13.3.12

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΜΑΣ ΓΩΝΙΑ


Βασίλι Καντίνσκι 
 

Η μουσταλευριά...θάνατος


 Της Ρένας Ραψομανίκη

Υπάρχει πιο μαύρο από το μαύρο; Έχει αποχρώσεις το σκοτάδι; Έχει χρωματική σκάλα το έρεβος;

Οι αυστηρά επαγγελματικές λέξεις του γιατρού γίνονταν πύρινες γλώσσες που έγλειφαν σαδιστικά τ’ αυτιά της και τανάλιες που έσφιγγαν τα μηνίγγια δημιουργώντας εκείνο τον αφόρητο πόνο.
Καρκίνος.
Πώς γίνεται;
Ένας φανατικός της υγιεινής διατροφής, ένας ορκισμένος εχθρός των καταχρήσεων, ένας αντικαπνιστής, ένας τύπος αθλητικός, ένας χειμερινός κολυμβητής, ένας πενηνταεφτάρης με εμφάνιση σαρανταεφτάρη, που θεράπευε με βότανα και βεντούζες τις – σπάνιες έτσι κι αλλιώς – χειμωνιάτικες γρίπες.



Αποκλείεται, κάποιο λάθος έχει γίνει.
Δεν είχε γίνει λάθος!
Θέλησε να τον προστατεύσει με την συνηθισμένη πρακτική εκείνων των χρόνων: την απόκρυψη. Έπαιζε θέατρο, υποκρινόμενη πως πρόκειται για κάτι περαστικό, ιάσιμο. Άνοιγε προσεκτικά τα κουτιά με τα φάρμακα και αφαιρούσε τα φύλλα οδηγιών να μη μάθει ποια αρρώστια καταπολεμούν. Είχε πλέξει πυκνό συνωμοτικό δίκτυο με τους φαρμακοποιούς της γειτονιάς. Το εναγώνιο τηλεφώνημά της ήταν μονολεκτικό: έρχεται. Εκείνοι ήξεραν τι πρέπει να κάνουν. Αναρωτήθηκε πολλές φορές, πώς ένας τόσο έξυπνος άνδρας δεν ψυλλιάστηκε την κομπίνα. Υπάρχουν φάρμακα χωρίς οδηγίες για ενδείξεις και αντενδείξεις, παρενέργειες, δοσολογία; Πόσο δυνατό πρέπει να είναι το ένστικτο που σε κρατάει γαντζωμένο στη ζωή για να σε κάνει να εθελοτυφλείς για τα προφανή; Ή μήπως έπαιζε κι εκείνος τον ρόλο του σ’ αυτό το οικογενειακό θέατρο; Πάντως στις φωτογραφίες από τον τον γάμο της κόρης τους – η ζωή ανακατεύοντας με την κουτάλα έφερε τα δύο γεγονότα στην επιφάνεια σχεδόν ταυτόχρονα - η χλομάδα στο πρόσωπο και των δυο τους και η, κρυμμένη πίσω από χαμόγελα, διάχυτη μελαγχολία δεν είναι η τυπική εικόνα γονιών που καμαρώνουν το παιδί τους νυφούλα.

Πέντε χρόνια το πάλεψαν, ο καθένας με τον τρόπο του και η επιστήμη με τον δικό της.
Πέντε χρόνια που δεν ήταν επίπεδα.
Και πότε η ζωή υπήρξε επίπεδη;
Υπήρχαν περίοδοι που η αισιοδοξία έπαιρνε το πάνω χέρι και στιγμές που η απελπισία άγγιζε οριακά την κατάθλιψη.
Υπήρχαν ελπιδοφόρες ενδείξεις πώς οι θεραπείες, μαζί με τις προσευχές της, θα έκαναν το θαύμα.
Υπήρχαν διαστήματα που το ηθικό τους καταβαραθρωνόταν - κυρίως όταν άρχισαν οι πόνοι.
Υπήρχαν εποχές που η ζωή έδειχνε να μην έχει αλλάξει στο παραμικρό. Τότε που καβαλούσε το ποδήλατό του, που απολάμβανε την μεγάλη του αγάπη, την θάλασσα. Τότε που έπαιζε στο πάτωμα με τον εγγονό του.
Σε μια τέτοια στιγμή της το ξεφούρνισε. Τον ενοχλούσε, ήταν, λέει, μειωτικό για κείνον και άδικο για κείνη, που είχε ατονήσει η λίμπιντο.
-Μπορεί να φταίνε τα φάρμακα. Μόλις γίνω καλά θα πάμε σ’ έναν ειδικό να το λύσουμε το θέμα. Δεν θέλω να στερείσαι εκείνο που δικαιούσαι να απολαμβάνεις όπως παλιά.
Κι εκείνη ν’ ανοίγει διάπλατα τα μάτια. Να απολαμβάνει! Πώς έγινε και δεν κατάλαβε όλα αυτά τα χρόνια τι συνέβαινε στο κορμί της; Δεν το είχαν συζητήσει, είναι αλήθεια, ποτέ ανοιχτά. Μα πίστευε πως η γλώσσα του σώματος θα του είχε μιλήσει ξεκάθαρα. Τώρα δεν είχε νόημα πια.
-Το μόνο που έχω ανάγκη και δικαίωμα είναι να σε βλέπω καλά. Δεν είμαι δα και παιδούλα.
Και συνέχισε να κάνει τάματα στους αγίους, να μην είναι διάλλειμα.
Έζησε τα τελευταία πέντε χρόνια ανάμεσα σε χημειοθεραπείες, ακτινοβολίες, πότε μέσα και πότε έξω από νοσοκομεία, υγιής φαινομενικά για μεγάλα διαστήματα, πάντα άρρωστος εν δυνάμει, με τον καρκίνο να δουλεύει υπόγεια πολλαπλασιάζοντας ανεξέλεγκτα τα άρρωστα κύτταρα.

