Υπό του συνεργάτου μας, Δημητρίου Π.
Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου
Αθηνών
Επιστράτευσα και πάλι
τη γραφίδα μου, συνάρμοσα τις νοσταλγικές απαιτήσεις του φίλαυτου νου μου και
νά, πάλι εδώ, καταπιάστηκα να συνεχίσω το οδοιπορικό μου στην Αθωνική γη,
πιότερο να ενθυμήσω στην περιπλανώμενη αντιληπτική μου κρίση πως οδοιπορικά θα
κάνεις πολλά, δεν ετελεύτησεν το οδοιπορικό ακόμη…!
«Βαδίζοντας δεν εχόρταινα να βλέπω δάση απέραντα και πυκνά,
βρύσες με νερά κρυστάλλινα. Με συνείχε μια βιασύνη, μια περιέργεια, να δω, να
ακούσω, να μάθω όσο το δυνατόν περισσότερα για τον αγιασμένο εκείνον τόπο, ο
οποίος τόσο με είχε μαγνητίσει από μικρό παιδί.
Κάποιοι μοναχοί που τύχαιναν
στο δρόμο μου, καθώς τους έβλεπα φορτωμένους με τον ντορβά στην πλάτη και με το
κομποσχοίνι στο χέρι, ζωντάνευαν μέσα μου όλα όσα είχα ακούσει από τα μικρά μου
χρόνια»[1].
Στο Όρος ο χρόνος έχει σταματήσει. Κάθε σου κίνηση είναι
διαφορετική, ξεχωριστή, ανεξήγητη με κοσμικά κριτήρια. Εδώ σημασία έχει η
σωτηρία της ψυχής και η σύζευξή της ή καλύτερα, η πρόταξή της ως πρότυπο και
υπόβαθρο ψυχικής υγιεινής[2], γεγονός που στο Όρος συχνά δεν καταφαίνεται
ευδιάκριτα, πάντοτε όμως αγιάζει και ευωδιάζει τον κόσμο γύρω της. Έτσι, ο προσκυνητής
έρχεται αντιμέτωπος με εικόνες και καταστάσεις που αδυνατεί να εξηγήσει με την
κοσμική-κτιστή και εφάμαρτη αντιληπτική του ικανότητα, έρχεται αντιμέτωπος με
θεάματα αγιωτικά και ¨παράξενα¨, ανερμήνευτα σε πολλούς, δυσνόητα και
¨ανούσια¨! Και αν πεις καί για του μοναχούς! Πόσο αγωνίζονται να τιμήσουν το
¨Αγγελικό σχήμα¨ τους, πόσες αναποδιές τους βάζει ο πονηρός: « Ήταν θυμάμαι
άνοιξις. Ένα απόγευμα καθόμουν στο κελλί μου και μελετούσα, όταν άκουσα κάτω
από το παράθυρό μου ίδια και απαράλλακτη
την φωνή της μητέρας μου:¨ Γιώργο! Γιώργο!¨ Εκείνη τη στιγμή ένοιωσα ένα
δυνατό ρίγος να διαπερνά το σώμα μου ολόκληρο. Αυτομάτως άνοιξα το παράθυρο και
κοίταξα έξω, χωρίς να σκεφθώ, ότι η παρουσία της μητέρας μου στο Όρος ήταν
φυσικώς αδύνατη. Αναστατωμένος έτρεξα στον Γέροντά μου και του διηγήθηκα την
περίπτωσι…»[3].
Φθάσαμε στις Καρυές, στην ¨πολίχνη¨ του Αγίου Όρους. Εδώ
είναι συγκεντρωμένες δημόσιες υπηρεσίες (Πολιτική Διοίκηση, Ταχυδρομείο,
Αστυνομικός σταθμός κ.ά.), παντοπωλεία, δύο(2) εστιατόρια, βιβλιοπωλεία, μικρομάγαζα μοναχών με
αναμνηστικά δώρα, φούρνος, όλα γύρω από το κόσμημα και παλλάδιο του Αγίου
Όρους, τον ιστορικό ναό του Πρωτάτου. Όμορφες εικόνες, ταξιδιάρικες τόσο που
έκαμναν τον μεγάλο λογοτέχνη Γιώργο Θεοτοκά να καταθέσει: «Χωριό, βέβαια, είναι
οι Καρυές, αλλά μού κάνει αμέσως εντύπωση ο όγκος κ΄η επιβλητική όψη πολλών
οικοδομών τους. Δεν φανταζόμουν ότι θα αντίκρυζα εδώ τέτοια κτίρια, εκτός
βέβαια από το Πρωτάτο»[4]. Κάθε λογής άνθρωποι, μοναχοί , κοσμικοί, ένα το ράσο
με τον κόσμο, «έτσι θα είναι και στον Παράδεισο» σκέφθηκα! Εδώ κανείς δε
βιάζεται, έμαθαν πιά να περιμένουν, διδάχθηκαν την υπομονή με τη θυμιατάρικη
απόχρωση της Αναστάσιμης προσμονής, και φθάνοντας στο Όρος, από τις Καρυές
ακόμη, το ¨κοσμικότερο¨ σημείο του Όρους,
όλα θυμίζουν καί Ανάσταση και
Αιωνιότητα! Σε μια γωνιά των Καρυών, εκεί που τερματίζουν τα τροχοφόρα οχήματα,
δίπλα στην κρυστάλλινη κρύνη, εκεί περιμένοντας τους συνταξιδιώτες μου να
κανονίσουν τη ροή και συνέχεια του προσκυνήματός μας, εκεί έρχονται στο νου μου
τα λόγια του Νικήτα Στηθάτου στο σύγγραμά του ¨Περί Ψυχής¨, ο οποίος
αναλογίζομαι, τόσο περικαλλή ¨θεάματα¨
θα γευόταν όταν σημείωνε: «Τούτον πεποίηκεν ο Θεός άκακον, ευθή, απερίεργον,
αμέριμνον, άλυπον, πάση αρετή και πάσιν αγαθοίς κομώντα, οιόν τινα κόσμου
κόσμον έτερον, κρείττονά τε και υψηλότερον, ορατόν και νοούμενον, θνητόν και
αθάνατον, μεγέθους μέσον και ταπεινότητος»[5].
