29.7.20

Κορωνοϊός : Η επιστήμη υπόσχεται να φέρει πίσω την παλιά μας ζωή


Ο διακεκρι­μέ­νος έλληνας ανοσολόγος Γιώργος Κασσιώτης εκτιμά ότι μέσω εμβολίων ή θεραπειών είτε θα νικήσουμε τον SARS-CoV-2 είτε θα μάθουμε να ζούμε «ειρηνικά» μαζί του.


Οδρ Γεώργιος Κασσιώτης, ανοσολόγος, ρετροϊολόγος, επικεφαλής του Εργαστηρίου Ρετροϊικής Ανοσολογίας στο Ινστιτούτο Francis Crick και καθηγητής Ρετροϊoλογίας στο Imperial College του Λονδίνου, καταπιάνεται καθημερινά με τους ιούς που «συντροφεύουν» την ανθρωπότητα από αρχαιοτάτων χρόνων – από τους ενδογενείς ρετροϊούς ως τον ιό της γρίπης και εκείνους που προκαλούν κοινό κρυολόγημα. Και βέβαια αυτή την περίοδο, όπως συμβαίνει με πλήθος ανοσολόγους ανά τον κόσμο, το ενδιαφέρον και την εργασία του μονοπωλεί ο νέος ιογενής «σύντροφός» μας, ο πανδημικός κορωνοϊός SARS-CoV-2.

Ακριβώς επειδή ο δρ Κασσιώτης παρακολουθεί επί μακρόν την κοινή μας πορεία με τους ιούς, στην άκρως ενδιαφέρουσα συζήτησή μας σχετικά με πολλά από τα πιεστικά πώς και γιατί που αφορούν τον νέο κορωνοϊό, δίνει απαντήσεις που σκιαγραφούν τη «μεγάλη εικόνα» αυτής της πανδημίας (και πιθανόν όσων θα ακολουθήσουν) η οποία διέπεται από μια πιο ψύχραιμη ματιά (απαραίτητη σε όλους μας που έχουμε ήδη περάσει μήνες σε κατάσταση… πανικού). Οπως προκύπτει από τα λεγόμενα του έλληνα καθηγητή, ναι, η «σχέση» μας με τον SARS-CoV-2 ξεκίνησε σαν ένα «ραντεβού στα τυφλά» και συνεχίζει να παραμένει, ως έναν βαθμό, «σχέση με έναν άγνωστο». Ωστόσο, δεν πρόκειται πάντα για μια τόσο «επικίνδυνη σχέση», αντιθέτως στην πλειονότητα των περιπτώσεων λήγει… βελούδινα. Και όσο και αν δεν το βλέπουμε τώρα που βρισκόμαστε στη δίνη αυτής της «σχέσης» η οποία μάς ταλαιπωρεί, με τη χείρα βοηθείας της επιστήμης θα καταφέρουμε να πάρουμε την παλιά π.κ. (προ κορωνοϊού) ζωή μας στα χέρια μας.

Δεν είναι ο φονικότερος αλλά εξαπλώνεται εύκολα

Ο έλληνας ειδικός στους ιούς του Francis Crick αναφέρει ότι «η εισαγωγή του SARS-CoV-2 στον ανθρώπινο πληθυσμό έχει προκαλέσει μια πανδημία που έχει περιγραφεί ως η χειρότερη εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα, και αυτό ίσως είναι αλήθεια. Ωστόσο, πρέπει να τονίσουμε πως στην κλίμακα των φονικών ιών ο SARS-CoV-2 δεν είναι ο φονικότερος. Στις περισσότερες περιπτώσεις το ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα τον πολεμά επιτυχώς». Εκείνο που καθιστά τον νέο κορωνοϊό σημαντική απειλή για τη δημόσια υγεία είναι, σύμφωνα με τον δρα Κασσιώτη, η ικανότητά του να εξαπλώνεται εύκολα. «Ετσι, αν ένας μεγάλος αριθμός ατόμων μολυνθεί με τον ιό, ακόμα και ένα μικρό ποσοστό θνητότητας επί του αριθμού των κρουσμάτων, μπορεί να οδηγήσει σε πολύ υψηλό αριθμό θανάτων. Αυτό αποτελεί το πιο επικίνδυνο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ιού. Παράλληλα, από βιολογικής απόψεως, οι κορωνοϊοί γενικώς δεν προκαλούν μακροπρόθεσμη ανοσία και πιθανότατα ο SARS-CoV-2 δεν θα αποτελέσει εξαίρεση. Να σημειώσουμε επίσης ότι σε σπάνιες περιπτώσεις το ανοσοποιητικό σύστημα εμφανίζει υπεραντίδραση με αποτέλεσμα να επιτίθεται στον ίδιο τον οργανισμό και να του προκαλεί βλάβες, για λόγους που δεν κατανοούμε πλήρως αυτή τη στιγμή».

