Αθήνα 27/01/2018
Η
ελληνική οικονομική κρίση ή αλλιώς ελληνική κρίση χρέους, είναι μέρος της κρίσης της
Ευρωζώνης και αλήθειες που δεν λέγονται συχνά.
Η
Γαλλία επέστρεψε ("France is back"), δήλωσε ο Εμανουέλ Μακρόν από το
βήμα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ στο Νταβός της Ελβετίας: «Ας
μην είμαστε αφελείς, η παγκοσμιοποίηση διέρχεται μια πολύ μεγάλη κρίση και η
πρόκληση αυτή πρέπει να αντιμετωπιστεί συλλογικά από τα κράτη και την κοινωνία
των πολιτών ώστε να βρεθούν και να εφαρμοστούν παγκόσμιες λύσεις» επισήμανε.
Ο
Μακρόν έκανε λόγο και για μια κρίση του καπιταλισμού, τονίζοντας πως τα αγαθά
δεν μοιράζονται με δίκαιο τρόπο.
Όσοι
στην Ευρώπη δεν θέλουν να προχωρήσουν προς τα μπρος δεν πρέπει να εμποδίζουν
αυτούς που είναι πιο φιλόδοξοι.
Ο
κ. Μακρόν υποστήριξε πως μια μείωση στους φόρους δεν μπορεί να είναι η σωστή
απάντηση στην παγκοσμιοποίηση, ενώ κάλεσε την Κίνα και τις ΗΠΑ να συμμετέχουν
στις παγκόσμιες προσπάθειες για την δημιουργία ενός δίκαιου φορολογικού
καθεστώτος.
Τι
λοιπόν συμβαίνει και λέγονται ξαφνικά αλήθειες αλλά οι λύσεις είναι εντελώς
στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που θα περίμενε κάποιος οικονομολόγος που σκέπτεται με όρους ανταγωνισμού.
Στην
οικονομία υπάρχουν δύο πιθανότητες πολιτικών οι οποίες σκιαγραφήθηκαν στη
σύνοδο των χωρών της G- 20 και αφορούν το άμεσο μέλλον του κόσμου.
Εάν
στο άμεσο μέλλον οι χώρες του G-20 επιλέξουν, σύμφωνα με το κοινό ανακοινωθέν
της πρόσφατης Συνόδου, ως στρατηγική των διεθνών εμπορικών τους συναλλαγών τον
δασμολογικό προστατευτισμό, τότε οι χώρες με σημαντικά διεθνώς εμπορεύσιμα
προϊόντα και υπηρεσίες στην αγορά των ΗΠΑ (Κίνα, Γερμανία, κράτη-μέλη Ε.Ε.), θα
πληγούν παραγωγικά, δημοσιονομικά, εργασιακά και κοινωνικά για αρκετά χρόνια
στο μέλλον.
Η
άλλη πολιτική θα ήταν ο ίσος καταμερισμός ανάμεσα στα κράτη με βάση τις
παραγωγικές και εμπορικές δυνατότητες χωρίς τις στρεβλώσεις που προκαλούνται
από τον τρόπο λήψης αποφάσεων εκ μέρους των πλειοψηφιών που είναι πάντα υπέρ
των ισχυρών χωρών και σημαίνει περιθωριοποίηση των περιφερειακών χωρών των
ενώσεων.
Και
αυτό γιατί θα υποχρεωθούν οι Κρατικοί Προϋπολογισμοί των χωρών τους να
χρηματοδοτούν τις δασμολογικές επιβαρύνσεις των εξαγωγών τους, προκειμένου να
διατηρήσουν το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των προϊόντων και των υπηρεσιών τους
στην διεθνή οικονομία.
Επιπλέον,
σ’αυτές τις προστατευτικές δασμολογικά συνθήκες του διεθνούς εμπορίου, η
επιδιωκόμενη βελτίωση του επιπέδου της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, θα οδηγήσει
για παράδειγμα τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην μείωση της φορολογίας
των επιχειρήσεων καθώς και στον περιορισμό του ύψους των εργοδοτικών εισφορών,
προκειμένου, μεταξύ των άλλων, να τονωθεί το επενδυτικό ενδιαφέρον (εγχώριο και
ξένο) για συγκεκριμένες χώρες.