Στις Καρυές παλαιότερα υπήρχε Λαύρα, ¨Λαύρα των Καρυών¨
ονομαζόταν ή Μονή του Άθωνος[6]. Ο ¨Πρώτος¨, ο Ηγούμενος της Μονής αυτής, είχε
την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους άλλους ηγουμένους του Όρους και ο τίτλος του
αυτός, που παραμένει ακόμη και σήμερα, έδωσε το όνομά του στον
κεντρικό ναό των Καρυών, στο Πρωτάτο [τότε ¨Μονή του Πρωτάτου¨]. Στην ¨πολίχνη¨
των Καρυών εδρεύει η Ιερά Κοινότητα. Εδώ
κάθε χρόνο αναλαμβάνει νέος Πρωτεπιστάτης και νέα Επιστασία, η οποία αποτελεί
το εκτελεστικό όργανο της Ιεράς Κοινότητας. Η ιερά Σύναξη εισέτι, το ανώτατο
νομοθετικό και δικαστικό σώμα του Αγίου Όρους, συγκροτείται από τους Καθηγουμένους
των είκοσι[20] ιερών Μονών και, εκτός απροόπτου, συνέρχονται δύο φορές τον
χρόνο.
Σύρω τα βήματά μου προς τον κεντρικό ναό των Καρυών, το
Πρωτάτο. Μία αρχοντική τρίκλιτη βασιλική, κτίσμα των αρχών του 14ου
αιώνα ως προς τις μετέπειτα προσθήκες και τη σημερινή του μορφή[ο αρχικός ναός
τοποθετείται περίπου στον 10ο αι.]. Ο ιερός ναός είναι αφιερωμένος
στην Κοίμηση της Κυρίας Θεοτόκου και ιστορήθηκε με δαπάνες του Βυζαντινού
Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Β΄ του Παλαιολόγου, ο οποίος εμπιστεύτηκε τη δεξιοτεχνία
και την ποιητικά φτασμένη καλαισθησία του Μανουήλ Πανσέληνου, του σπουδαιότερου
εκπροσώπου της λεγόμενης ¨Μακεδονικής Σχολής¨[7]. « Τα κύρια χαρακτηριστικά της
ζωγραφικής του είναι ο αφηγηματικός χαρακτήρας του εικονογραφικού προγράμματος,
η μνημειακότητα των συνθέσεων, η έμφαση στην απόδοση του αρχιτεκτονικού βάθους,
η χάρη και ο λυρισμός των στάσεων και των κινήσεων, η έμφαση στην απόδοση του
σωματικού όγκου, γλυπτικού χαρακτήρα, που παρατηρείται ακόμη και σε γυναικείες
μορφές, η υιοθέτηση προτύπων από την αρχαία ελληνική τέχνη, καθώς και το
δραματικό στοιχείο και ο εξιδανικευμένος ρεαλισμός, ταιριασμένα με την έκφραση
βαθιάς πνευματικότητας»[8]. Εδώ τεθησαύρισται η εφέστιος θαυματουργή εικόνα της
Κυρίας Θεοτόκου, το ¨Άξιον εστίν¨[9]. Δεν αντίκρισα ποτέ μεγαλύτερο θέαμα επί
της γης! Η ζωή μου, η ύπαρξη μου, η ολότητα της ψυχοσωματικής μου ενότητας
συγκεφαλαιώνεται σε αυτή τη στιγμή, σε κάθε στιγμή, κάθε φορά που αξιωνόμουν να
προσκυνήσω την αγία εικόνα Της. Η Κυρία Θεοτόκος στο θρόνο της και εγώ σιμά
της. Όλα περνούσαν κάθε φορά από τον νου μου. Πόσα είχα να της εμπιστευτώ!