 Το μέγα ερώτημα για τον εμβολιασμό

Είναι και άλλα τα μέχρι στιγμής… ακατανόητα για τον νέο κορωνοϊό, έξι μήνες μετά την πρώτη συνάντηση μαζί του. «Η λίστα των αναπάντητων ερωτημάτων σχετικά με τον ιό συνεχίζει να είναι μακρά» λέει ο καθηγητής και προσθέτει: «Το πιεστικότερο ερώτημα πάντως σχετίζεται με τη στρατηγική μας για να τον νικήσουμε. Το πιο αποτελεσματικό όπλο στη φαρέτρα μας είναι ο εμβολιασμός, ο οποίος έχει λειτουργήσει σε περιπτώσεις όπως η ευλογιά αλλά δεν λειτουργεί για κάθε ιό. Θα λειτουργήσει λοιπόν για αυτόν τον ιό; Ιδού η απορία. Ιδού και άλλες καίριες απορίες: Αν κάποιος μολυνθεί φυσικά με τον νέο ιό, μπορεί να αποκτήσει μακροπρόθεσμη ανοσία εναντίον του; Ο εμβολιασμός θα προσφέρει αντίστοιχη διάρκεια ανοσίας με τη φυσική λοίμωξη;».

Ερωτημάτων-«κλειδιών» συνέχεια και ένα από αυτά που απαιτεί ταχέως απάντηση, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι το γιατί υπάρχει τόσο διαφορετική απόκριση στον ιό μεταξύ διαφορετικών ανθρώπων – κάποιοι μπορεί να μην καταλάβουν ποτέ ότι μολύνθηκαν ενώ άλλοι υπάρχει περίπτωση ακόμα και να χάσουν τη ζωή τους εξαιτίας του. «Υπάρχει πράγματι μεγάλη ποικιλομορφία στη δριμύτητα των συμπτωμάτων μεταξύ ασθενών, η οποία σχετίζεται με την ηλικία (σχεδόν πέντε θάνατοι ανά 100 κρούσματα στα άτομα άνω των 65 ετών), το φύλο (οι άνδρες είναι πιο ευάλωτοι στον ιό από τις γυναίκες), τη φυλή, την πρόσβαση στην περίθαλψη, την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση, καθώς και τα υποκείμενα νοσήματα από τα οποία πάσχει ο καθένας. Εχουν υπάρξει υποθέσεις, αρκετές εξ αυτών με ισχυρή επιστημονική βάση, οι οποίες θα μπορούσαν να εξηγήσουν αυτές τις διαφορές, τουλάχιστον ως έναν βαθμό. Η έκφραση ενός από τους υποδοχείς που ο ιός χρησιμοποιεί για να εισέλθει στα κύτταρα πιστεύεται ότι διαφέρει μεταξύ ανθρώπων, και αυτό προσδιορίζει πόσο πολύ και πόσο γρήγορα ο ιός εξαπλώνεται στον οργανισμό του καθενός. Επίσης, η ποσότητα του ιού στην οποία θα εκτεθεί αρχικώς κάποιος παίζει ρόλο – αν εκτεθεί σε μικρότερη ποσότητα, τότε το ανοσοποιητικό σύστημα κερδίζει χρόνο ώστε να οργανώσει την απόκρισή του απέναντι στον εισβολέα».

