14.12.24

Η ανάταξη του ελληνισμού θα προέλθει από τον εξωελλαδικό χώρο

 

Η Ελλάδα πηγή αποσταθεροποίησης της περιοχής. Προκλήσεις για τον Κυπριακό Ελληνισμό

Των Γεωργίου Μούρτου και Φώτη Μουστάκη*

Σε πρόσφατη αρθρογραφία μας, αναδείξαμε, με βάση τα επιστημονικά εργαλεία της Γεωπολιτικής ανάλυσης, τα βαθύτερα αίτια της επεκτατικής αναθεωρητικής Τουρκίας. Τα αίτια αυτά ανάγονται στον ελλαδικό γεωπολιτικό αγνωστικισμό, που μετέτρεψε τη χώρα σε χώρο και την καθήλωσαν στον παθητικό ρόλο του Επιμηθέα, τουτέστιν, του μεταπράτη και καταναλωτή τόσο σε προϊόντα, υπηρεσίες και ιδέες όσο και στην ασφάλεια. Ένας πρωτόγνωρος ρόλος για τον ιστορικό ελληνισμό, που παραμένει μέσω των αιώνων κυρίαρχος στο κρισιμότερο γεωγραφικό σημείο της υφηλίου, όπου συνενώνονται οι τρεις σημαντικότεροι ήπειροι: Ευρώπη, Ασία και Αφρική.


Τον ελλαδικό Επιμηθέα ενσαρκώνει η πολιτική ελίτ των Αθηνών και έχει διαβρώσει το εκπαιδευτικό σύστημα και τους θεσμικούς πυλώνες της δημόσιας ζωής.

Η αθηναιοκεντρική ελίτ, διαποτισμένη με εξωελληνική νοοτροπία, ανέπτυξε υποκατάστατα του εθνισμού, που τα έχει αναγάγει σε κυβερνητική πολιτική, όπως: ευρωπαϊσμός, δικαιοπραξία με πρόταγμα το διεθνές δίκαιο, ειρηνολαγνεία, οικονομοκρατία, καταναλωτισμός. Τα υποκατάστατα αυτά επιχρυσώνονται με την αυτοαναγόρευση της Ελλάδας σε πυλώνα σταθερότητας της ευρύτερης περιοχής, που επιζητά τη λύση σε κάθε μορφή αξιώσεων, προσβολών και τετελεσμένων, στον διάλογο και τη διαπραγμάτευση, καθώς και στον κατευνασμό με το επινόημα της «φιλίας» του μηδενικού αθροίσματος (“win-lose”). Έτσι, οδηγηθήκαμε στην απόκλιση από τα κλασικά θέσμια διεθνολογικής συμπεριφοράς που είναι η θουκυδίδεια σκέψη της ισχύος, και στις δύο εκδοχές της: σκληρή και ήπια.

Αποσταθεροποίηση

Χωρίς τους παραδοσιακούς πυλώνες ισχύος αναπτύχθηκε ένας υφέρπων αφελληνισμός με κύριο θύμα την παιδεία και το λαϊκό φρόνημα που προσβλήθηκε από την καταναλωτική ευωχία, καθώς και ένας εφησυχασμός που απονεύρωσε τα αντανακλαστικά της κοινωνίας και ενέσπειρε μια παθητικότητα ότι η λύση των προβλημάτων θα προέλθει από τους τρίτους –συμμάχους, ΟΗΕ, Διεθνές Δικαστήριο.

Έτσι, σταδιακά και ανεπαίσθητα διαμορφώθηκε μια περιφερειακή αρχιτεκτονική, που όχι απλώς περιθωριοποιεί τον κρατικό ελληνισμό αλλά τον οδηγεί οικεία βουλήσει στη συρρίκνωσή του, μια εξέλιξη που παγιώθηκε σε διεθνοπολιτικό δίπολο: από τη μια, η γεωπολιτική Τουρκία των διεθνών πρωτοβουλιών και του αυξανόμενου αναθεωρητισμού που στοχεύει όχι απλώς στην αναβίωση του νεο-οθωμανικού ζωτικού χώρου αλλά σε ένα ρόλο πλανητικό και, από την άλλη, η συγκατανευτική Ελλάδα του ευρωπαϊσμού, της νομοπληξίας και της διπλωματίας savoir vivre.

