Υπό του συνεργάτου μας, Δημητρίου Π.
Λυκούδη
Θεολόγου – Φιλολόγου, Υπ. Δρος Παν/μίου
Αθηνών
Η ερωτική
άελλα διαχέεται ανάμεσα σε δύο και υπάρχει και μετράει τα ξένια και καμώνεται
πως ζει, μα ως πάθος στέκεται, όβριμος και αποδομητής. Ο ¨παθιασμένος¨ έρωτας
ανάμεσα σε δύο καμώνεται πως ζει, μα δεν υπάρχει, ¨ Έρωτας¨ ανάμεσα σε δύο δεν υπάρχει, δε
χωρεί. Ο ¨ Έρωτας¨ διαφέρει από τον παθιασμένο έρωτα ως ο οαριστής από τον
οαρισμό, ως ο υπηρέτης από το ¨υπηρέσιον¨. Ο πρώτος από-φαίνεται, ο δεύτερος
δια-φαίνεται. Ο ένας καμώνεται πως λησμονεί, ο έτερος πως δύναται να
λησμονήσει!
Ο ¨ Έρωτας¨ είναι βουβός, αποφεύγει τους δολερούς ήχους και τα
κουδουνοκρούσματα, είναι μοναχικός, μελαγχολικός, τημελής στιβαγμένος στα
περιχώματα της τύρσιος, πάμφορος, ανεκδιήγητος, αδιαπόμπευτος. Ο ¨παθιασμένος
έρωτας¨ είναι παραβλητός, πάντοτε παράβυστος, εξωπραγματικός, χωρίς πατρίδα και
αιδώ, χωρίς ορόσημο και κλέος, άνευ αποδειλίαση εντός του. Ο ¨παθιασμένος
έρωτας¨ δε γνωρίζει τρόπο και καιρό να ερωτευτεί, δεν επιθυμεί, υφέλκει
φοβισμένος στην ατάραχη καταχνιά του πάθους του και το ροζ του μειδίαμα
μεταποιείται άτακτα και άναρχα, στιγμιαία και βιαστικά σε γκρίζο, ντύνεται
χρώμα θολό, ως θολά τα πρόσωπα των ¨παθιασμένων αγαπολόγων¨.
«Κάποιος
κόσμος εβούλιαξε μέσα μου. Όταν η ψυχή μου κάποτε είναι διάφανη ακόμα, σκύβω
και κυττάζω στα βάθη της τα μυστικά. Τα μάρμαρα τα μεγάλα, τα λευκά, σπασμένα,
σωρειάζονται κάτω από τους θόλους τους ερειπωμένους των ναών[…] Κάτι
μαρμαρένιες στήλες στέκουν ακόμη. Και κάθε μέρα ένας χτύπος κι ένας αχός
γροικιέται στην καρδιά μου και λέω ακίνητος και ήσυχος κι απελπισμένος: ¨Κάποια
μαρμαρένια στήλη πέφτε騻[Καζαντζάκη Νίκου, Όφις και Κρίνο, εκδ. Καζαντζάκη,
Αθήνα 2002, σελ. 93]. Όσσομαι γύρω μου, εντός μου, πίσω μου. Συμμανθάνω με ¨
Έρωτα¨ να ζω, το ερωτικό πάθος ενστερνίζομαι ακηρύκτως. Μα κάθε που με ρωτούν
για ¨ Έρωτα¨ , πώς ο αδαήμων για ¨ Έρωτα¨ να πω! Και καταπιάνομαι να γράψω για
¨παθιασμένους έρωτες¨, γιατρειά να βρω ζητώ στα ερωτοπλάνα χαρτιά μου. Η
αδμολίη άδραστη, αγκυροβολημένη, ατράνταχτη. Και όσο σιωπάς ¨Ερωτεύεσαι¨ και όσο απομακρύνεσαι
ερωτοτροπείς και προσκρούεις στα ¨οθνεία¨ ερωτάρια, αυτό-δεσμεύεις το πάθος του
έρωτα και συντελείς και άλλους ερωτοπαρμένους ν΄ αποπλανήσει! Τώρα όμως ξέρεις, έμαθες πια!
Να ¨Ερωτευτείς¨ ζητάς και σπουδάζεις την αειφόρο λησμοσύνη, την παθητή
μονομέρεια του αβίαστου πάθους να εξομολήσεις.
Αρχέλαε ¨
Έρωτα¨! Απολάμπεις , απολείπεις κάθε απολακτισμό του κόσμου και από-κοσμου. «
Ω! Θυμήσου! Θυμήσου! Τη βραδυά μας. Πάντα»[Καζαντζάκη Ν., Όφις και Κρίνο, σελ.
10]. Το άκουσες; Έμαθες πια! Θυμήσου τον ¨παθιασμένο έρωτα¨ που συναντήσαμε και
τώρα, τώρα πια ανέμενε του ¨ Έρωτα¨ τη λησμονιά, ανέμενε στις θύμησες που
ζήσαμε τον ¨ Έρωτα¨ να μάθεις…
Παράθεμα:
-¨ανυστός¨=
κατορθωτός,
-¨άελλα¨[η]
= ανεμοστρόβιλος,
-¨μετρέω¨ =
μετρώ, λογαριάζω,
-¨ξένια¨[τα]
= δώρα, φιλοξενία,
-¨όβριμος,-ος,-ον¨
= ισχυρός, δυνατός[α και βρέμη],
-¨αποδημητής¨
= ξενιτεμένος,
-¨οαριστής¨[ο]
= σύντροφος,
-¨οαρισμός¨
[ο] = φιλική συναναστροφή,
-¨υπηρέσιον¨[το]
= κάθισμα κωπηλάτη,
-¨τημελής,
-ης, -ες¨ = επιμελής, προσεκτικός,
-¨τύρσις¨[η]
, γεν. -ιος = πύργος, έπαλξη,
-¨πάμφορος¨
= αυτός που παράγει τα πάντα [πας - φέρω],
¨παραβλητός,
-η, -όν¨ = συγκρίσιμος,
-¨παράβυστος,
-ος, -ον¨ = αυτόκλητος, παρέμβλητος,
-¨αποδειλίασις¨
= μεγάλη ιδέα,
-¨υφέλκω¨ =
σύρω, αποσύρω κρυφά,
-¨ Όσσομαι¨
= βλέπω, παρατηρώ,
-¨συμμανθάνω¨
= μαθαίνω μαζί, συνηθίζω να μανθάνω,
-¨ακηρύκτως¨
[επίρρ] = απροειδοποίητα,
-¨αδαήμων,
-ων, ον¨ = ο άπειρος, ο αδαής,
-¨αδμολίη¨[η]
= άγνοια, αβεβαιότητα,
-¨άδραστη¨[η]
= αυτή που δεν δραπετεύει,
-¨οθνείος,
-α, ον¨ = ξένος, περίεργος,
-¨αρχέλαος¨[ο]
= ηγεμόνας,