Πιο
συγκεκριμένα στην Ελλάδα η στρατηγική αυτή επιλογή του ευρωπαϊκού κανιβαλισμού,
όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, επιταχύνεται από την υλοποίηση των τριών
Μνημονίων, με κίνδυνο να οδηγηθεί η ελληνική οικονομία και οι άλλες χώρες της
Ανατολής και του Νότου της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, προς το μοντέλο με την οικονομική και παραγωγική μετάλλαξη σε
φθηνά υπεργολαβικά εργαστήρια των ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών και σε φθίνουσα
από άποψη αμοιβών πορεία.
Με
άλλα λόγια, η εγκαθίδρυση αυτού του νέου-αποικιοκρατικού μοντέλου στο εσωτερικό
της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα ενδυναμώσει τις συνθήκες της άνισης ανάπτυξης και
ταυτόχρονα θα βελτιώσει το επίπεδο ανταγωνιστικότητας των ανεπτυγμένων
ευρωπαϊκών οικονομιών στο διεθνές εμπόριο, με την επιδείνωση του βιοτικού
επιπέδου του πληθυσμού των συγκεκριμένων χωρών της Ανατολής και του Νότου.
Έτσι,
η στρατηγική της Ομοσπονδιοποίησης, της Κοινωνικο-Οικονομικής Ολοκλήρωσης και
της Πολιτικής ‘Ενωσης της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης εγκαταλείπεται με τον πιο θεσμικό
και πανηγυρικό τρόπο, δίνοντας τη θέση της στην Ευρώπη των πολλαπλών ταχυτήτων,
προωθώντας την ετεροχρονισμένη ενσωμάτωση ομάδων χωρών σε διάφορους τομείς πολιτικής.
Η
Ελληνική Κρίση λοιπόν ήρθε στη χειρότερη στιγμή για τη χώρα μας που
συντελούνται μεταβολές που προδιαγράφουν
το μέλλον.
Είναι
συνηθισμένο να αντιμετωπίζονται τα γεγονότα στην Ευρώπη σαν µια κρίση στην
Ελλάδα, µια κατάσταση που σχετίζεται µε την ασωτία της ελληνικής κυβέρνησης.
Θεωρώ ότι αυτή είναι µια βαθιά λανθασμένη αφήγηση, πολύ παρόµοια µε αυτήν που
κατηγορεί τις τοπικές κυβερνήσεις για την κρίση των αμερικανικών πολιτειών.
Ας
αναρωτηθούμε πότε άρχισαν να αποκλίνουν τα spreads στα ελληνικά κρατικά οµόλογα
από εκείνα των γερµανικών κρατικών οµολόγων. Η απάντηση είναι Σεπτέμβρης Οκτώβρης
2008 ή λίγο µετά, και η απόκλισή τους συνεχίζεται από τότε. Γιατί συνέβη αυτό;
Η
απάντηση δεν έχει σχέση προφανώς να κάνει µε την Ελλάδα αλλά µε τη Νέα Υόρκη και την
Ουάσιγκτον, µε την κρίση στις Ηνωμένες Πολιτείες και µια γενικευμένη πτήση προς
την ασφάλεια, μακριά από τίποτα θα μπορούσε να θεωρηθεί προβληματικό — µια μετακίνηση
που οδηγεί τελικά σε ένα πολιτικό παιχνίδι µεταξύ οµολογιακών αγορών και των
ισχυρότερων πολιτικών οντοτήτων (δηλαδή, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή
Κεντρική Τράπεζα).
Και
το παιχνίδι έχει να κάνει µε το εάν αυτές οι οντότητες θα ανακουφίσουν τους μεγάλους
χρηματοοικονομικούς θεσµούς από τις απώλειες που συνδέονται µε την αποτυχία των
οφειλετών να αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη τους.