Εκείνη ήξερε, γνώριζε, ποτέ δεν έπαψε να με καλοδέχεται, πάντα ανέμενε την
επιστροφή, την ειλικρινή έκφρασή μου να αποδεχτώ ότι έκαμνα λάθος, την
ειλικρινή έκφραση της μεγάλης αλήθειας που τόλμησα να της εμπιστευτώ, ότι ναι,
¨μεγάλωσα¨, ανδρώθηκα μα δεν έμαθα να αγαπώ ακόμη! Και οι μεγαλύτερες αλήθειες
της ζωής μου εκεί ειπώθηκαν, στο Πρωτάτο, ενώπιον και προ της αγίας εικόνας
Της. Και αν έζησα, εκεί, σε αυτό το χρωστάω, εκεί το ¨χρεώνω¨ εξομολογητικά,
ότι αξιώθηκα να Της πω αλήθειες, τις πλέον βαρύγδουπες και αληθινές. Και Εκείνη
πάντα ανέμενε και καρτερούσε την επιστροφή μου…
Πέρασα πολλά βράδια στις Καρυές μα σαν και αυτό κανένα. Η
νυχτερινή αύρα και αγιορείτικη δροσιά, Άνοιξη και Φθινόπωρο ξενύχτησα κάτω από
τον έναστρο Αγιορείτικο Ουρανό των Καρυών, εκεί αντίκρισα τον Κόσμο και φάνηκε
ομορφότερος στο σκοτάδι να μου δείχνει, αυτοπροβλήθηκε ομορφότερος στην αβίαστη
προσμονή της χαραυγής. Και όσες φορές θυμήθηκα και νοστάλγησα, όσες φορές ο κατάστιχτος
ουρανός μού θύμισε την αχνοφαίνουσα περίπτυστη μορφή σου, όσες φορές ¨συγγνώμη¨
ζήτησα και κοίταξα κατάματα τον εαυτό μου, σ΄ Εκείνη έτρεξα, στην αγία Εικόνα
Της προσμέτρησα θύμησες, ανεκπλήρωτες
υποσχέσεις, νεανικά οράματα…
Μία βραδυά στις Καρυές γράφω και συγκινούμαι πίσω
προστρέχοντας. Μα από τότε έως σήμερα, εκείνη η βραδυά, ακόμη και τούτην την
ώρα που συμπληρώνω τις γραμμές αυτές και ασκώ ¨βία¨ στον εαυτό μου τον χρόνο να
προκάμνω, ακόμη και τώρα, δεν κατάφερε ακόμη να περάσει…
Μια βραδυά στις Καρυές. Μέλημα αταίριαστο και μία
αδηφάγος αδημονία με συνέχει, τον χρόνο να προκάμνω, να
προκάμνω τις θύμησες σε τάξη να συνάξω, τον χρόνο να προκάμνω και να πορευτώ…
Παραπομπές:
1.Χερουβείμ(Αρχιμ), Από το Περιβόλι της Παναγίας, Νοσταλγικές
Αναμνήσεις, Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός 1997, σελ. 16-17.
2.Βλ. την λίαν ενδιαφέρουσα μελέτη του καθηγητού Σπυρίδωνος
Τσιτσίγκου, ¨Η ψυχή του Ανθρώπου κατά τον Ιερό Χρυσόστομο¨, εκδ. Αποστολικής
Διακονίας, Αθήνα 2000.
3.Χερουβείμ, Από το Περιβόλι της Παναγίας, σελ. 109.
4.Χατζηφώτη Ιωάννου, Άγιον
Όρος (Ανθολογία λογοτεχνικών κειμένων), Αθήνα 1977, σελ. 93.
5. Στηθάτου Νικήτα,
Περί Ψυχής, γ΄16, στη σειρά ¨Βυζαντινοί Συγγραφείς¨, εκδ. Ζήτρος,
Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 70.
6.Χατζηφώτη Ιωάννου, Η καθημερινή ζωή στο Άγιον Όρος, εκδ.
Παπαδήμα, Αθήνα 1999, σελ. 52-55. Για όσους υποστηρίζουν την ύπαρξη της Μονής
του Άθωνος πλησίον των γεωγραφικών ορίων της Ι.Μ. Ιβήρων, βλ., Χρήστου
Παναγιώτου, Το Άγιον Όρος (Αθωνική Πολιτεία – Ιστορία – Τέχνη, Ζωή), Αθῆναι 1987, σελ. 50-51.
7. Πρβλ., Χατζηφώτη Ι., Η καθημερινή ζωή στο Άγιον Όρος, σελ.
54-58.
8.Ο Θησαυρός της Ορθοδοξίας, 2000 χρόνια, Ιστορία – Μνημεία –
Τέχνη, Α΄ τόμος, Εκδοτική Αθηνών 2000,
σελ. 261.
9.Πρβλ., Ανωτέρα Επισκίασις επί του Άθω, ήτοι διηγήσεις περί
των θαυματουργών εικόνων της Θεοτόκου, Άγιον Όρος 1994, κυρίως τις σελίδες
16-20. Γενικότερα για διηγήσεις θαυμασίων γεγονότων υπό θαυματουργών εικόνων
της Παναγίας βλ., σχ., Οικονομόπουλου Ηλία, Τα θαύματα της Παναγίας, εκδ.
Βασιλείου Τσαγγάρη, Αθήνα 1906.