Τεράστιες διαφορές στην ανοσολογική απόκριση

Η πιο πειστική υπόθεση, κατά τον κ. Κασσιώτη, αφορά το ότι η ανοσολογική απόκριση στον νέο κορωνοϊό διαφέρει θεμελιωδώς μεταξύ ανθρώπων, εξηγώντας έτσι και τις τόσο ποικίλες κλινικές αποκρίσεις. «Δεν πρόκειται μόνο για την απόκριση μετά τη μόλυνση με τον SARS-CoV-2 η οποία μπορεί να διαφέρει από 100 ως και 1.000 φορές μεταξύ ανθρώπων. Πρόκειται και για την ανοσία που κάποιοι έχουν αποκτήσει πριν από τη μόλυνση με τον συγκεκριμένο ιό. Οι κορωνοϊοί δεν αποτελούν νέους ιούς για την ανθρωπότητα. Εχουμε δει ότι η έκθεση στους εποχικούς κορωνοϊούς που προκαλούν το κοινό κρυολόγημα οδηγεί σε παραγωγή αντισωμάτων τα οποία αναγνωρίζουν τόσο αυτούς τους ιούς όσο και το νέο πανδημικό στέλεχος. Τα επίπεδα αυτών των αντισωμάτων διαφέρουν σημαντικά μεταξύ ανθρώπων και είναι ιδιαιτέρως συχνά υψηλά σε παιδιά και εφήβους που, όπως έχει φανεί, είναι πιο προστατευμένοι από σοβαρή νόσηση με COVID-19. Υπάρχουν επίσης πολύ πρόσφατες αναφορές που δείχνουν ότι η πρότερη έκθεση σε κορωνοϊούς οι οποίοι προκαλούν το κοινό κρυολόγημα ή ακόμα και σε άλλους μη παθογόνους κορωνοϊούς που πλήττουν τα ζώα οδηγεί σε παραγωγή των Τ-κυττάρων που αναγνωρίζουν και πολεμούν τον SARS-CoV-2. Δεν γνωρίζουμε ακόμη πώς αυτή η προϋπάρχουσα ανοσία μπορεί να αλλάξει την πορεία της λοίμωξης με τον νέο κορωνοϊό, ωστόσο πρόκειται για μια παράμετρο που πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη μας».

Με τόσες παραμέτρους ανοιχτές, το μεγαλύτερο ερώτημα στα χείλη όλου του πληθυσμού συνεχίζει να παραμένει και αυτό χωρίς απάντηση. Πότε και πώς θα τελειώσει αυτή η πανδημία; «Είναι δύσκολο να προβλέψουμε αν ο ιός θα εξαφανιστεί ή θα μάθουμε να ζούμε μαζί του. Ενα εμβόλιο εναντίον του θεωρώ ότι θα είναι η καλύτερη λύση για να τον εξοντώσουμε – περιμένουμε αποτελέσματα από τις δοκιμές εμβολίων μεγάλης κλίμακας μέσα στους επόμενους μήνες. Επίσης μέσα στους επόμενους μήνες θα δούμε εάν ο συνδυασμός του χειμώνα στο βόρειο ημισφαίριο και των αναπνευστικών ιών που συνοδεύουν τη χειμερινή περίοδο με τη μερική χαλάρωση των μέτρων δημόσιας υγείας για τον νέο κορωνοϊό θα οδηγήσει σε ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας. Θα μάθουμε επίσης αν υπήρχε ανοσία διαρκείας από το πρώτο κύμα της πανδημίας, και τότε θα δούμε αν η συλλογική ανοσία, είτε αυτή προέρχεται από φυσική λοίμωξη είτε από εμβολιασμό, αποτελεί μια βιώσιμη προοπτική».

 (Σχεδόν) ειρηνική συνύπαρξη

Ο εμβολιασμός μπορεί να είναι η καλύτερη λύση για να αφήσουμε πίσω μας τον SARS-CoV-2 αλλά όχι η μόνη, υπογραμμίζει ο καθηγητής. «Πιθανώς αντι-ιικά ή ανοσοτροποποιητικά φάρμακα θα οδηγήσουν σε σημαντική μείωση της θνητότητας, ως και στον εκμηδενισμό της, μετατρέποντας τελικώς αυτόν τον ιό σε έναν ενδημικό ιό αντίστοιχο εκείνων που προκαλούν κοινό κρυολόγημα. Υπάρχει και η πιθανότητα ο ιός να προσαρμοστεί στον ανθρώπινο πληθυσμό ή και ο ανθρώπινος πληθυσμός σε εκείνον και να συνυπάρχουμε σχετικώς ειρηνικά, όπως συμβαίνει και με άλλους κορωνοϊούς».

Μέχρι τώρα πάντως ο ιός φαίνεται να δίνει τον τόνο και εμείς να… χορεύουμε όπως μας υπαγορεύει κάνοντας αλλαγές που μας φαίνονται πρωτόγνωρες, και μάλιστα υπό τον φόβο σχετικά με το πόσο θα διαρκέσουν. «Χρειάζεται πράγματι αυτή τη στιγμή να αλλάξουμε τον τρόπο της ζωής μας ώστε να αποτρέψουμε περαιτέρω εξάπλωση του νέου ιού, ωστόσο είμαι σίγουρος ότι αυτή δεν θα είναι μια μόνιμη αλλαγή. Μπορεί ως επιστήμονας να μεροληπτώ, ωστόσο πιστεύω ότι η επιστήμη, αν της δοθεί χρόνος, θα βρει μια απάντηση στην κρίση, είτε με τη μορφή εμβολίων είτε με τη μορφή θεραπειών. Θα μπορέσουμε ξανά να κάνουμε τα πράγματα που απολαμβάναμε πριν από την πανδημία, ακόμα και αυτά που δεν απολαμβάναμε και τόσο, όπως το να πηγαίνουμε τελευταία στιγμή για ψώνια μαζί με χιλιάδες άλλους ανθρώπους την παραμονή των Χριστουγέννων ή της Πρωτοχρονιάς!».

