολύ πλούσιος σε ιδέες. Είχαν κάνει πολλές κουβέντες για τα όρια της φαρμακευτικής βοήθειας και για την ενεργοποίηση των μηχανισμών αυτοΐασης. Τον άκουγε προσεχτικά, αλλά είχε αντιρρήσεις. Γιατί να υπομένεις τον πόνο αν μπορείς να τον αποφύγεις με το αναλγητικό; Γιατί να στερείσαι το κοψίδι αν μπορείς να πάρεις χάπι για την χοληστερίνη; Γιατί να μένεις άυπνος αν το υπνωτικό δίνει λύση;
Ένιωσε ενοχή στη σκέψη πως ο άντρας της, όπου κι αν βρισκόταν, θα ήταν απογοητευμένος από την συμπεριφορά της.
Η σκέψη του την βοήθησε να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Η αϋπνία δεν ήταν παρά ένα σύμπτωμα, ένα μήνυμα που έστελνε το κορμί της να την προειδοποιήσει πως το παραμελούσε ζώντας περισσότερο με το νου.
Κι αυτή, αντί να πάρει στα σοβαρά το μήνυμα, σκότωνε τον αγγελιοφόρο.
Η τελευταία αυτή σκέψη στάθηκε καταλυτική.
Πώς θα αντιδρούσε αλήθεια ο άντρας της αν εκείνη είχε φύγει πρώτη;
Έκπληκτη συνειδητοποίησε πως, χωμένη όλα αυτά τα χρόνια στον πυρήνα της οικογένειας, δεν είχε προλάβει να χτίσει προσωπική ζωή.
Συνεχίζεται...
Αναρτήθηκε από Γιούλια Ολόμπλαβα
Ύστερα ήρθε το απόλυτο κενό.
Τι χρώμα έχει το κενό;
Πιο σωστά: έχει χρώμα το κενό;
Όχι, δεν έχει!
Και πώς να ζήσεις χωρίς χρώματα, χωρίς ήχους, χωρίς μυρωδιές, χωρίς αισθήσεις, χωρίς συναισθήματα;
Πενήντα πέντε χρόνων.
Πολύ νέα για να παραδεχτεί πως η ζωή έχει τελειώσει.
Πολύ μεγάλη για να ξαναρχίσει από το μηδέν.
Το σπίτι άδειο, βουβό, έρημο, μοναχικό. Τα δωμάτια άψογα τακτοποιημένα και να μην υπάρχει κανείς να αναστατώσει την αρμονία που καταντούσε ενοχλητική. Λαχταρούσε μυρωδιές: ιδρωμένες αντρικές κάλτσες αφημένες εδώ κι εκεί – συνηθισμένη αιτία καυγά.
Α, και να τις μύριζε μια φορά ακόμα!
Μυρωδιά από φρεσκοψημένο φαγητό που ξεγλιστράει από την κουζίνα και πλημυρίζει το σπίτι.
Τώρα η κατσαρόλα έβραζε ό,τι πιο πρόχειρο ίσα- ίσα για να συντηρείται.
Ο χρόνος είχε διασταλεί επικίνδυνα. Είχε στη διάθεσή της ατέλειωτες ώρες που έμεναν αναξιοποίητες. Αναπολούσε την εποχή που το εικοσιτετράωρο της φαινόταν λειψό, τότε που ευχόταν κάποιο χέρι να φρενάρει την περιστροφή της γης έτσι που να μπουν κάποιες ώρες τσόντα, να προλάβει όσα είχε να κάνει.
Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί με τις ευχές μας.
Τα παιδιά τηλεφωνούσαν.
-Πώς είσαι μαμά;
Πώς να είμαι; Ζωντανή στον κόσμο των νεκρών, νεκρή στον κόσμο των ζωντανών.
-Μην ανησυχείτε, τα βολεύω.
Δεν ήθελε να τους φορτώσει με την έγνοια της, είχαν τόσα πολλά στο νου τους.