Ο ελλαδισμός προσβλήθηκε από τη διαβρωτική ασθένεια του μονόδρομου, που οι Αγγλοσάξονες την αποδίδουν με τον νεολογισμό, groupthink. Όλοι οι φορείς του κράτους –κόμματα, ακαδημαϊκή κοινότητα, ΜΜΕ, κρατικοί θεσμοί μη εξαιρουμένων των Ε.Δ., και της μετα-Χριστοδουλικής Διοικούσας Εκκλησίας-, συγκλίνουν, εν πολλοίς, στις αδιέξοδες προσεγγίσεις επί των αποκαλούμενων εθνικών θεμάτων. Και είναι αδιέξοδες, διότι ο μεταπρατισμός αφαιρεί κάθε ικμάδα εθνικής γνησιότητας.

Ο μεταπρατισμός είναι, κατά κανόνα, αντι-παραγωγικός και παθητικός. Και ο ελλαδισμός, ως μεταπρατικός, έχει εξελιχθεί, μεταψυχροπολεμικά, στον κύριο αποσταθεροποιητικό παράγοντα της ευρύτερης περιοχής, διότι με πράξεις και παραλείψεις συνεργεί στην παγίωση της τουρκικής ηγεμονίας. Έτσι οδηγηθήκαμε στην αναδιάταξη της γεωπολιτικής αρχιτεκτονικής, με την υποχώρηση του ελληνισμού από την παραδοσιακή, θαλάσσια κυριαρχία του, που παρέμεινε ακέραιη και επί τουρκοκρατίας.

Η ελληνική υποχώρηση, που οδηγείται στη de jure επικύρωσή της, θα επιφέρει τις εξής διεθνείς συνέπειες.

Πρώτον, την περικύκλωση του Ισραήλ από το ισλάμ, και δη την ακραία μορφή του, τον τουρκικό ισλαμοεθνικισμό.

Δεύτερον, τη διάρρηξη του ευρω-ατλαντικού λώρου που συνενώνει τον Ατλαντικό με τη Μεσόγειο και την προέκτασή του, τον Εύξεινο Πόντο –ο Βόσπορος διέπεται από διεθνείς συνθήκες και δεν υπόκειται στην πλήρη τουρκική κυριότητα.

Με άλλα λόγια, για πρώτη φορά στην ιστορία, μια ηπειρωτική/ευρασιατική δύναμη, η Τουρκία, με υπαιτιότητα της Ελλάδας, αιχμαλωτίζει τις παραδοσιακά ναυτικές δυνάμεις, και δυνάμει αναδεικνύεται ηγεμονική δύναμη στον χώρο που ανέκαθεν θεωρείτο το προπύργιο της παγκόσμιας ισχύος, το κλειδί για την παγκόσμια επιρροή, την Ανατολική Μεσόγειο.  

Στη δίνη της υποχώρησης του ελλαδισμού έχει συμπαρασυρθεί και ο κυπριακός ελληνισμός με τη «λύση» της διζωνικής, δικοινοτικής (συν-)ομοσπονδίας με πολιτική ισότητα, που υιοθέτησαν η Λευκωσία και η Αθήνα, συνταυτιζόμενες, ουσιαστικά, με την τουρκική επιδίωξη των «δύο κρατών». Πρόκειται για εθνικό αυτοχειριασμό, όπως έχει τεκμηριώσει στα κείμενά του ο καθηγητής Παναγιώτης Ήφαιστος.

Η Ελλάδα, με συνεταίρο στο Αιγαίο, καθίσταται γεωπολιτικά ανύπαρκτη, και η Κύπρος υπό τουρκική επικυριαρχία σημαίνει το τέλος της ελληνικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η λύση των «δύο κρατών» θα απομονώσει την Κύπρο, διότι θα αποτελέσει κακό προηγούμενο για άλλες πολυεθνοτικές χώρες, γι΄ αυτό ουδεμία χώρα αποτολμά την αναγνώριση του ψευδοκράτους που, επιμόνως, επιζητά η Άγκυρα.

Η διέξοδος από την ελληνική αυτοπαγίδευση, βρίσκεται στο αριστοτελικόν συναμφότερον (συν-αμφί-έτερον), τουτέστιν, στην πρωταρχικότητα του επιμέρους, που ενισχύει το όλον.

Και το όλον ενισχύεται όχι διά της άνωθεν επιβολής του μονόδρομου αλλά διά της αμφισβήτησης, του δια-λόγου κατά τον Πλάτωνα ή της αντι-λογίας κατά τον Ηρόδοτο (γνωμέων ἀντιέων), για να οδηγηθούμε στο πρέπον.

Πρόκειται για τον πολιτισμό της πόλεως, τουτέστιν, της τοπικότητας που χαρακτηρίζει την κλασική, τη βυζαντινή και την κοινοτική -επί τουρκοκρατίας- εποχή. Αυτός ο μοναδικός πολιτισμός διατηρεί μέχρι σήμερα την πολυκλαδική δομή του.

