του συνεργάτου μας Δημητρίου Λυκούδη
Θεολόγου - Φιλολόγου, Υπ. Δρα Παν/μίου Αθηνών
Όταν
χαμηλώνει το φως, μόνο τότε , οι άνθρωποι έρχονται πιο κοντά μεταξύ τους. Και
τότε αναπόφευκτα, μέσα στο σκοτάδι ¨φωτίζεται ¨ η ψυχική τους γύμνια και
απομακρύνονται, όχι γιατί παύουν να είναι αγκαλιασμένοι αλλά γιατί δεν
ευδοκιμούν οι αγάπες στο σκοτάδι, δε δύναται το πνευματικό λυκόφως ανθρώπινες
ψυχές να ζεστάνει. Και τότε ¨φαίνεται¨ πως αγαπιέσαι και αγαπάς, μα έλα τώρα,
γράφω στο φως, μην αυταπατάς τον εαυτό σου, ¨φαίνεται¨ και το ¨φαίνεσθαι¨
ομοίως αρέσκεται στο χαμηλό φως, στο χαμερπές, στο κίβδυλο, στο ανέστιο, στο
ερυθρό!
«Δε σου φαίνεται πως άμα χαμηλώσομε το φως της λάμπας αγαπούμαστε πιο
πολύ;»[1]. Κινδυνεύεις δε να ζήσεις-να ζήσεις άραγε;- μία ολόκληρη ζωή σε αυτή
την ανόητη ψευδαίσθηση, δήθεν ότι πληρείς την άκριτη διανοητική και συναισθηματική
σου ένδεια στην έρημο της αγάπης, στην έρημο του ζοφώδους και απεχθούς
περισσεύματος της αποδοχής, μίας αποδοχής πλανεμένης που εδραιώνεται και
μυσταγωγείται στα σκοτάδια και ¨εκ φύσεως¨ και ένεκα του ¨χώρου¨ δεν αντέχει να
θεαθεί και να επιβιώσει στο φως. Υπό την έννοια αυτή γράφω ότι αγάπες στο
σκοτάδι, αγάπες που στηρίχθηκαν και επισφράγισαν υποσχέσεις εκατέρωθεν στο
λυκόφως της παρασημαντικής συναισθηματικότητας, στη βιασύνη να αποδεχτείς και
να ακόμη πιο γρήγορα να αποδώσεις, αγάπες τέτοιες λέγω, δεν υπάρχουν, ως αγάπες
τούτες δε λογίζονται. Περισσεύει όμως,
ξεχύνεται ακόρεστα η ανάγκη του ανθρώπου να αγαπηθεί, έστω και στο χαμηλό φως,
από φόβο, από δύναμη επειδή προηγήθηκε και ¨καλώς κρατεί¨ ο φόβος, από ανάγκη
να φανεί και να δείξει στο λυκόφως της πνευματικής του γύμνιας ότι δε φοβάται
με τόσο φόβο γύρω του! Αγάπη σημαίνει αποδοχή άνευ όρων του φόβου. Προσεταιρίζω
τον φόβο, τον κοινωνώ, ένα μαζί του γίνομαι, δεν καταδέχομαι να προσμετρήσω
φίλους και εχθρούς, φως και σκοτάδι γύρω μου! Αγκαλιάζω τον άμοιρο φόβο, ένα
μαζί του γίνομαι και τότε, τότε…! Έτσι γεννήθηκαν οι μεγαλύτερες αγάπες εδώ στη
γη, βρέθηκαν εκείνοι που συντεριάξανε τις επιθυμίες τους επάνω στο άσειστο και
γλυκόγευστο φοβικό άρμα, βρέθηκαν εκείνοι όσοι εφώναξαν κατάματα-αν και σκοτάδι,
όπου και να κοιτούσαν μάτια έβλεπαν-εμπρός φόβε, εμπρός! Δε φοβούμαι να
συντεριάξω μαζί σου! Σκότος, λυκόφως εδώ, κοιτάζω απλανώς και υπόσχομαι…! «Κι
όλη η γης που χιλιάδες χιλιάδες χρόνια ακούει το θλιμμένο μοιρολόϊ της ζωής, το
πίνει τόσο γλυκά, τόσο γλυκά, που θαρρείς είναι αίμα σκοτωμένου αδελφού…»[2]. Εδώ
ταιριάζει ο όλος του Φιλοσόφου ότι «η ανθρωπότητα προτιμά να θέλει το τίποτε
παρά να μη θέλει τίποτε»[3], επιζητά δηλαδή το χαμηλόφως επειδή αδυνατεί ,
αρνείται, φοβάται, ασχημονεί και εντρέπεται να συναντήσει το φως! Έρχεται ως
βακτηρία του μηδενισμού και αντίδοτό του η επιθυμία για ανυπαρξία[volonte de neant], γιατί οι αγάπες στο μισοσκόταδο
στην ανυπαρξία από-πλέουν και σταθερά και βεβιασμένα από την ¨ανάγκη¨ της
διττής αναγκαιότητας ¨μηδενισμού και θέλησης για ανυπαρξία¨ οδηγούνται στον
πυθμένα των ονειρικών ενορμήσεων του χθες, βουλιάζουν και αποσύρουν νωχελικά
την παρουσία τους στην έννοια της αβύσσου και του αποτέλματος . «Απεχθάνομαι να
ακολουθώ, απεχθάνομαι να ηγούμαι. Να υπακούω; Όχι! Και να κυβερνώ; Ούτε κι
αυτό! Όποιος δεν φοβάται τον εαυτό του δεν προκαλεί φόβο σε κανέναν. Και μόνο
όποιος προκαλεί φόβο μπορεί να οδηγήσει άλλους»[4].
Δε
γεννιούνται αγάπες στο λυκόφως, δε στάθηκε ικανό το ισχνό φως ανθρώπους να μας
κάμνει. Γιατί στο φως σιμά αν έρχεσαι, σιμά, ταιριάζεις, ένα με τον άμοιρο φόβο
γίνεσαι, να μη λυπήσεις τον Ουρανό, φόβο να μην αφήσεις, αγάπη να μην προκάμεις
να λογισθείς στο λυκόφως των παραρμήσεών σου, σε αγαπώ μην πεις ποτέ ξανά σε
χώρο μισοσκότεινο όπου δε βλέπονται οι άνθρωποι στα μάτια! Γιατί η αλήθεια
μερίζεται σε φωτοστόλιστα χωρία, σε χώρους ανεπίδεκτους σε φόβο ανθρώπινο και
δη σε αυτόν τον φωτόλουστο θείο: «Είπεν ο Αββάς Αντώνιος: Εγώ δεν φοβούμαι τον
Θεόν, αλλ΄ αγαπώ Αυτόν, διότι η αγάπη διώχνει έξω τον φόβον»[5].
Παραπομπές:
1.Καζαντζάκη
Νίκου, Σπασμένες Ψυχές, εκδ. Καζαντζάκη, Αθήνα 2007, σελ. 182.
2.Αυτόθι,
σελ. 192.
3.Badiou Alain, Ηθική, δοκίμιο για τη συνείδηση του
Κακού, scripta, Αθήνα 1998, κυρίως τις σελ. 39-48.
4.Νίτσε
Φρίντριχ, Η Χαρούμενη Γνώση( la gaya scienza)Εξάντας, Αθήνα 1996, σελ. 32.
5.Το
Γεροντικόν, εκδ. Απ. Βαρνάβας, Αθήνα 1972, σελ. 14.