Οι υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας Αναλένα Μπέρμποκ και των ΗΠΑ Άντονι Μπλίνκεν σε συνάντησή τους στο Βερολίνο epa09697296 EPA / KAY NIETFELD |
O Θεοχάρης Γρηγοριάδης, καθ. Οικονομικών και Ρωσικών Σπουδών, εκτιμά ότι η Δύση οδηγείται σε πολεμική ανάφλεξη στην Ουκρανία, ενώ «οι Ουκρανοί περιμένουν το δικό τους Ναυαρίνο».
Θα δώσουν τελικά οι ΗΠΑ γραπτώς τις εγγυήσεις ασφαλείας που ζητά ο πρόεδρος Πούτιν για μη ένταξη της Ουκρανίας και της Γεωργίας ή οποιασδήποτε άλλης μετασοβιετικής δημοκρατίας στο ΝATO; «Αυτό δεν πρόκειται να γίνει» προβλέπει ο καθηγητής Θεοχάρης Γρηγοριάδης μιλώντας στη Deutsche Welle.
«Οι διαβεβαιώσεις δεν πρόκειται να έρθουν και αυτό μπορεί να αποτελέσει την εκκίνηση της ρωσικής επίθεσης, Όλες οι ενδείξεις των τελευταίων ημερών μας κατευθύνουν στο ενδεχόμενο τοπικής ανάφλεξης με πρωτοβουλία της Ρωσίας».
Ο Έλληνας αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών και Ρωσικών Σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου υποστηρίζει ότι η Ουκρανία αποτελεί τεστ νομιμοποίησης του καθεστώτος Πούτιν και έχει υπαρξιακή σημασία για λόγους ιστορικούς.
«Αποτελεί βάση και προπύργιο της αυτοκρατορίας της από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου μέχρι σήμερα», υπενθυμίζει. «Η Ρωσική Αυτοκρατορία ιδρύεται, όταν ο Μεγάλος Πέτρος παίρνει την Ουκρανία από τους Σουηδούς και η Σοβιετική Ένωση καταρρέει, όταν η Ουκρανία ανακηρύσσει την ανεξαρτησία της. Αν ο Πούτιν υποχωρήσει τώρα, θα φανεί χαμένος ως ένας ηγέτης, που ζητά μεν θυσίες, αλλά δεν μπορεί να προσφέρει στους πολίτες του τη δικαίωση του πατριωτισμού που συνέχεια διακηρύσσει. Είναι και ο ίδιος αυτοπαγιδευμένος και θα πρέπει να πουλήσει μια νίκη στο εσωτερικό».
«Η Γερμανία πρέπει να αποφασίσει τι θέλει»
Όλοι αυτοί οι λόγοι συνηγορούν σε μια πιθανή ρωσική εισβολή στην Ουκρανία με τον πρόεδρο Πούτιν να έχει απέναντί του μια Ευρώπη κατακερματισμένη, μια ΕΕ που δεν μπορεί να ομονοήσει σε βασικά σημεία και μια Γερμανία, που παλινωδεί ανάμεσα στα οικονομικά της συμφέροντα με τη Ρωσία και στον πολιτικό της ρόλο ως δύναμη εκδημοκρατισμού και ανάπτυξης στην Ανατολική Ευρώπη, και επομένως και στην άρνησή της να στείλει όπλα στην Ουκρανία. «Είναι σαν να δίνει κάποια έμμεση υποστήριξη στη Ρωσία. Μου φαίνεται πολύ προβληματικό η Γερμανία από την μια να λέει ότι δεν θα στείλει όπλα, αλλά από την άλλη να στέλνει νοσοκομειακές μονάδες για να μαζέψουν νεκρούς και τραυματίες που θα προκληθούν ακριβώς επειδή δεν δίνει όπλα στην Ουκρανία. Είναι μια αντίφαση, η Γερμανία υποκρίνεται στο Ουκρανικό.
Στην πολιτική και την οικονομία κυριαρχούν ξεκάθαρες λύσεις. Θα μου φανεί πάρα πολύ προβληματικό, όταν η Γερμανία εξοπλίζει διάφορα δικτατορικά καθεστώτα στη Μέση Ανατολή και τον κόσμο γενικά, να δείχνει τώρα επιλεκτική ευαισθησία ως προς την Ουκρανία, της οποίας ο αντίπαλος είναι ένας μεγάλος οικονομικός εταίρος της.
Η Γερμανία θα πρέπει να αποφασίσει, αν θέλει να είναι μια μεγάλη χώρα που σημαίνει ότι θα πρέπει να αναλαμβάνει κάποιες δύσκολες αποφάσεις στην εξωτερική της πολιτική, οι οποίες δεν συμβαδίζουν πάντοτε με τα οικονομικά της συμφέροντα, ή αν θέλει απλά να επικεντρωθεί στο βραχυπρόθεσμο οικονομικό συμφέρον και στα συμφέροντα των εταιριών που στηρίζουν την εκάστοτε κυβέρνηση».