Για παράδειγμα, ο ελληνισμός αποτελείται από τα εξής ξεχωριστά αλλά ενιαία μέρη: μητροπολιτικός και κυπριακός ελληνισμός, διασπορά, ελληνιστές. Παρομοίως και η ελληνόφωνη Ορθοδοξία, που αντιπροσωπεύεται από το Φανάρι, ως κεφαλή, και τα διακριτά μέλη του που κινούνται ομόκεντρα ως ανεξάρτητα: τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, και οι αρχιεπισκοπές της Κύπρου, των Αθηνών και της Κρήτης.

Αυτή η μοναδική παράδοση υπονομεύτηκε από τον ελλαδισμό με την υιοθέτηση του ξενόδουλου κράτους, που επέτυχε την ανεξαρτησία του αλλά στερείται κυριαρχίας.

Το κράτος αυτό, διαποτισμένο με εξωελληνική νοοτροπία, οδηγεί στον αφελληνισμό, μέσω του υδροκεφαλισμού που ακυρώνει την πεμπτουσία του ελληνισμού, το συναμφότερον.

Όσο το επιμέρους, δηλαδή η τοπικότητα, που αποδίδεται με τη λέξη πατρίδα (= γη των πατέρων), αφομοιώνεται και προσομοιάζει το αθηναιοκεντρικό κακέκτυπο τόσο υποβιβάζεται ο ελληνισμός σε περιθωριακή γεωπολιτική κουκίδα.

Κυπριακός Ελληνισμός

Ηανάταξη του ελληνισμού αρχαιόθεν προέρχεται από την περιφέρεια: ο μικρασιατικός ελληνισμός, ως ο τροφοδότης της Κωνσταντινούπολης και ο χώρος όπου θέριεψαν τα κλασικά γράμματα και η Ορθοδοξία∙ η ελληνική Επανάσταση που επωάστηκε μακράν της ηπειρωτικής Ελλάδας∙ η διασπορά, που κέντησε τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο με ελληνίδες πόλεις, αναδείχθηκε κυρίαρχη δύναμη σε τρεις αυτοκρατορίες (Ελληνορωμαϊκή, Οθωμανική, Αυστροουγγρική) και πρωτοπορεί ως ναυτική εμπορική υπερδύναμη, καθώς και παγκόσμια ακαδημαϊκή δεξαμενή ταλέντων∙ οι δύο παγκόσμιες αυτοκρατορίες (Ελληνιστική, Βυζαντινή) με το κέντρο βάρους εκτός του ηπειρωτικού χώρου.

Η Κύπρος εμπίπτει δυνάμει στην αναγεννησιακή δυναμική του εξωελλαδικού ελληνισμού.

Συνδυάζει την αποτελεσματικότητα του κράτους με τον οικονομικό δυναμισμό. Ωστόσο, δεν έχει απελευθερωθεί από τη μέγγενη της ελλαδικής μεταπρατικής νοοτροπίας. Στερείται απελπιστικά, εξίσου με τη μητροπολιτική Ελλάδα, στρατηγικής κουλτούρας με τις ακόλουθες δύο συνέπειες:

πρώτον, παγιώνεται ο Αττίλας και αυξάνεται η αιμορραγία του εθνικού κεφαλαίου, που εκδηλώνεται ως στρατιωτική αδυναμία.

Δεύτερον, προσβλήθηκε από αχαλίνωτο καταναλωτισμό, που έχει κάνει μετάσταση σε όλες τις πτυχές του δημόσιου βίου, με κυριότερες την εκπαίδευση και την άμυνα. Λειτουργεί, για παράδειγμα,  εντυπωσιακή ποικιλομορφία πανεπιστημιακών τμημάτων και σχολών, που είναι όλες καταναλωτικής και όχι παραγωγικής αναφοράς, αφού δεν προάγουν την τεχνολογική έρευνα και παραγωγή, ούτε και τη γεωπολιτική ανάλυση. Γι΄ αυτό, όποια ανοίγματα γεωπολιτικής προοπτικής, όπως οι 3+1 (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, ΗΠΑ), παραμένουν αναιμικά, εάν όχι ετεροβαρή.