Αυτό
το παιχνίδι είναι σε στάδιο επίλυσης, και θεωρώ πως ο µόνος τρόπος που µπορεί
να επιλυθεί είναι µε τη συνθηκολόγηση των αρχών και τον εξευρωπαϊσµό των
µεσογειακών χρεών.
Αυτό
κάνει την Ευρώπη να µοιάζει αρκετά µε την κατάσταση που έχουµε στις ΗΠΑ, µια
κατάσταση όπου οι τράπεζες διασώθηκαν, αλλά όχι οι οικονοµίες, και το κόστος γι
αυτό καταβάλλεται από ανηλεείς γύρους δηµοσιονοµικής λιτότητας.
Αυτή
την εξέλιξη µπορούµε να την δούµε σύντοµα και στο οµοσπονδιακό επίπεδο στις
Ηνωµένες Πολιτείες, και έτσι να οδηγηθούµε σε µια κατάσταση ύφεσης και στις δύο
ηπείρους, µε τους δηµόσιους και ιδιωτικούς τοµείς σε ισορροπία, επειδή δεν υπάρχει
τίποτα στον ιδιωτικό τοµέα της οικονοµίας που θα αναλάβει τις απώλειες που θα
υφίσταται ο δηµόσιος τοµέας.
Αυτό
εγείρει, κατά την άποψή µου, ένα πολύ σοβαρό ερώτηµα: για να πάµε µπροστά,
είναι δυνατόν να διαµορφώσουµε έναν κόσµο όπου έχουµε εξαιρετικά ισχυρές
ιδιωτικές χρηµατοοικονοµικές αγορές, εξοπλισµένες µε αυτό που ο Γουόρεν Μπάφετ
αποκάλεσε «χρηµατοοικονοµικά όπλα µαζικής καταστροφής» τα οποία υπερβαίνουν
κατά πολύ σε αξία τα περιουσιακά στοιχεία τα οποία έχουν ασφαλίσει και να
εξουσιάζουν συνεπώς τις αγορές;
Είναι
δυνατόν να διατηρήσουµε αγορές στις οποίες αυτά τα εργαλεία καθορίζουν την τιµή
κάθε οµολόγου που εκδίδεται από κάθε δηµόσια αρχή εκτός, ίσως, από την ίδια την
κυβέρνηση των Ηνωµένων Πολιτειών;
Σε
ένα τέτοιο περιβάλλον, πως θα είναι δυνατόν να επανεγκαθιδρυθεί µακροπρόθεσµος εταιρικός δανεισµός για
επιχειρηµατικούς λόγους ή µακροπρόθεσµος κυβερνητικός δανεισµός για κεφαλαιακές
βελτιώσεις και βελτίωση της ποιότητας ζωής;
Και
εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, τι εναλλακτικούς θεσµούς έχουµε να προτείνουµε;
Θα
πρέπει να αναρωτηθούµε εάν ο Μαρξ, ο Λένιν και η Λούξεµπουργκ θα είναι αυτοί που
θα γελάσουν τελευταίοι.Στην Ευρώπη
πάντως θα έπρεπε να γελάσει
τελευταίος ο Τζον Κέυνς.
Αλλά
για να συμβεί αυτό θα πρέπει σε αυτή τη φάση να δουλέψουµε σκληρά και να
αλλάξουµε όχι µόνο τη σκέψη µας αλλά και τις πολιτικές των χωρών που
αποφασίζουν για το τι θα γίνει .Το λέω αυτό επειδή θεωρώ ότι η στιγµή που θα
αποφασιστεί το ποιος θα γελάσει τελευταίος δεν απέχει πολύ µακριά.(1)
(*)
Ο Γεώργιος Βασιλάκης είναι Οικονομολόγος- ΕΚΠΑ
_____________
(1)Το κείµενο έχει
παρουσιαστεί στο Γερµανικό Σύνδεσµο για
Αµερικανικές Σπουδές, στο Πανεπιστήµιο Χούµπολτ του Βερολίνου)