5.9.11

Η Λογοτεχνική μας "γωνιά'

ΣΥΝΑΥΛΙΑ  ΤΖΙΤΖΙΚΙΩΝ


+ Ιωάννου Γ. Νιώτη



Ένα θαυμαστό πυροτέχνημα ήχων- μυριάδες ρουκέτες από φως και φλόγα μεσημεριού, τοξεύονται στα ουράνια, σκάζουνε, φουντώνουνε με αέναη ορμή.
Άπειρα, πύρινα συντριβάνια  σε φαντασμαγορία θριάμβου!
Έθνη από τζιτζίκια κλαρωμένα στ αναρίθμητα κλαριά του πευκιά, εκτελούν την προαιώνια συμφωνία τους με το ίδιο, το αμετάβλητο κέφι που πρωτολάλησαν κάτω από τον ήλιο.
  Το ξανθό φως του και η πύρα του, θρέφανε το αυγό τους μέσα στην πανάλαφρη ψύχα του ασφοδελού .



  Ανεμόσαρκα, αιθερόπλαστα, διάφανα σαν τη δροσιά πούχουνε πιει, χύνουνε βρύσες αστείρευτες, κρουνούς αστόμωτους, το τραγούδι τους στο γαλάζιο αιθέρα, πάνω από τ αμπέλια που κρέμεται  δροσοχνουδάτη και τραγανή η αγουρίδα κι απ τα μποστάνια που τρίζει το πεπόνι και κιτρινίζει σαν το φλουρί  - ένα τραγούδι γιομάτο ρώμη και αισιοδοξία , γυαλάδα και ευωδιά ώριμων καρπών, αλλά και από τη μυστική έκσταση του μεσημεριού και όλους τους πανάρχαιους ειδωλολατρικούς του θρύλους.



  Είναι μια πλημμύρα χαράς, που κατακλύζει τη γη, τα σταχτιά βράχια, το κοκκινόχωμα, τα σχίνα, τα λουλουδισμένα θυμάρια, τον πευκιά, τον αέρα , τα καλοκαιρινά συννεφάκια και πάει ν ανταμώσει τη λουλακιά θάλασσα, τον αέναο φλοίσβο των κυμάτων - αυτή την άλλη χαρούμενη πλημμύρα που αφρίζει στην αμμουδιά.
 Ένας μπάσος, ο Σαλιάπην, να πούμε των τζιτζικιών, αρχίζει μ ένα σόλο, σαν αρχαίος "εξάρχων" του διθυράμβου: Τζι - τζι -τζι -τζι.....


  Έπειτα, μπαίνουν άλλες φωνές πιο ντελικάτες και τέλος η απίστευτη μάζα των τενόρων, για να υψώσει το τραγούδι, σαν κολοσσιαία ηχητική πυραμίδα που χορεύει ανάερα, με την κορφή στον έβδομο ουρανό, με χιλιάδες μακρινά κύμβαλα, μ αναρίθμητα  σείστρα - μέγα τρόπαιο Διονυσιασμού.
  Είναι το δριμύ κι αντρίκιο φως του καλοκαιριού, το βαρβάτο του θάλπος, η οργιαστική του γονιμότητα, ο τίμιος ιδρώτας του, η παχιά του ανάσα, η αψιά μυρουδιά του καμωμένη τραγούδι!
 Και νοιώθει κανένας να τον παίρνει να τον σηκώνει ψηλά, ένα πούπουλο που τρικλίζει μεθυσμένο, μακάριο, αφρόντιστο σαν την πρωθόρμητη γνήσια ζωή, που δεν έχει καμιά συνείδηση, πούναι γεμάτη από τον εαυτό της, σαν όταν δεν είχε γλιστρήσει ακόμα το φίδι στο παράδεισο του καλού Θεού.


        Πέστε το και ποτέ μην πάψετε, παρακαλώ, βασιλιάδες του καλοκαιριού, αηδόνια του μεσημεριού!  Με μια διάθεση ατσαλάκωτη σαν το κτεβατό της θάλασσας πρωϊ - πρωϊ καινούργια σαν τ άλικο μπουμπούκι της ροδιάς, αφήνω να με πάρετε μαζί σας - ένα τζιτζίκι στα τζιτζίκια.


