Του Καθηγητή Γιώργου Πιπερόπουλου*
Οδεύει προς το τέλος το θερμό, αλλά όχι τόσο ανυπόφορα όπως το καυτό 2021, φετινό καλοκαίρι, στην Ελλάδα που για λίγες εβδομάδες φαίνεται να ξέχασε την τρόικα, ΣΥΓΝΩΜΗ τους Θεσμούς ήθελα να πω, την πανδημία και την ανέχεια που στέρησε σε άτομα και οικογένειες τις κλασικές «θερινές διακοπές» των 10 και 15 και 20 ημερών, αλλά δεν κατάφερε (ακόμη) να μας στερήσει τα θετικά του ελληνικού καλοκαιριού, τις ξένοιαστες μέρες, τα ζεστά βράδια, τις κάθε λογής εμπειρίες που θα αποκτήσουμε, τις χαρές και τις περιπέτειες που ελπίζουνε νέοι και νέες να γευθούνε.
Σήμερα, όμως, καθώς σε λίγο μας αφήνει ο Αύγουστος, το θέμα μου φέρνει στην επιφάνεια της συνείδησής σας τους απόηχους προβληματισμών σε επίπεδο ανθρώπινων σχέσεων, προβληματισμών που ίσως οδηγήσουν αρκετούς στα γραφεία των ψυχολόγων και των κοινωνιολόγων σε αναζήτηση ανακούφισης, από πόνο ανθρώπινο, σε αναζήτηση απαντήσεων σε ερωτήματα και απορίες που χαρακώνουν φορές – φορές αρκετά βαθιά τον συναισθηματικό μας κόσμο.
Μια τέτοια καλοκαιριάτικη περιπέτεια σε ελληνικό νησί θα σας διηγηθώ σήμερα αφού πρώτα ζητήσω την κατανόησή σας καθώς το περιεχόμενο δεν συνάδει με τα περιεχόμενα άρθρων μου που έχουν φιλοξενηθεί εδώ τα τελευταία χρόνια.
Δημοσιεύω το σημερινό κείμενο επικαλούμενος την ιδιότητα του Διδάκτορα Κοινωνιολογίας-Ψυχολογίας και όχι του επίτιμου Καθηγητή Μάνατζμεντ-Μάρκετινγκ του Πανεπιστημίου Durham, συνταξιούχου Καθηγητή Μάνατζμεντ, Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων και τέως Προέδρου του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας...
*****************************
Ο ήλιος έκαιγε, πυρακτωμένη η άμμος, η γαλάζια θάλασσα ήρεμη, τα κορμιά, άνδρες, γυναίκες, παιδιά, ξαπλωμένα «ψήνονται» στην αναζήτηση της εφήμερης αλλαγής επιδερμικής ταυτότητας, στο ποθητό «μαύρισμα» του καλοκαιριού.
Η αλλοδαπή τουρίστρια, ένα μπρούντζινο ζωντανό άγαλμα, με τα ξανθά μαλλιά να πέφτουν ανέμελα στους τορνευτούς ώμους, του έγνεψε…
Της εξήγησε στα λίγα «αγγλικά» που εκείνη καταλάβαινε ότι το θαλάσσιο ποδήλατο κόστιζε 15 ευρώ την ώρα… Του είπε το γνωστό «Ο.Κ.» και χαμογελώντας αποκάλυψε μια σειρά μαργαριτάρια κρυμμένα κάτω από τα σαρκώδη χείλη της…
Αναρρίγησε με τη σκέψη που πέρασε από το μυαλό του…
Είχε ξυπνήσει ανάποδα…
Έφταιγε το καβγαδάκι της προηγούμενης βραδιάς με τη Λίτσα… Ήταν το φλερτ, η σύντροφος, το alter ego του οκτώ ολάκερους μήνες τώρα…
Αυτός, συνεσταλμένος, συναισθηματικός, πολύ συναισθηματικός, φορτωμένος με μπόλικες αναστολές… Ίσως έφταιγε η δημοσιοϋπαλληλική «ρουτίνα» της ζωής του πατέρα του, μιας ζωής συνοψισμένης στη μονοτονία τού «σπίτι – δουλειά, δουλειά – σπίτι»… Βοηθούσε λίγο και εκείνη η θρησκοληψία της μάνας του…
Στα 22 χρόνια του, αρρενωπός, επιμελής, καλός φοιτητής και αγαπητός «φίλος» στην παρέα του, δεν μπορούσε να θυμηθεί αν χθες ήταν ώριμος έφηβος, προχθές σοβαρό παιδί…
Η Κάτια ήταν ανέμελη… Βλέπεις, αυτή δεν είχε την «ευτυχία» να ζώνεται με «αναστολές». Μια κοπέλα ελεύθερη, ευκίνητη, λιγότερο ώριμη απ’ αυτόν, αγαπούσε – χωρίς δεσμεύσεις…
Αυτός ήθελε πίστη, αφοσίωση, αποκλειστικότητα – ζητούσε την «αιώνια δέσμευση» των ερωτευμένων…
Αυτή του είχε δοθεί είναι αλήθεια, ψυχή και σώμα, κι όμως παρέμεινε «ελεύθερη» – γι’ αυτό ξεκίνησε σήμερα το πρωί με την δική της «παρέα» κοριτσιών για διακοπές στα νησιά…
Στην προσπάθειά του να τη μεταπείσει του αντιστάθηκε…
Ατελείωτα τα επιχειρήματά της, αποστομωτικός ο χαρακτηρισμός της «είσαι, απλούστατα, ένας αθεράπευτος ζηλιάρης».