Οι τελευταίοι έξι μήνες!
Η τελευταία πράξη!
Έγκλειστοι στα εφτά τετραγωνικά ενός νοσοκομειακού δωμάτιου.
Εκείνη αρνήθηκε βοήθεια από νοσοκόμες.
Μόνη της είχε αναλάβει την φροντίδα του μέρα και νύχτα.
Ο έξω κόσμος δεν υπήρχε για κείνην, αφού δεν υπήρχε ούτε για κείνον.
Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της να του απαλύνει τον καημό τις μέρες και να κάνει τις νύχτες υποφερτές –πώς βαραίνουν οι άρρωστοι τις νύχτες!
Του έστυβε φυσικούς χυμούς να δροσίσουν τα σωθικά του που φλέγονταν από τα δηλητήρια της χημειοθεραπείας. Όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, πεταγόταν ως το σπίτι να του μαγειρέψει μια λιχουδιά μήπως και του ανοίξει η όρεξη. Του κράταγε σφιχτά το ιδρωμένο χέρι προσπαθώντας να του μεταγγίσει κάτι από την υγεία της. Του μιλούσε λέγοντας όσα ψέματα μπορούσε να εφεύρει το μυαλό της και να αντέξει η καρδιά της. Δεν έχυσε ούτε ένα δάκρυ όλο αυτό τον καιρό. Η αίσθηση καθήκοντος είχε πετρώσει το συναίσθημα. Δεν αισθάνθηκε ούτε μια στιγμή κουρασμένη, ταλαιπωρημένη. Η θέληση είχε ατσαλώσει τις δυνάμεις της. Απορούσε που οι γύρο της –το νοσηλευτικό προσωπικό πρώτο και καλύτερο – εγκωμίαζαν την αυτοθυσία της. Όχι, δεν ήταν θυσία, μονόδρομος ήταν.

Πετάχτηκε αλαφιασμένη.
Κοίταξε τα κόκκινα φωτάκια στο ψηφιακό ρολόι.
Τέσσερις παρά είκοσι.
Με πήρε ο ύπνος.
Πλησίασε το κρεβάτι.
Η επίδραση της μορφίνης κράτησε πολύ σήμερα.
Κοίταξε το ήρεμο πρόσωπο με τα κλειστά μάτια.
Ούρλιαξε!
Αδελφή …

Δεν την συγκλόνισε ο θάνατος. Είχε πια συμφιλιωθεί με την ιδέα. Περίμενε την επίσκεψή του. Της διέφευγε ο ακριβής χρόνος του ραντεβού.
Έμεινε απαρηγόρητη που τον άφησε να πεθάνει μόνος.
Αλλιώς τα είχε σχεδιάσει.
Ήθελε να του τον παραδώσει εκείνη, να τον παρακαλέσει να είναι ευγενικός μαζί του – είχε τόσο ταλαιπωρηθεί.
Την πήρε το παράπονο πως δεν του κρατούσε το χέρι όταν η καρδιά του σταμάτησε να χτυπάει.
Δεν συγχωρούσε τον εαυτό της που δεν το προαισθάνθηκε.
Την πλήγωνε που ολιγώρησε σαν τις μωρές παρθένες κι έχασε την εμφάνιση του θάνατου-νυμφίου.
Τα ’βαζε με την αδυναμία της να ξαγρυπνήσει στο πλάι του, ειδικά εκείνη τη νύχτα.

Συνεχίζεται
Αναρτήθηκε από