Μα αν οι ώρες της μέρας ήταν απλώς δύσκολες, οι ώρες της νύχτας ήταν εφιαλτικές. Δεν είχε μάθει πώς είναι να κοιμάσαι μόνη. Σαν παιδί μοιραζόταν το δωμάτιο με τ’ αδέλφια. Μετά τον γάμο ήταν ελάχιστες οι φορές που χρειάστηκε να κοιμηθούν χωριστά κι εκείνες με την προσμονή του. Και τώρα έπρεπε να συνηθίσει τη μοναξιά της νύχτας και, το πιο απελπιστικό, τη μονιμότητα αυτής της μοναξιάς. Μα πώς να γίνει μπορετό να συνηθίσεις το σκοτάδι, τη νεκρική ησυχία, τα φαντάσματα που πλακώνουν τα μεσάνυχτα, τις θύμισες που λατρεύουν τις νυχτερινές ώρες και συνηθίζουν να γραπώνονται επάνω σου και δεν λένε να φύγουν πριν φέξει;
Η φρικιαστική αίσθηση πως εκείνος είναι παραχωμένος, παγωμένος, αβοήθητος, στο έλεος των σκουληκιών της γης που αποδομούν το κορμί του ξεκινώντας από τα μάτια, της έφερνε μια ανατριχίλα που άρχιζε από τις φτέρνες κι έφτανε στις ρίζες των μαλλιών, διατρέχοντας κάθε κύτταρο της σπονδυλικής στήλης.
Οι νύχτες της ήταν νύχτες αγρύπνιας που διακόπτονταν από σύντομα διαλείμματα ανήσυχου ύπνου.
Πόσες φορές δεν τινάχτηκε τρομαγμένη νομίζοντας πως είχε ακούσει χτύπημα στο παράθυρο; Τότε αναρριγούσε και ο αλαφιασμένος νους της δεν ήξερε να διαλέξει ανάμεσα στον τρόμο του υπερφυσικού και στον φόβο κακοποιών.
Όταν συσσωρεύτηκαν πολλές τέτοιες βασανιστικές νύχτες σχηματίζοντας βουνό που απειλούσε να την πλακώσει, κατέφυγε στη βοήθεια ηρεμιστικών για να αποφύγει την κατάρρευση.
Μα ο φαρμακευτικός ύπνος είναι ληθαργική αντίδραση κι όχι αναζωογονητική δράση. Κοιμόταν, αλλά ξυπνούσε με πρησμένα μάτια και βαρύ κεφάλι. Η εύκολη λύση δεν ήταν και η βέλτιστη. Θυμόταν, χαμογελώντας με πίκρα, τα ανόητα παιδιάστικα σχέδιά της: θα παντρευτώ έναν πολύ πλούσιο άντρα να μου αγοράζει τα πιο καλά φάρμακα και να μην πεθάνω ποτέ. Τι εύκολα που είναι όλα στην παιδική σκέψη! Ο άντρας που παντρεύτηκε ήταν πολύ πλούσιος σε ιδέες. Είχαν κάνει πολλές κουβέντες για τα όρια της φαρμακευτικής βοήθειας και για την ενεργοποίηση των μηχανισμών αυτοΐασης. Τον άκουγε προσεχτικά, αλλά είχε αντιρρήσεις. Γιατί να υπομένεις τον πόνο αν μπορείς να τον αποφύγεις με το αναλγητικό; Γιατί να στερείσαι το κοψίδι αν μπορείς να πάρεις χάπι για την χοληστερίνη; Γιατί να μένεις άυπνος αν το υπνωτικό δίνει λύση;
Ένιωσε ενοχή στη σκέψη πως ο άντρας της, όπου κι αν βρισκόταν, θα ήταν απογοητευμένος από την συμπεριφορά της.
Η σκέψη του την βοήθησε να ξεκαθαρίσει το τοπίο.
Η αϋπνία δεν ήταν παρά ένα σύμπτωμα, ένα μήνυμα που έστελνε το κορμί της να την προειδοποιήσει πως το παραμελούσε ζώντας περισσότερο με το νου.
Κι αυτή, αντί να πάρει στα σοβαρά το μήνυμα, σκότωνε τον αγγελιοφόρο.
Η τελευταία αυτή σκέψη στάθηκε καταλυτική.
Πώς θα αντιδρούσε αλήθεια ο άντρας της αν εκείνη είχε φύγει πρώτη;
Έκπληκτη συνειδητοποίησε πως, χωμένη όλα αυτά τα χρόνια στον πυρήνα της οικογένειας, δεν είχε προλάβει να χτίσει προσωπική ζωή.
Συνεχίζεται...
Αναρτήθηκε από Γιούλια Ολόμπλαβα