Ανάμεσα σε αυτά τα συμφέρονται εντάσσεται και το φυσικό αέριο. Αλλά εάν η Ρωσία επιλέξει το δρόμο της παραβατικής συμπεριφοράς με όρους διεθνούς δικαίου, θα είναι πολύ δύσκολο για τη γερμανική διπλωματία να κρατήσει ανοιχτούς όλους τους διαύλους επικοινωνίας με τη χώρα και σε οικονομικό επίπεδο.
Άρα, κατά τον Έλληνα διεθνολόγο, πιθανές κυρώσεις θα συμπεριλάβουν αναγκαστικά και το φυσικό αέριο, τους αγωγούς Nord Stream I και Nord Stream II «που μέχρι τώρα ήταν ταμπού για τη γερμανική οικονομία, καθώς δεν υπάρχει άλλος δρόμος».
Προβληματική θεωρεί ο Γρηγοριάδης και την απουσία ηγετικού προφίλ από τον Όλαφ Σολτς σε αυτή την κρίση, σε αντίθεση με τους Πράσινους, που δείχνουν πιο ξεκάθαρα συμπαράταξη με τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία και μια εξωτερική πολιτική με προμετωπίδα τα ανθρώπινα δικαιώματα και το περιβάλλον. Αντίθετα το SPD παραμένει αρκετά προβληματισμένο, υπάρχει η παράδοση της Οστπολιτίκ με τον Βίλι Μπραντ.
«Το συμπέρασμα είναι ότι θα βρεθεί μια μέση λύση. Από την μια θα υπάρχει σκληρή απάντηση, αλλά από την άλλη θα διατηρηθούν κάποιες επαφές με τη Μόσχα, πάρα πολύ περιορισμένες, ώστε να δοθεί από τη μια πλευρά το μήνυμα ότι η Γερμανία δεν διαπραγματεύεται με παραβάτες του διεθνούς δικαίου, αλλά και από τη άλλη να μην απομονωθεί εντελώς η Μόσχα, έτσι ώστε να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων».
«Η ΕΕ, ο μεγάλος ηττημένος»
Λεπτές ισορροπίες μιας εξαιρετικά δύσκολης και πολύπλοκης κατάστασης με πολλούς ηττημένους. Γιατί μια ένοπλη σύρραξη μόνο ηττημένους μπορεί να έχει. Με πρώτη την ΕΕ. «Η Ρωσία θα επιδιώξει να φανεί η αμερικανική αδυναμία στον έλεγχο και στην επιρροή στο μετασοβιετικό χώρο, αλλά η παράπλευρη απώλεια αυτής της ιστορίας θα είναι η Ευρώπη. Ο μεγάλος χαμένος από την εισβολή της Ρωσίας, την πιθανή ένταξη του Ντομπάς στη Ρωσία και μια διαμελισμένη Ουκρανία που θα επιδιώκει διαρκώς την ένταξή της στο ΝATO και όχι στην ΕΕ, θα αποτελεί διάψευση του ευρωπαϊκού οράματος ως μιας κοινοπολιτείας αναπτυγμένων και δημοκρατικών χωρών. Επιστρέφουμε σε μια παραλλαγή του 19ου αιώνα, που οι αυτοκρατορίες χρησιμοποιούσαν σκληρή ισχύ, hard power, για να επιβάλουν οικονομικά και άλλα συμφέροντα. Κι αυτό θα είναι η πρώτη μεγάλη αποτυχία του ευρωπαϊκού πρότζεκτ. Αυτόν τον κίνδυνο θα πρέπει να συνειδητοποιήσει και η γερμανική ηγεσία».
Ο Έλληνας καθηγητής κάνει έναν ενδιαφέροντα ιστορικό παραλληλισμό με την Ελληνική Επανάσταση θυμίζοντας ότι από το 2014 η Ουκρανία ζητά συνεχώς την βοήθεια της Ευρώπης. «Όταν ο Ιμπραήμ έσφαξε όλη την Πελοπόννησο χωρίς να αναλαμβάνει κάποιος δράση, μετά ήρθε το Ναυαρίνο και ξεκαθάρισε η υπόθεση. Οι Ουκρανοί περιμένουν προφανώς το δικό τους Ναυαρίνο, το οποίο όμως αργεί να έρθει.
Η ακινησία των ευρωπαϊκών δυνάμεων βλάπτει πρώτα τις ίδιες. Γιατί η Αμερική θα επιδιώξει στρατιωτική προστασία ή ένταξη της Ουκρανίας σε περίπτωση ρωσικής επίθεσης. Και σίγουρα θα ενδυναμώσει το ΝΑΤΟ πιθανώς με Σουηδία, Φινλανδία, ίσως και Κύπρο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης. Με άλλα λόγια, την έναρξη ενός νέου Ψυχρού Πολέμου».
Πηγή DW / Ειρήνη Αναστασοπούλου
Βερολίνο, Γερμανία