 Οι πανδημίες είναι σαν τους σεισμούς

Μπορεί αυτή τη στιγμή να τρέχει όλη η ανθρωπότητα να δράσει κατασταλτικά, ωστόσο η τρέχουσα πανδημία αποδεικνύει για άλλη μια φορά, με σκληρό ομολογουμένως τρόπο, ότι απαιτείται προετοιμασία για τις επόμενες που θα ακολουθήσουν (διότι η κοινή πορεία μας με τους ιούς σίγουρα δεν τελειώνει εδώ). «Οι πανδημίες είναι σαν τους σεισμούς. Γνωρίζουμε ότι θα συμβεί κάποιος σεισμός, αλλά δεν ξέρουμε με βεβαιότητα πότε θα συμβεί ή πόσο μεγάλος θα είναι» λέει εμφατικά ο δρ Κασσιώτης. Και προσθέτει ότι πάντα ιοί περνούσαν και θα συνεχίσουν να περνούν το φράγμα των ειδών. «Βέβαια έχουν συντελεστεί μεγάλες αλλαγές εδώ και περίπου μία χιλιετία οι οποίες αυξάνουν την πιθανότητα επιδημιών ή πανδημιών. Για παράδειγμα, η εκθετική αύξηση του πληθυσμού, ο συνωστισμός του σε μεγάλα αστικά κέντρα, τα ταξίδια από άκρη σε άκρη του πλανήτη και η ολοένα και μεγαλύτερη αλληλεπίδραση με τα ζώα, κυρίως για εξασφάλιση τροφής, αποτελούν παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο να «ξεπηδήσει» ένα νέο πανδημικό στέλεχος και να εξαπλωθεί εύκολα. Είναι ενδιαφέρον ότι ορισμένες από τις μεγαλύτερες απειλές που έχουμε αντιμετωπίσει τις τελευταίες δεκαετίες προέρχονταν από ζώα εκτροφής: γρίπη των χοίρων, γρίπη των πτηνών, νόσος των τρελών αγελάδων». Για όλους αυτούς τους λόγους που αποτελούν την πραγματικότητα της σύγχρονης ζωής μας απαιτείται οργάνωση και προετοιμασία ενάντια στις ιογενείς απειλές. «Εχει υπάρξει πολλή συζήτηση τόσο σε επίπεδο κρατών όσο και σε διεθνές επίπεδο σχετικά με την προετοιμασία ενάντια σε πιθανές πανδημίες – κυρίως σε ό,τι αφορά τη γρίπη. Σχέδια έχουν ετοιμαστεί, έχουν γίνει ακόμα και ασκήσεις ετοιμότητας. Ωστόσο τα σχέδια αρκετές φορές δεν συνοδεύθηκαν από δράση, εξαιτίας πιθανότατα άλλων πολιτικών ή οικονομικών προτεραιοτήτων. Δεδομένου του τεράστιου κοινωνικού και οικονομικού αντικτύπου της τρέχουσας πανδημίας, ελπίζουμε ότι πλέον οι υπεύθυνοι δεν θα υποτιμήσουν ξανά την επίδραση που θα έχει σε ολόκληρο τον πλανήτη μια μελλοντική πανδημία».

Ανάγκη για σύνεση στα μέσα ενημέρωσης

Ως φαίνεται η… συνταγή (ανοσολόγου) για να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση περιέχει υπομονή του πληθυσμού (τηρώντας τα κατάλληλα μέτρα), επιμονή της επιστήμης ώστε να βρεθεί η λύση ενάντια στον ιό και οργάνωση για τον επόμενο… ιογενή σεισμό. Αλλά και σύνεση από τα ΜΜΕ που κάποιες φορές έχουν μεγάλη «όρεξη» για υπερβολή, σημειώνει ο δρ Κασσιώτης. «Σε μια προηγούμενη επιδημία ρωτήθηκα από έναν δημοσιογράφο αν θα πεθάνουμε όλοι εξαιτίας της. Οταν απάντησα αρνητικά, η επόμενη ερώτηση του δημοσιογράφου ήταν… αν υπάρχει κάποιος άλλος συνάδελφός μου που θα μπορούσε να δώσει μια πιο «πιασάρικη» απάντηση. Το ίδιο θα πω και τώρα. Δεν θα πεθάνουμε όλοι από τον νέο κορωνοϊό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να προστατευόμαστε εναντίον του αναμένοντας τις επιστημονικές εξελίξεις που θα του επιφέρουν το καίριο χτύπημα και οι οποίες, με σύμμαχο τον χρόνο, θα έρθουν».

