Του συνεργάτη μας, Δημήτρη Κωνσταντάρα
Μια από τις σημαντικότερες και αναμφίβολα γεμάτη αλήθεια φράσεις που έχουν διατυπωθεί για τον Τύπο ήταν αυτό που είπε, το 1962, ο τότε πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζων Φ. Κέννεντι : « Για τους περισσότερους ανθρώπους τα μη-νέα είναι καλά νέα. Για τον Τύπο, τα καλά νέα είναι μη-νέα».
Και αυτό που είχε πει το 2000 ο Ουμπέρτο Έκο, ο Ιταλός συγγραφέας και φιλόσοφος, ότι δηλαδή:
«Οι κρίσεις πουλάνε καλά», περίπου παραφράζοντας την πολύ παλαιότερη φράση του Μάο («Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση») είναι – κατά την ταπεινή μου γνώμη- η πιο φιλοσοφημένη γνώμη που εκφράστηκε ποτέ για τον Τύπο. Για τη δημοσιογραφία.
Και οι τρεις φράσεις είχαν ειπωθεί τα αρκετά παλαιότερα χρόνια, τότε που Τύπος και Δημοσιογραφία ήταν απόλυτα ταυτισμένες με τις εφημερίδες. Η δε φράση του Μάο δεν αφορούσε φυσικά την κοινωνία αλλά τις προσωπικές του φιλοδοξίες για μια « αναταραχή που προκαλεί το γκρέμισμα μιας «καθεστηκυίας τάξης» και το χτίσιμο μιας νέας. Τον «βόλευε» δηλαδή τον Μάο Τσε Τουνγκ μια αναταραχή για να προωθήσει το «δικό του». Γιατί; Απλούστατα γιατί στην Κίνα της εποχής του, δεν υπήρχε Τύπος. Ενώ στα χρόνια του Έκο, στον Τύπο που εξελισσόταν, μια κρίση , η οποιαδήποτε κρίση, προκαλούσε εντύπωση και ενδιαφέρον στο κοινό και συνέφερε όσους βρίσκονταν δίπλα στην κρίση ή πίσω της. Πολιτικά ή οικονομικά.
Γιατί με έπιασε αυτή η περίσκεψη σε μιαν εποχή που ο γραπτός τύπος έχει εντυπωσιακά υποχωρήσει παραχωρώντας το μεγαλύτερο μερίδιο της άσκησης πίεσης στον κόσμο μέσω ενημέρωσης ή «ενημέρωσης» σε μη γραπτό αλλά ηλεκτρονικά μεταδιδόμενο είδος πληροφόρησης;
Γιατί διάβασα το άρθρο του εκδότη της εφημερίδας «Φιλελεύθερος» Θανάση Μαυρίδη στο οποίο με εμφανή θλίψη και δυσφορία ανακοίνωνε ότι ο «Φιλελεύθερος» μετατρέπεται από τις 18 Ιανουαρίου σε εβδομαδιαία πολιτική και οικονομική εφημερίδα. Παύει δηλαδή να κυκλοφορεί καθημερινά. Γιατί, όπως έγραφε, «Το ημερήσιο φύλλο δεν είναι οικονομικά βιώσιμο και δεν είμαι από εκείνους που θα ήθελαν να γίνουν πρωταθλητές στην κρατική διαφήμιση για να επιβιώσουν επιχειρηματικά»
Όλοι ξέρουμε ότι τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε χρόνια οι εφημερίδες κλείνουν ή μετατρέπονται σε εβδομαδιαίες εκδόσεις γιατί δεν αντέχουν οικονομικά και όσες ανοίγουν, ή είναι από τη γέννησή τους βραχύβιες ή ΔΕΝ εξαρτώνται από τον αριθμό των αναγνωστών τους αλλά σε ισχυρή οικονομική στήριξη.
Έζησα από «μέσα» και από κοντά το ανάλογο «κλείσιμο» της εφημερίδας «Ανεξαρτησία» πριν από 3-4 χρόνια και το ίδιο είχα ζήσει με την «Χώρα» πριν από δέκα χρόνια και την «Αθηναική» πριν από 22-23 χρόνια. Δεν θέλω να επεκταθώ στα αίτια αυτών – και άλλων- «λουκέτων» που «πέθαναν» μετά τη δεκαετία του ’90 για τους ίδιους ή και για άλλους λόγους. Ζούμε όμως πλέον σε μια νέα εποχή η οποία επιβεβαιώνει απόλυτα τον Κέννεντι, επιβραβεύει τον Έκο και με αναγκάζει να τρομοκρατούμαι με την πιθανότητα να επιβεβαιωθεί και ο Μάο.
Αντί η εξουσία, η όποια εξουσία, από όποιο χώρο τα τελευταία τριάντα χρόνια να επιθυμεί πολυφωνία, αντίρρηση, αντίθετη γνώμη, εποικοδομητική κριτική, αυτή η όποια εξουσία ικανοποιείται με έμμεση ή άμεση επιβολή ελέγχου στα «καλά» και τα «κακά» νέα. Και να επιβραβεύει τα «μη νέα».
Σήμερα- λυπάμαι που το λέω- οι εφημερίδες νεκρώνονται. Τα ραδιόφωνα δεν μεταδίδουν «νέα». Οι τηλεοράσεις διογκώνουν τα «μη νέα». Και απομένουν μερικά ηλεκτρονικά Μ.Μ.Ε. που διαφέρουν. Που «το παλεύουν». Που ενδιαφέρονται. Και είμαι ευτυχής που οι απόψεις μου δημοσιεύονται σε ένα-δυο από αυτά. Και τα ευχαριστώ.