21.4.25

Η Κεντρική Ασία στρέφεται προς την Κύπρο: Έκπληξη και απογοήτευση για την Τουρκία

 

Μια ήσυχη αλλά σημαντική διπλωματική αναδιάταξη βρίσκεται σε εξέλιξη στην Ευρασία – και έχει αιφνιδιάσει την Άγκυρα. Σε συντονισμένη κίνηση, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν διόρισαν επίσημα πρέσβεις στη Δημοκρατία της Κύπρου, σηματοδοτώντας μια μετατόπιση προτεραιοτήτων που έρχεται σε αντίθεση με την μακρόχρονη εκστρατεία της Τουρκίας για τη διεθνή αναγνώριση της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ) (σσ όπως αναφέρονται στο κείμενο τα κατεχόμενα).

Αν και οι αποφάσεις αυτές λήφθηκαν χωρίς τυμπανοκρουσίες, αποτελούν κρίσιμο σταυροδρόμι για την τουρκική εξωτερική πολιτική και τη διπλωματική πορεία της Κεντρικής Ασίας.

Η Τουρκία ήταν η πρώτη χώρα που αναγνώρισε την ανεξαρτησία των χωρών της Κεντρικής Ασίας τον Δεκέμβριο του 1991, επί προεδρίας Τουργκούτ Οζάλ, και οι πρόεδροι τριών κεντροασιατικών κρατών πραγματοποίησαν την πρώτη τους επίσημη επίσκεψη στο εξωτερικό στην Άγκυρα. Καταρτισμένοι κρατικοί λειτουργοί αυτών των χωρών σπούδασαν στην Τουρκία με κρατικές υποτροφίες, ενώ η Άγκυρα συνέβαλε στην επαναφορά της θρησκείας και στην αποτροπή της διείσδυσης ριζοσπαστικών ομάδων στα νεοσύστατα και ευάλωτα, αν και κυρίαρχα κράτη. Η Τουρκία αυτοτοποθετήθηκε ως «μεγάλος αδελφός» προς τις τουρκόφωνες δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας, οικοδομώντας πολιτικές και διπλωματικές σχέσεις βασισμένες σε εθνοπολιτισμικές, συγγενικές και γλωσσικές συγγένειες.

Μέσω φορέων όπως η TİKA, το Ινστιτούτο Γιουνούς Εμρέ και η Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων (Diyanet), η Τουρκία επένδυσε και εξήγαγε ευρέως τη λεγόμενη ήπια ισχύ της — μέσω της εκπαίδευσης, της θρησκευτικής υποδομής, των ανταλλαγών στον τομέα των ΜΜΕ και της πολιτιστικής διπλωματίας. Παράλληλα, βοήθησε στην ενσωμάτωση των εν λόγω κρατών σε περιφερειακές πλατφόρμες, όπως ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας (ECO), ενώ υποστήριξε τα συμφέροντά τους και σε παγκόσμια φόρα.

Υπόβαθρο: Η Κύπρος και το τουρκικό όραμα

Από τη μονομερή ανακήρυξη της ΤΔΒΚ το 1983 —την οποία έχει αναγνωρίσει μόνο η Τουρκία— η Άγκυρα προωθεί μια λύση δύο κρατών στο διχοτομημένο νησί. Η στάση αυτή έγινε ακόμη πιο αδιάλλακτη μετά την αποτυχία των συνομιλιών επανένωσης υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στο Κρανς Μοντάνα το 2017. Τα τελευταία χρόνια, η Τουρκία έχει εντείνει τις προσπάθειες για τη διεθνή αναγνώριση της ΤΔΒΚ, εστιάζοντας ιδίως σε πλατφόρμες πολιτισμικής συγγένειας όπως ο Οργανισμός Τουρκικών Κρατών (TDT). Η ένταξη της ΤΔΒΚ ως παρατηρητή στον TDT το 2021, καθώς και η συμβολική συμμετοχή του ηγέτη της, Ερσίν Τατάρ, στη σύνοδο κορυφής του Μπισκέκ το 2024, θεωρήθηκαν από την Άγκυρα ως ορόσημα που θα συνέβαλαν σταδιακά στη διεθνοποίηση του κυπριακού ζητήματος υπό τουρκική οπτική.