 Ήθελα νάμουν όλος μάτια σαν και σας, που δεν χορταίνουνε τη μέρα, να χαίρομαι διπλά, τριπλά, το μέγα πανηγύρι που ψάλλει ακούραστα η αχανής σας χορωδία. κι όταν μια μέρα θα τα κλείσω, νάναι γεμάτα  από το Θείο όραμα της ομορφιάς που σκόρπισε, μ άσωτα χέρια, ο άφθαστος τεχνίτης που σας ακούει.


 Οι παγωνιές έρχονται, φθάνουν.Ας χαρούμε τη μονάκριβη τούτη ώρα  Η απέραντη σοφία Του έδωσε το θάνατο κεντρί της ζωής. Εφήμερους μας έκανε για να νοιώθουμε ακοίμητη τη λαχτάρα της κι οξύτατη την ηδονή της.


Πέστε το γεμάτα, μ όλο σας το είναι.Ψηλά, ολοένα ψηλότερα. Ανάμεσα ουρανού και γης, αυτού επάνω στην ολόχρυση μετέωρη χώρα, όπου σμίγουν οι φωνές σας σ ένα πανδαιμόνιο χαράς, νοιώθω την παρουσία Του. Είναι εκεί που λύνονται τα δεσμά και τα σπάζουν οι φυλακές και συντρίβονται τα τσόφλια των ατομικών υπάρξεων. Κι όπου αντιλαλεί, καθάριο και παναρμόνιο, το τραγούδι μιας ζωής που ποτέ δεν πεθαίνει.


     Μα σε τι άκεφη ώρα πρέπει να βρισκότανε αυτός ο λαός, που φαντάστηκε το τζιτζίκι, καταραμένο από τη μάνα του - για την αδιαφορία, λέει, που της έδειξε! Καταδικασμένο να λαλεί ώσπου να σκάσει! Να κάνει την εντύπωση καταδίκης, αγγαρείας ένα τραγούδι τόσο αλαφρό, που μοιάζει σαν χορός ακτίνων.


 Ίσως ο λαός θέλησε μ αυτό να χαρακτηρίσει στην επιμονή του τζιτζικιού, το ασίγητο λάλημά του . Μ αυτό ίσα - ίσα είναι που υπνωτίζει , που ρίχνει σ έκταση φακίρη και δερβίση. Είναι χρυσός, αιθέριος στρόβιλος, που συναρπάζει.


 Αλλά θέλει γερά νεύρα για να το νοιώσει και να το χαρεί κανένας, το καταμεσήμερο, που υψώνεται σ όλη τη δόξα του.


7-8-1965
Ιωάννης Γ. Νιώτης
_______________________________________________________________________
 Ο Ιωάννης Νιώτης, Ανώτ. Αξιωματικός Χωροφυλακής, εκ Χαλκίδος, υπήρξε συγγραφέας, ποιητής, δημοσιογράφος, ζωγράφος, Αγιογράφος γνώστης Βυζαντινής Μουσικής, Πτυχιούχος της Παντείου,, τιμηθείς από την Πολιτεία με δεκάδα παρασήμων,όπως πολεμικών Σταυρών, Αριστείων Ανδρείας, εξαιρέτων Πράξεων κ.λ.π, φέρων πολλαπλά πολεμικά τραύματα που εδέχθη κατά την επιτυχή προσπάθειά του να διασώσει από σίγουρο θάνατο περί τους τριάκοντα επιβάτες λεωφορείου που έπεσε σε ενέδρα ικανού αριθμού συμμοριτών στην περιοχή Πελασγίας, το 1948, της οποίας ήταν Αστυνομικός Διοικητής, τους οποίους αντιμετώπισε μόνος του και έτρεψε εις φυγή, παρέχοντας τον απαραίτητο χρόνο στους επιβάτες του λεωφορείου να διαφύγουν.
Διετέλεσε μέλος του ΔΣ του ΕΕΣ / Χαλκίδος, Πρόεδρος του Μορφωτικού Συλλόγου Ευβοίας " O ΦΑΡΟΣ" επί 10ετίαν, εργασθείς με ζήλο για την ανάπτυξη- με διαλέξεις κ.λ.π. εκδηλώσεις-  σε όλη τη Χώρα του Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού .
Έχει συγγράψει εκατοντάδας κειμένων,ομιλιών, ποιημάτων, διαλέξεων, ιερά παρακαταθήκη στους απογόνους του.
Διεκρίθη για την εντιμότητά του, τη φιλανθρωπία, το ακέραιο του χαρακτήρος του και σωρεία αρετών οι οποίες τον συνόδευσαν ως το τέλος της ζωής του.