Who is who

Ο δρ Γεώργιος Κασσιώτης είναι επικεφαλής του Εργαστηρίου Ρετροϊικής Ανοσολογίας στο Ινστιτούτο Francis Crick και καθηγητής Ρετροϊολογίας στο Τμήμα Ιατρικής του Imperial College στο Λονδίνο. Σπούδασε Βιολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, από όπου και αποφοίτησε το 1995, και εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του, η οποία επικεντρώθηκε σε διαγονιδιακά μοντέλα ποντικών για μελέτη ανθρώπινων νευροανοσολογικών διαταραχών, υπό τον δρα Γεώργιο Κόλλια στο Εργαστήριο Μοριακής Γενετικής του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ. Οι μεταδιδακτορικές μελέτες του είχαν για «πατρίδα» το Λονδίνο, και συγκεκριμένα το Εθνικό Ινστιτούτο Ιατρικής Ερευνας του Ιατρικού Συμβουλίου Ερευνας της Βρετανίας (MRC), και αφορούσαν την ομοιόσταση των Τ-κυττάρων και την ανοσολογική μνήμη. Συνέχισε ως διευθυντής Προγραμμάτων στο ΜRC ως το 2015. Τα τελευταία πέντε έτη διερευνά με την ομάδα του στο Francis Crick την ανοσολογική απόκριση σε ενδογενείς και εξωγενείς ρετροϊούς. Η έρευνά του ρίχνει φως στον τρόπο που άνθρωποι και ιοί συνυπάρχουν και εξελίσσονται σε μάκρος χρόνου, γεγονός που αποκαλύπτει τον ρόλο πολλών ιών στην υγεία και την ασθένεια και ανοίγει δρόμους για νέες αντι-ιικές θεραπείες.

Ψάχνοντας απαντήσεις για τα αντισώματα

Ο δρ Κασσιώτης και η ομάδα του έχουν ριχθεί, όπως πολλές άλλες ομάδες ανά τον κόσμο, στη μελέτη του SARS-CoV-2. Οπως εξηγεί, «διερευνούμε την αντισωματική απόκριση που μπορεί να μας προστατεύσει από τον νέο κορωνοϊό. Συγκεκριμένα επικεντρωνόμαστε τόσο στα αντισώματα που παράγονται ως απόκριση στους κορωνοϊούς που προκαλούν κοινό κρυολόγημα αλλά μπορούν να ενεργοποιηθούν και με τον νέο κορωνοϊό όσο και στα αντισώματα που παράγονται αποκλειστικά έπειτα από μόλυνση με τον νέο κορωνοϊό. Μέσα από τη μελέτη μας προσπαθούμε να βρούμε απαντήσεις σε ορισμένα από τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα της πανδημίας, όπως η διαφορά στην ανοσολογική απόκριση μεταξύ ανθρώπων αλλά και η διάρκεια της ανοσίας που προκαλείται έπειτα από μόλυνση με τον ιό. Και βέβαια διερευνούμε πώς και πόσο εμβόλια μπορούν να προκαλέσουν ανοσολογική απόκριση ενάντια στον SARS-CoV-2». Μάλιστα προσφάτως η ερευνητική ομάδα παρουσίασε μελέτη στην ανοιχτή πλατφόρμα bioRχiv (η μελέτη αυτή τη στιγμή βρίσκεται υπό κρίση για δημοσίευση σε επιστημονική επιθεώρηση), σύμφωνα με την οποία εντοπίζεται σε ανθρώπους που δεν έχουν μολυνθεί με SARS-CoV-2 προϋπάρχουσα ανοσία, κοινώς αντισώματα που έχουν αναπτυχθεί λόγω λοίμωξης με άλλους κορωνοϊούς και τα οποία φαίνεται ότι μπορεί να προστατεύσουν και από τον νέο κορωνοϊό. Σύμφωνα με τους ερευνητές, «ο διαχωρισμός της προϋπάρχουσας από τη νέα απόκριση αντισωμάτων στον SARS-CoV-2 είναι καίριας σημασίας για ορολογικές μελέτες αλλά και για μελέτες ανάπτυξης εμβολίων».