Ωστόσο, αυτό το όραμα συναντά πλέον ένα ισχυρό εμπόδιο: τον γεωπολιτικό ρεαλισμό των φερόμενων ως συμμάχων της Τουρκίας στην Κεντρική Ασία. 

Το Ψήφισμα 541 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, που υιοθετήθηκε στις  18 Νοεμβρίου 1983, αποτέλεσε άμεση απάντηση στη μονομερή ανακήρυξη ανεξαρτησίας της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου (ΤΔΒΚ), η οποία είχε ανακοινωθεί μόλις τρεις ημέρες νωρίτερα, στις 15 Νοεμβρίου. Το ψήφισμα εγκρίθηκε με 13 ψήφους υπέρ, μία κατά (Πακιστάν) και μία αποχή (Ιορδανία).

Κήρυξε τη δήλωση ανεξαρτησίας της ΤΔΒΚ νομικά άκυρη και κάλεσε όλα τα κράτη να σεβαστούν την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα και την πολιτική ουδετερότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το πιο κρίσιμο σημείο ήταν ότι προέτρεπε όλες τις χώρες να μην αναγνωρίσουν καμία κυβέρνηση στο νησί εκτός από αυτήν της Κυπριακής Δημοκρατίας, και απαιτούσε την ανάκληση της ανακήρυξης ανεξαρτησίας. Το ψήφισμα επαναβεβαίωνε τη δέσμευση των Ηνωμένων Εθνών για μια ειρηνική, ενιαία λύση στο Κυπριακό και έκτοτε έχει αποτελέσει θεμέλιο για την πολιτική της διεθνούς κοινότητας περί μη αναγνώρισης της ΤΔΒΚ, η οποία μέχρι σήμερα αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία.

Ως προς το Ψήφισμα 550, αυτό εγκρίθηκε από 13 χώρες στις 11 Μαΐου 1984. Το Πακιστάν ψήφισε κατά, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες απείχαν.

Η σύνοδος κορυφής ΕΕ–Κεντρικής Ασίας που πραγματοποιήθηκε στις 4 Απριλίου στην Σαμαρκάνδη αποτέλεσε διπλωματικό ορόσημο. Η κοινή διακήρυξη που εκδόθηκε κατά τη διάρκεια της συνόδου επανεπιβεβαίωσε τη δέσμευση στις Αποφάσεις 541 και 550 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, οι οποίες απορρίπτουν ρητά τη νομιμότητα της ΤΔΒΚ και επαναβεβαιώνουν την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Σε πλήρη συμφωνία με αυτή τη θέση, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν προχώρησαν στην επίσημη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τη Λευκωσία, είτε μέσω διμερών ανακοινώσεων είτε μέσω διαπίστευσης από τις πρεσβείες τους στην Ιταλία.

Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτές οι αποφάσεις ανακοινώθηκαν παράλληλα με τη δέσμευση της ΕΕ για επενδύσεις ύψους 12 δισεκατομμυρίων ευρώ στην περιοχή, που καλύπτουν στρατηγικούς τομείς όπως η πράσινη ενέργεια, η ψηφιακή διασυνδεσιμότητα, οι υποδομές και οι μεταφορές — συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης του αποκαλούμενου «Μεσαίου Διαδρόμου», ενός διακαυκασιανού εμπορικού δικτύου από την Κίνα προς την Ευρώπη που παρακάμπτει τη Ρωσία. Ο χρόνος και το εύρος της πρότασης εκ μέρους της ΕΕ υπογράμμισαν την πρόθεση των Βρυξελλών να προσελκύσουν τα κράτη της Κεντρικής Ασίας, σε ένα πλαίσιο αυξανόμενου γεωπολιτικού ανταγωνισμού με τη Ρωσία και την Κίνα.