Ήταν;
Ναι και «ζηλιάρης» και «πιστός» και συναισθηματικά «λαβωμένος» και – προπαντός – «ανασφαλής»…
Δεν κατάλαβε πώς έγινε, από πού ξεκίνησε, πώς το δέχθηκε…
Είχε πλέον νυχτώσει, το φεγγάρι έδινε στη θάλασσα μια ασημένια ανταύγεια, πιο κάτω μια παρέα με κιθάρες έκανε κέφι, ο φλοίσβος είχε αναμιχθεί με τα δάχτυλά της χαϊδεύοντας το κορμί του…
Το ξένο, μπρούντζινο ζωντανό πλάσμα που πριν μερικές ώρες του ζήτησε τις τιμές για να νοικιάσει το θαλάσσιο ποδήλατο έπαλλε από λάγνο πόθο καθώς τα νεανικά κορμιά τους έγιναν σχεδόν ένα…
Είχε ξεκινήσει κι αυτός, αλλά δεν μπορούσε να ολοκληρώσει…
Αισθάνθηκε «ντροπή», δικαιολογήθηκε, ένιωσε χαμένος, οικτρά αποτυχημένος καθώς απομακρύνθηκε από την αγκαλιά της…
Με πλησίασε με ενδοιασμό επικαλούμενος το γεγονός ότι ο πατέρας του υπήρξε φοιτητής μου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Τον καθησύχασα εξηγώντας του ότι το «σεξ», είναι ένας πολύπλοκος δυναμικός συγκερασμός σώματος, ψυχής και υιοθετημένων από τον καθένα και την καθεμιάς μας κοινωνικών αναστολών…
Σίγουρα του προξένησε σοβαρό σοκ η αποτυχία της συνεύρεσης με την ξένη, πανέμορφη τουρίστρια, αλλά η αγωνία του για την σεξουαλική του ικανότητα μειώθηκε στο τέλος της συζήτησής μας.
Δεν μειώθηκε και στα σίγουρα δεν χάθηκε η σεξουαλική του ικανότητα, δεν έγινε ξαφνικά και αδικαιολόγητα ανίκανος!…
Από τη μια μεριά η απρόσμενη και δυνατή ερωτική «πρόσκληση» της ελκυστικής και πρόθυμης για ερωτική συνεύρεση τουρίστριας και από την άλλη η δική του αφοσίωση στη Λίτσα, ο δικός του ψυχισμός για εντιμότητα, η απέχθειά στην «απιστία»...
Το συγκεκριμένο γεγονός, η περιπέτεια εκείνης της βραδιάς που τον «τρόμαξε» ψυχικά ήταν το απάγαυσμα της συναισθηματικής του φόρτισης, καθώς βρισκόταν σε ψυχική αναταραχή επειδή ήταν συναισθηματικά «μπερδεμένος…»
Εκείνο το βράδυ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως το εμπειρικό μάθημα μιας ζωής που συνοψίζεται στη διαπίστωση ότι πέρα από την πασίγνωστη κλασική φράση ότι κάποιες στιγμές «το μεν πνεύμα πρόθυμο αλλά η σάρξ αδύνατη» κάποιες άλλες στιγμές στη ζωή του καθένα και της καθεμιάς μας «η σαρξ σταματά να είναι ικανή, εάν το πνεύμα δεν είναι πρόθυμο…».
Δεν τελειώσαμε εκεί καθώς του συνέστησα να επισκεφθεί και έναν ψυχολόγο με εμπειρία σε θέματα σεξουαλικής φύσης και κάποια στιγμή να ρίξει μια ματιά στο βιβλίο μου με τίτλο «Εμείς οι Έλληνες, ο έρωτας και το sex» Εκδόσεις ΖΥΓΟΣ, Θεσσαλονίκη
----------------------------------------------------
*O Γιώργος Πιπερόπουλος, Δρ Κοινωνιολογίας - Ψυχολογίας, είναι Επίτιμος Καθηγητής Μάνατζμεντ και Μάρκετινγκ στο Βρετανικό Πανεπιστήμιο Durham, συνταξιούχος καθηγητής Μάνατζμεντ, Επικοινωνίας και Δημοσίων Σχέσεων και πρώην Πρόεδρος του Τμήματος Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Μακεδονίας