Περιγράφεται, κατά βάση, η γενεσιουργός πηγή αστάθειας της ευρύτερης περιοχής που αρδεύει τον τουρκικό αναθεωρητισμό, και είναι ο κρατικός ελληνισμός, που στερείται πλέον γονιμότητας, για να καλλιεργηθούν και να παραχθούν ιδέες. Οι όποιες πρωτοβουλίες, όπως η υποβολή λεπτομερούς υπομνήματός μας στον υπουργό Άμυνας της Κύπρου, που το ενεχείρισε κορυφαίος πολιτειακός παράγοντας, (Ιαν. 2020), έτυχε της παγερής απαξίωσης, όπως και ανάλογο υπόμνημα προς την ηγεσία των ελληνικών Ε.Δ. (22-04-2024).

Εγγύτερα στο ιδανικό του ιστορικού ελληνισμού είναι το Ισραήλ, με τα ακόλουθα αξιοζήλευτα χαρακτηριστικά γνωρίσματα:

δεν υφίσταται αυστηρή ιεραρχική δομή αλλά συνεχής αμφισβήτηση του ιεραρχικά ανώτερου με βάση την κριτική και τεκμηριωμένη σκέψη με συνέπεια να αναδεικνύονται οι άριστοι και δημιουργικοί∙ οι ένοπλες δυνάμεις αποτελούν ανοιχτό πανεπιστήμιο γνώσης και έρευνας, που έλκουν την κοινωνία στον κόσμο της υψηλής τεχνογνωσίας με πλέον των 400 Κέντρων R&D και πληθώρα τεχνολογικών πάρκων, σε πλήρη αντίθεση με τη μεταπρατική Ελλάδα που τσιμεντοποιεί τη θεσπέσια γη του «Ελληνικού» για καταναλωτική χρήση∙ δεν έχει ξενικές εξαρτήσεις, είναι αυτόφωτη και «πολυγαμική» στην εξωτερική πολιτική της∙ έχει ανεξάρτητη δικαιοσύνη που αγγίζει και την πολιτειακή ηγεσία∙ αποτελεί υποδειγματική χώρα υψηλής στρατηγικής κουλτούρας με υπουργό Υποθέσεων Στρατηγικής. Γι΄ αυτό έχει υποκαταστήσει τον ελληνισμό ως η κυρίαρχη δύναμη της ευρύτερης περιοχής.

Ανάταξη

Η ανάταξη του ελληνισμού θα προέλθει από τον εξωελλαδικό χώρο. Η ιστορία το επιβεβαιώνει. Η Κύπρος έχει όλα τα εχέγγυα να ενεργοποιήσει την αναγεννησιακή πορεία του ελληνισμού. Ας ξεκινήσει από το βασικό, τη δημιουργία υπουργείου Υποθέσεων Γεωπολιτικής, με ευέλικτο σχήμα ειδικών από Έλληνες, ελληνιστές, τις παραδοσιακά ναυτικές δυνάμεις, το Ισραήλ και αραβικές χώρες που πρωτοστατούν στη νέα αρχιτεκτονική του ευρύτερου χώρου, όπως τα ΗΑΕ και η Σαουδική Αραβία, οι οποίοι θα λειτουργούν σε ad hoc βάση.

Ο στόχος τού εν λόγω υπουργείου θα είναι διττός:

Πρώτον, θα αποτελεί ζωντανή μαρτυρία της οικουμενικής διάστασης του ελληνισμού και, δεύτερον, θα τροφοδοτεί με τεχνοκρατική γνώση την κυβέρνηση και το Εθνικό Συμβούλιο, το οποίο έχει προσβληθεί από τις κομματικές αγκυλώσεις που παραμένουν αμετακίνητες κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, όπως επισημαίνει ο Γιαννάκης Ομήρου στο βιβλίο του, Καταγραφή (Αθήνα: Καστανιώτης 2021, σ. 223).

Ας σκεφτούμε το απλό που, ωστόσο, μεγιστοποιεί το μικρό, όπως τη μικρο-μέγιστη Κύπρο: οι πολιτειακοί και επί των εξωτερικών και άμυνας κυβερνητικοί παράγοντες να συνοδεύονται στις επαφές με ξένους ομολόγους τους από τον υπουργό Γεωπολιτικής!

Είναι καιρός, η Κύπρος να αφυπνίσει το μητροπολιτικό κέντρο από τη νιρβάνα του γεωπολιτικού εφησυχασμού. Ο ελληνισμός ή θα παραμείνει οικουμενικός και του συναμφότερου ή θα διαγράψει νομοτελειακά την παρακμή του.

*Ο δρ Γεώργιος Μούρτος είναι επίτιμος καθηγητής Στρατηγικής Πανεπιστημίου Plymouth και ο δρ Φώτης Μουστάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής Στρατηγικής και Διευθυντής του Centre for Sea Power and Strategy Πανεπιστημίου Plymouth-Η.Β.

εφ. ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, Κύπρου, 12-12-2024