Για το Καζακστάν, το οποίο είχε ήδη δηλώσει από τον Ιανουάριο την πρόθεσή του να αναβαθμίσει τις σχέσεις του με την Κύπρο, η κίνηση αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη στρατηγική διπλωματικού επαναπροσανατολισμού και διαφοροποίησης. Το Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν ακολούθησαν, σηματοδοτώντας τη διάθεσή τους να εμπλακούν θεσμικά με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε ένα πλαίσιο συμβατό με το διεθνές δίκαιο. Συλλογικά, τα κράτη αυτά αναπροσαρμόζουν την εξωτερική τους πολιτική προς την Ευρώπη — όχι απαραίτητα εις βάρος της Τουρκίας, αλλά σίγουρα χωρίς την υποταγή στις στρατηγικές της προτεραιότητες.

Η σιωπή και η εγχώρια δυσαρέσκεια της Άγκυρας

Η αντίδραση της Άγκυρας υπήρξε ασυνήθιστα συγκρατημένη. Ούτε το τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, ούτε η ηγεσία του Οργανισμού Τουρκικών Κρατών (TDT) εξέδωσαν επίσημη ανακοίνωση σχετικά με τις διπλωματικές αναγνωρίσεις.

Αυτή η σιωπή είναι ενδεικτική. Υποδηλώνει είτε διπλωματικό αδιέξοδο είτε μια υπολογισμένη καθυστέρηση στην επεξεργασία μιας απάντησης που να διαφυλάσσει τους δεσμούς με την Κεντρική Ασία χωρίς να δίνει την εντύπωση διπλωματικής ήττας.

Αντίθετα, τα τουρκικά κόμματα της αντιπολίτευσης και τα επικριτικά μέσα ενημέρωσης εξέφρασαν ανοικτά την απογοήτευσή τους. Σχολιαστές χαρακτήρισαν την εξέλιξη ως σοβαρό πλήγμα στο περιφερειακό όραμα του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP), το οποίο βασίζεται στην ιδέα της εθνοτικής, γλωσσικής και ιστορικής ενότητας μεταξύ των τουρκικών λαών ως θεμέλιο πολιτικής συνεργασίας. Η ιδέα ότι «αδελφά κράτη» θα ευθυγραμμίζονταν με την ευρωπαϊκή πολιτική για το Κυπριακό και όχι με την Άγκυρα, παρουσιάζεται ως προδοσία αλλά και ως κάλεσμα αφύπνισης.

Στρατηγιστές από τους κόλπους του τουρκικού εθνικιστικού και θαλάσσιου γεωπολιτικού δόγματος (Mavi Vatan) προχωρούν ακόμη περισσότερο, υποστηρίζοντας ότι η απώλεια δυναμικής στο ζήτημα της ΤΔΒΚ υπονομεύει την ευρύτερη γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Από αυτή την οπτική, η Βόρεια Κύπρος δεν είναι απλώς μια αμφισβητούμενη περιοχή, αλλά ένα ζωτικό ναυτικό προγεφύρωμα — η πύλη της Τουρκίας προς την περιοχή και πιθανή βάση για μια ευρύτερη πανοτουρκική θαλάσσια διασύνδεση. Η αποτυχία εξασφάλισης στήριξης προς αυτή την κατεύθυνση θεωρείται πλέον από ορισμένους ως θεμελιώδες στρατηγικό σφάλμα.

Πέρα από το συναίσθημα: η συναλλακτική διπλωματία των χωρών της Κεντρικής Ασίας

Οι αποφάσεις του Καζακστάν, του Ουζμπεκιστάν και του Τουρκμενιστάν αντικατοπτρίζουν επίσης μια βαθύτερη δομική πραγματικότητα: τη σταδιακή υποχώρηση της ιδεολογικής ταύτισης μπροστά στον οικονομικό ρεαλισμό. Ενώ η Άγκυρα βασιζόταν επί δεκαετίες στην κοινή τουρκική ταυτότητα ως εργαλείο επιρροής, τα κράτη της Κεντρικής Ασίας αποδεικνύουν ότι η ταυτότητα από μόνη της δεν αρκεί για να καθορίσει την εξωτερική πολιτική.

Οι χώρες αυτές καθοδηγούνται από την αρχή της εθνικής κυριαρχίας, τη σταθερότητα και την ανάγκη για οικονομική διαφοροποίηση. Σε μια εποχή μετατόπισης των κέντρων ισχύος και αυξημένου ανταγωνισμού μεταξύ παγκόσμιων δυνάμεων, η ευθυγράμμιση με τα ευρωπαϊκά πρότυπα προσφέρει μακροπρόθεσμη στρατηγική αξία. Η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας —κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης— δεν είναι απλώς διπλωματική χειρονομία· αποτελεί πύλη για πρόσβαση στο εμπόριο, τη θεσμική νομιμοποίηση και την ενισχυμένη συνεργασία με τις ευρωπαϊκές δομές.

Η ευθυγράμμιση με το διεθνές δίκαιο και η νέα πραγματικότητα της Κεντρικής Ασίας

Επιπλέον, η ευθυγράμμιση με διεθνείς κανόνες και αρχές, όπως στο Κυπριακό, επιτρέπει στις χώρες της Κεντρικής Ασίας να αποστασιοποιούνται από αμφισβητούμενες ή μονομερείς θέσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να περιπλέξουν την ευρύτερη διεθνή τους στρατηγική. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν πρέπει να εκλαμβάνεται απαραίτητα ως επίπληξη προς την Τουρκία, αλλά μάλλον ως επιβεβαίωση μιας κυρίαρχης, συμφεροντοκεντρικής διπλωματίας.

Οι εξελίξεις γύρω από το ζήτημα της Κύπρου απαιτούν σοβαρό αναστοχασμό εντός των κύκλων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.

Πρώτον, αμφισβητούν την υπόθεση ότι οι πολιτιστικοί και ιστορικοί δεσμοί αρκούν για να εξασφαλίσουν γεωπολιτική αφοσίωση.

Δεύτερον, αναδεικνύουν τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της περιφερειακής διπλωματίας, όπου δρώντες όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορούν να αξιοποιήσουν οικονομικά μέσα για να επηρεάσουν πολιτικές αποφάσεις.

Η μελλοντική στρατηγική της Τουρκίας απέναντι στον τουρκικό κόσμο ίσως χρειαστεί επαναπροσδιορισμό — από συμβολική ενότητα προς ουσιαστική εταιρική σχέση. Αυτό μπορεί να απαιτεί την αναγνώριση των πολυσχιδών συμφερόντων των εν λόγω κρατών και την προσφορά πιο συγκεκριμένων κινήτρων για ευθυγράμμιση σε ευαίσθητα ζητήματα όπως το Κυπριακό. Η αποτυχία προσαρμογής ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω διπλωματικά πλήγματα, όχι μόνο στην Κεντρική Ασία αλλά και σε άλλες περιοχές όπου η Τουρκία επιδιώκει επιρροή.

Συμπερασματικά, η αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν και το Τουρκμενιστάν δεν είναι απλώς μια διπλωματική πράξη. Είναι προάγγελος αλλαγών και ένταξης σε ένα διεθνές περιβάλλον με ανοιχτούς ορίζοντες και νέες ευκαιρίες. Αντανακλά τη μετεξέλιξη της Κεντρικής Ασίας σε μια δυναμική, αυτόνομη περιφερειακή δύναμη που δρα με γνώμονα το συμφέρον, διατηρώντας παράλληλα πολλαπλά διπλωματικά κανάλια. Παράλληλα, αναδεικνύει και τα όρια της παρούσας τουρκικής προσέγγισης εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα όταν βασίζεται σε ιδεολογικά πλαίσια ταυτότητας σε έναν όλο και πιο συναλλακτικό κόσμο.

Το αν η Άγκυρα θα επιλέξει να αντιμετωπίσει αυτή τη συγκυρία με στρατηγική προσαρμογή ή με παρατεταμένη σιωπή, θα κρίνει την ανθεκτικότητα των φιλοδοξιών της — όχι μόνο στον τουρκικό κόσμο, αλλά και στην παγκόσμια σκακιέρα.

politurco.com

https://www.anixneuseis.gr